Θυμάμαι καλά τη μέρα εκείνη
που ο θάνατος και η ζωή γίνηκαν ένα.
Κόσμος πολύ μπαινόβγαινε στο σπίτι
για να κρατά τα πρακτικά… κανείς δεν έψαχνε για μένα
Θυμάμαι τη μητέρα … ζωσμένη…
με ξόρκια και με μαγικά να περπατά αλαφιασμένη
το βλέμμα της άγριο και θολό λες κι ήταν σαλεμένη.
Θυμάμαι και τον πατέρα κατάχαμα να γέρνει
αποκαμωμένος και σκυφτός τα ξόρκια της μητέρας να μαζεύει.
Θυμάμαι… θυμάμαι… τι θόρυβος, τι φασαρία και κοσμοσυρροή
κι εγώ γαλάζιο πέπλο… σε μια γωνιά μες στις φασκιές μου
με έβαλαν να μην βλέπω.
Τότε κατάλαβα καλά πως σε άλλον κόσμο μπήκα
γιατί οι γεννήτορες το αποφάσισαν σε αυτόν πως δεν ανήκα
«δεν με πειράζει» σκέφτηκα… «μα μην κάνετε τόση φασαρία…
θα φύγει ο ύπνος αν δεν με βρει σε τούτη τη γωνία…»
_
γράφει η Άννα Ρουμελιώτη
0 Σχόλια