«Νωρίς το πρωί με καινούργιο κιμονό: άλλος άνθρωπος. Άδειο κέλυφος: κι η ψυχή του τζίτζικα τραγουδισμένη» (Ματσούο Μπασό).
O μονόλογος του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη με τον χαρακτηριστικό τίτλο ‘Είμαι Αριστερόχειρ ουσιαστικά’[1], αποτελεί μία καταγραφή πέραν την απλής απόφανσης & κατάφασης, εκεί όπου ο ποιητής ανα-συνθέτει διαρκώς την ευρύτερη κοινωνική, πολιτική και ποιητική του πορεία, πορεία που συν-διαλέγεται με τις προσωπικές επιλογές και το ‘βάρος’ των επιλογών αυτών, με την ίδια την φασματικότητα, με τα ‘φάσματα’ του καιρού, με τις θεάσεις του παρόντος στο ιστορικό παρελθόν.
Μεταξύ έκφρασης και υπαινιγμού, αισθητηριακής πρόσληψης και ανάθεσης στην ποίηση, ο Μανόλης Αναγνωστάκης μαρτυρεί λιτά συμβάντα που επι-καθόρισαν τον βίο του και τον βίο μίας εποχής, αφηγείται τις καταβολές μίας ποίησης-ποιητικής η οποία προσδιορίζεται από ερεθίσματα, αναπτύσσεται στα πεδία της εκ-φοράς της, εγγράφεται στα πλέγματα των επώδυνων διερωτήσεων, στους όρους των ‘ρηγματώσεων’ του καθημερινού: που και σε ποιο σημείο εκκινεί η εμπλόκιση εντός της ιστορίας; τι δύναται να σημάνει η ίδια η ποίηση της ‘διαύγειας’; Η περιώνυμη ‘ήττα’ ως μη-κανόνας;
Δίχως εντάσεις μελοδραματισμού, ο μονόλογος, ουσιαστικός στις εκφάνσεις του, αποδίδει, με περιεκτικότητα, την πορεία του ποιητή από την νεανική του ηλικία στις ‘φορτισμένες’ επιλογές της δεκαετίας του 1940, στην ένταξη του στην ΕΠΟΝ (‘Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων’) και στο ΕΑΜ (‘Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο’), έως την ένταξη και την δράση του μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, από το οποίο διαγράφηκε το 1946, με την ‘κατηγορία’ της ‘αντι-κομματικής δράσης’. Η ιδιαίτερη κομματική ‘απομόνωση’ ως ‘τιμωρία’ και ως ‘ποινή’ (δείγμα της εντεινόμενης κομματικής επιτήρησης & ελέγχου), στοιχίζει στον ποιητή, που φθάνει μέχρι σημείου αυτοκτονίας.
Η κομματική και πολιτική του διαγραφή τον καθιστά πολιτικά ‘άλλο’, ‘αλλότριο’ από τις αναγνωρίσεις του κόμματος, αλλά και ανοιχτό σε αυτό που προσδιορίζεται ως αναγκαία παραδοχή, κάτι που θα εκφραστεί και στο πεδίο της ποίησης του. Και είναι η συγκεκριμένη δεκαετία που ως εγκάρσια κοινωνική και πολιτική τομή, ως ‘χασματοποίηση’ από το μείζον, ‘εδαφοποιείται’ ως ‘σημείο’ στο ποιητικό του έργο, νοηματοδοτεί τις προσίδιες πλαισιώσεις της άσκησης στην ‘εγκράτεια’ και της έκθεσης στο καθημερινά αναφορικό: μία μνήμη με και δίχως οριακότητα, μία εποχή μνημειωδών απεικονίσεων και αναπαραστάσεων, μία ‘διεισδυτική’ αμφιβολία της ‘μοναδικής’ ή της ‘μοναδικότητας’ της ‘αλήθειας’ ως επωνυμία.
Το τίμημα επανέρχεται, ανα-καλεί την ‘αξία’ του. Η ποιητικότητα των ‘χρεωστικών’ αναφορών & σημάνσεων, η ποιητικότητα που αποδόθηκε, από την λογοτεχνική-φιλολογική κριτική ως ‘ποίηση της ήττας’ της Αριστεράς και της Αριστερής εν Ελλάδι κοσμοθεωρίας, δεν συνιστά πάρα την αρχή μίας ιδιαίτερης κρίσης για τα πράγματα και για την εκθετική ιστορία.
Στο πεδίο της ποίησης, οι λέξεις ‘παραμορφώνονται’, δύνανται να απο-καλύψουν εμφατικές αντινομίες, την ή τις θεάσεις του συλλογικού υπό το πρίσμα μίας διαστέλλουσας ατομικότητας η οποία χρησιμοποιεί και ασκείται στην ποίηση, σημασιοδοτείται από νοηματικές εξαρθρώσεις από τα συγ-κείμενα των ενορμήσεων, προσιδιάζοντας προς την συγκρότηση του περιγράμματος: όχι ‘ποίηση της ήττας’ αλλά «μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή».[2]
Μία μαρτυρία για τον δόκιμο θρήνο, για την ενοχή, για την εκφραστική δια-μφισβήτηση που δια-σπείρει τους δικούς της ‘Εφιάλτες’, για την αγωνία της αναζήτησης ενός ταυτοτικού ‘raison d’ etre’ (‘λόγος ύπαρξης’) σε επώδυνες περιόδους, σε περιόδους ουσιαστικών διαγραφών και πολιτικών-ιδεολογικών ‘διαγραφών’, εξορίας και καταδίκης σε θάνατο, για την ευρύτητα και την διερώτηση του τι σημαίνει η καθημερινή αριστερά και ο καθημερινός αριστερός δίχως ‘φετιχοποιημένες’ αποφάνσεις και κομματικές-πολιτικές μεγαλοστομίες. Όντας καθημερινός, δεν έπαψε ποτέ να είναι πολιτικός, ή πολιτικά συμβολικός.
Στον μονόλογο ως ίδια και ‘άλλη’ ποιητική τροπικότητα, ο ”ουσιαστικά Αριστερόχειρ’ Μανόλης Αναγνωστάκης, αρθρώνει τον λόγο & τις αποτυπώσεις της δικής του ενεστωτικής πορείας που διαπλέκεται με την υποκειμενικότητα των συμβάντων, ‘αξιολογεί’ τους όρους της ‘ελκτικότητας’ που ‘μετράται’ στην πολύτιμη ακρίβεια, εγγράφει χαρακτηριστικές όψεις από την πορεία της Αριστεράς μεταπολεμικά, την στιγμή όπου δεν λειτουργεί ως ‘ανώνυμος χρονικογράφος’ αλλά ως ποιητής που πριν καταθέσει το βιο-γίγνεσθαι της λέξης, της εμπρόθετης λεκτικότητας το ‘μετρά’, όπως ‘μετρά’ την έκταση του χάσματος και του ‘τραύματος’.
Ο Παντελής Μπουκάλας, στον κατατοπιστικό του πρόλογο, εστιάζει στις συναρθρώσεις της Αναγνωστακικής ‘Πολιτειότητας’ και ποίησης, επισημαίνοντας: «Αμέτοχος και ουδέτερος παρατηρητής» δεν έμεινε ποτέ ο Αναγνωστάκης. Την τέχνη του πολίτη, την τέχνη του πολίτη-ποιητή, την άσκησε δια βίου, εν λόγω και έργω. Τα ποιήματα του δεν προορίζονταν να υπάρξουν σε κλειστά δωμάτια και να εξατμιστούν εκεί. Ο άνθρωπος που τα ‘φτιάξε, με γλώσσα χυμώδη μέσα στην οικονομία της, δεν τα υποδύθηκε. Τα λειτούργησε».[3] Ο ποιητής κατέστη συμβολικός δια της «απο-συμβολοποίησης», διευρύνοντας τον χώρο της παραδοχής: ‘Είμαι Αριστερόχειρ Ουσιαστικά’, δηλωτικά, αναφορικά, με διάθεση μίας ‘κατάλληλης’ μαρτυρίας: από την γενεαλογία, οικογενειακή και κοινωνική, πολιτική και ποιητική, ενσκήπτει το ‘παλαιό’ και το ‘νέο’.
Τα ‘σωματικοποίησε’, δύναται να αναφέρουμε, αξιώνοντας από την ποίηση την δική της στιγμή, την κοινοποίηση, όχι απλά της παρουσίας, αλλά των όρων της επικοινωνίας, ‘μυώντας’ στην και στην ‘τελετουργία’ του ενεστωτικού: υπό αυτο το πρίσμα η ποιητική γλώσσα του Θεσσαλονικιού ποιητή καθίσταται συναρμογή της ετερογένειας, της ανισορροπίας μεταξύ ισχύος και άφεσης, τείνοντας προς τους διαφορικούς άξονες του εκούσιου: ”το θέμα είναι τώρα τι λες”, γράφει ο ίδιος, αναφέροντας την σιωπή και το πέραν της σιωπής: ποια είναι η ορθή, η ακριβής λέξη απόδοσης; Με ποιον τρόπο εγγράφονται στις καθημερινές συνδηλώσεις ο έρωτας[4] ως παλινδρόμηση και η ιστορία;.
Η ποίηση οικειοποιείται συμβολισμούς διάθεσης, ενσκήπτει στις έμφορτες αντιθέσεις της, διευρύνεται σε μία ιδιαίτερη σιωπή, εκκινεί στους αστερισμούς του ‘ανήκουστου’, με τον τρόπο που το θέτει ο Γερμανός ποιητής Friedrich Hölderlin: «Όμως εκεί που είναι ο κίνδυνος Εκεί και το σωτήριον φύεται».[5]
Εν τη ιδιοποίηση της ‘διακινδύνευσης’, η Αναγνωστάκεια ποιητική γραφή δεν δικαιώνεται ‘πανηγυρικά’ παρά επενεργεί στα διάστικτα διακυβεύματα, ‘θυσιάζοντας’ τον συμβολικό ριζοσπαστισμό για την αντεστραμμένη ύλη: εκ νέου κίνηση προς τον εαυτό που ανέφερε ενώπιον φόβων, προσλήψεων και προσδοκιών, προς τα «πλήθη του ενός»[6] για να παραπέμψουμε και στον τίτλο της ποιητικής συλλογής του ποιητή Ηλία Τσέχου, εκεί όπου δεν επέρχεται το «σβήσιμο της υποκειμενικότητας του άλλου»[7] και του ίδιου εαυτού, για να παραφράσουμε ελαφρά τον Παύλο Κάβουρα.
Με τα λόγια του Σάββα Μιχαήλ, «ο ένας πόλος της αντίφασης είναι ο πόνος/μόχθος. Ο άλλος είναι ο πόθος»,[8] με τις απεικονίσεις να επικοινωνούν διαλεκτικά στην εξύψωση του ‘φυσικού’ στοχασμού, του λεκτικά επιφορτισμένου: σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις. Να μην τις παίρνει ο άνεμος».
Μία Σικελική ‘φωνή’ αντηχεί σε αυτό το σημείο: «Και να τώρα, σηκωμένος στο ύστερο ακρωτήρι, αγνάντια από τον κόσμο που γκρεμίζεται, για να ρωτάω την ίδια μου ψυχή και ν’ απαντά».[9]
Ο ‘Αριστερόχειρας’ ανέφερε διαμέσου του εκτατικού μονολόγου του, επανεπινοώντας τα ποιητικά ‘παίγνια’ που εγγράφουν περισσότερα από αυτά που δηλώνουν, συγκροτώντας την ‘κριτική του κριτικού’ και ‘εδραιώνοντας την πολυφωνία του, τους όρους του τελευταίου ‘Υστερόγραφου’ του: «Δε θέλω να γνωρίζω παρά πολύ τους ανθρώπους. Όλα προς τι; Ζήσαμε παιδικά χρόνια, νιότη – διαφορετικά. Δεν ήταν δειλός γιατί είχε συναίσθηση της δειλίας του».[10]
Έως τα πολλά ‘γιατί’;, μία λέξη και μία ποίηση, δρόμος. Τα ‘Καυδιανά Δίκρανα’ διασχίζονται από τον αριστερόχειρα ποιητή που εγγράφει στο ποιητικό πλαίσιο την αριστερά των αισθητικών προκείμενων.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, αυτός ο ‘ουσιαστικά Αριστερόχειρας’, όπως αυτο-προσδιορίζεται ο ίδιος, αρθρώνοντας παράλληλα τον δικό του λόγο στη δημόσια σφαίρα, συγκροτεί ένα ευρύτερο πλαίσιο το οποίο συναρθρώνει τον βιωματικό μονόλογο με τα χαρακτηριστικά δοκιμίου, εκεί όπου η ποιητική εκφραστικότητα ‘δοκιμάζεται’ στις εκφερόμενες θεάσεις, στην, κατά τον ποιητή, νεανικότητα, καθότι η ποίηση για τον ίδιο συνιστά ‘έργον’ της νεότητας, της ‘λείας’ ανάδυσης συσσωρευμένων προσδοκιών. Όπως το θέτει ο ίδιος: «Η ποίηση είναι περισσότερο μια έκφραση νεανική. Η ποίηση είναι μια πρώιμη περίοδος της ανθρωπότητας».[11]
Νοηματοδοτώντας την ποιητική τροπικότητα ως νεανική ‘αταξία’ και ανατροπή, ο ποιητής ενσωματώνει στο μονόλογο του μία διάστικτη και ‘παρούσα’ κινησιολογία, την στιγμή όπου επιτελείται το συμβάν: για κάθε περιστατικό του βίου η δέσμευση στην επιδραστικότητα του, για κάθε ιστορία, μία ‘θλιμμένη’ αξιοπρέπεια που αναβλύζει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου.
Και η περιώνυμη αίσθηση της ‘ήττας’ που γλαφυρά του αποδόθηκε, δεν είναι ‘ήττα’, αλλά η μαρτυρία του ειπωμένου με τον τρόπο της ‘από τα μέσα’ συμμετοχής, ο ίμερος της ανάκτησης μίας συνειδητότητας που ανοίγεται στη φοβερή απώλεια, στην ελπίδα δίχως προστατευτικούς φραγμούς: «Έλπιζες από απελπισία»[12], γράφει στην ποιητική του συλλογή με τον τίτλο ‘ΥΓ.’
Ο Μισέλ Φάϊς, στο επίμετρο του θέτει τους όρους της Αναγνωστάκειας ποιητικής πορείας, της συναίσθησης που διανθίζεται με όψεις και αποχρώσεις μίας λεπτής παρουσίας απολεσθέντων και για αυτό ακροτάτων ονείρων, με το ‘βάρος’ της φυγής, της οικειότητας της μνήμης: «Κι αυτή ακριβώς η σκοπιά είναι που χρωματίζει τη φωνή του άλλοτε μ’ έναν τόνο ειρωνικής ματαιότητας κι άλλοτε με μια κουρασμένη επιείκεια, για όσα αδράχνει το δίχτυ της μνήμης· σ’ αυτά λοιπόν που λέγονται, άλλοτε με τον τρόπο του υπαινιγμού κι άλλοτε με τον τρόπο της γύμνωσης, βράζει ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων, όχι σε θερμοκρασία δωματίου, τακτοποιημένη ζωή, συνείδηση και τα ρέστα, αλλά με τον επείγοντα και πυρετικό τρόπο του Γκράμσι, καθώς η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της Ιστορίας» στον ορίζοντα του ποιητικού υποκειμένου αλλά και του δημιουργού του. Γι’ αυτό ο Αναγνωστάκης υπήρξε ένας σατιρικός ποιητής της διάψευσης (όχι της ”ήττας”), ένας σωματικός ποιητής της πολιτικής πράξης· γι’ αυτό σιώπησε όταν γύρω του όλα προέβαλλαν αβάσταχτα νικηφόρα, αβάσταχτα αυτοεπιβεβαιωμένα, αβάσταχτα λαλίστατα- αβάσταχτα ξένα της σαρκός που λαχταρά και θυμάται».[13]
‘Εγγίζοντας’ την ίδια την ‘ενσάρκωση’ της σιωπής, αποφεύγει τις ‘παγίδες’ των πανηγυρικών λόγων, ανασυνθέτοντας την Θεσσαλονίκη των παιδικών του χρόνων, την ‘εγκαρτέρηση’ και την αποκρυστάλλωση της λέξης εντός και πέραν του «σπαραγμού της κοινοτοπίας»[14], όπως αναφέρει ο ίδιος ο ποιητής. Η αισθητική του αντιστρατεύεται μία ομοιότητα δίχως χρώμα, ενέχοντας την φορά, της ακριβούς, για τα πράγματα, ποιητικής λέξης. Και όπως αναφέρει ο Γερμανός ποιητής Γιαν Βάγκνερ: «ένα ποίημα είναι πάντοτε ένας τρόπος να σκεφτείς τα πράγματα εκ νέου. Επομένως, συνιστά και έναν μικροσκοπικό αλλά πανίσχυρο φορέα ασυνήθιστης ελευθερίας».[15]
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
_____
[1] Βλέπε σχετικά, Αναγνωστάκης Μανόλης, ‘Είμαι Αριστερόχειρ Ουσιαστικά’, Δεύτερη Έκδοση, Πρόλογος: Μπουκάλας Παντελής, Επιμέλεια-Επίμετρο: Φάϊς Μισέλ, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2011.
[2] Βλέπε σχετικά, Αναγνωστάκης Μανόλης, ‘Είμαι Αριστερόχειρ Ουσιαστικά…ό.π., σελ. 59. Ανατρέχοντας στο πεδίο της μνήμης, ο ποιητής αναθυμάται τις στιγμές της παιδικής αποξένωσης, της ίδιας προσπάθειας που κατέβαλλε στη Θεσσαλονίκη, να καταστεί ‘οικείος’, ‘συγγνωστός’, στους Εβραίους συνομηλίκους του οι οποίοι τον απέκλειαν από τα παίγνια τους. Η εκδοχή που παρατίθεται στον μονόλογο, στην ‘κοπιώδη’ μαρτυρία ως ρατσισμός, συν-διαλέγεται με το προσωπείο της ποιητικής αφήγησης που είναι ίδιο, βιωματικό, εκτατικό, διότι προσδιορίζεται στην ουδετερότητα της: «Στην εβραίικη γειτονιά τα παιδιά δεν τον παίζανε γιατί δεν ήταν εβραίος». Βλέπε σχετικά, Αναγνωστάκης Μανόλης, ‘ΥΓ.’, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2011, σελ. 9. Η τελευταία του ποιητική συλλογή, το ποιητικό του υστερόγραφο με τον τίτλο ‘ΥΓ.’ που δεικνύει, δίχως συνθηματολογία και ‘ευφρόσυνη’ διδακτισμό, συνιστά το απόσταγμα του ευρύτερα κοινωνικού και ποιητικού του βίου, με ποιήματα-‘θραύσματα’ ενστάσεων.
[3] Βλέπε σχετικά, Αναγνωστάκης Μανόλης, ‘Είμαι Αριστερόχειρ Ουσιαστικά…ό.π., σελ. 16.
[4] Ο έρωτας δύναται να λειτουργήσει, στην Αναγνωστακική ποίηση, ως σημείο ή ως συνάντηση ευκαιρίας, ως απόθεση εντάσεων, εκεί όπου συναρθρώνονται οι πρώιμες ‘εκρήξεις’ του ερωτικού συμβάντος, η ευκαιρία του ‘αγνώστου’ με την ίδια την εκ-φορά της διάρκειας του. Ο ίδιος άλλωστε στο μονόλογο του διεκδικεί όχι τις ‘δάφνες’ αλλά τους όρους εγγραφής της ερωτικής ποίησης πέραν του βλέμματος της λογοτεχνικής κριτικής δηλώνονται και ερωτικός ποιητής, ποιητής της ‘άλλης’ ευθύτητας στο σώμα και στα σώματα.
[5] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Κονέκ-Κονέκ ή ο Γιώργος Χατζημιχάλης συλλογίζεται’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Poeticus’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2006, σελ. 191.
[6] Βλέπε σχετικά, Τσέχος Ηλίας, ‘Τα πλήθη του ενός’, Εκδόσεις Κουΐντα, Αθήνα, 2013.
[7] Αναφέρεται στο: Ρόμπου-Λεβίδη Μαρίκα, ‘Επιτηρούμενες ζωές. Μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία’, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2016, σελ. 167.
[8] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, Homo Poeticus…ό.π., σελ. 31.
[9] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Η Νύχτα της Δικαιοσύνης ή ο Άγγελος Σικελιανός είναι δικός μας…ό.π., σελ. 163.
[10] Βλέπε σχετικά, Αναγνωστάκης Μανόλης, ‘ΥΓ…ό.π., σελ. 7.
[11] Βλέπε σχετικά, Αναγνωστάκης Μανόλης, ‘Είμαι Αριστερόχειρ Ουσιαστικά…ό.π., σελ. 84.
[12] Βλέπε σχετικά, Αναγνωστάκης Μανόλης, ‘ΥΓ…ό.π., σελ. 28.
[13] Βλέπε σχετικά, Αναγνωστάκης Μανόλης, ‘Είμαι Αριστερόχειρ Ουσιαστικά…ό.π., σελ. 98-99.
[14] Βλέπε σχετικά, Αναγνωστάκης Μανόλης, ‘ΥΓ…ό.π., σελ. 34.
[15] Βλέπε σχετικά, Ζώης Νικόλας, ‘Γιαν Βάγκνερ. Όταν ο ποιητής εκπλήσσεται από το ίδιο του το ποίημα’, Εφημερίδα ‘Τα Νέα’, Βιβλιοδρόμιο, 17-18/03/2018, σελ. 4-5.
0 Σχόλια