«τη νύχτ’ απόψε ανοίξανε οι έβδομοι ουρανοί
και πόντισε νερό κατακλυσμός τη χτίση»
Ιωάννης Γρυπάρης
Την αδερφοφάδα εκείνη ώρα
που η αυγή εκύκλωνε τον ορίζοντα
με τ’ αγκομαχητό του τρόμου,
στο σκεβρωμένο ορεινό με τ’ όνομα «Πατέρας»
εζύγωσε άξαφνα ο καταποτήρας
κι εβούλιαξε σαν σκέλεθρο η μέρα.
Στης παρυφής το ερημοκλήσι
-παρόλες τις εκκλήσεις μας-
το σήμαντρο του θάματος
δεν εσήμανε η Αγιά Σωτήρα.
Δυο ακάματοι καταδρομείς της φύσης
-μαινάδα φύση-
σε φάλτσο καιρό και δριμύ του θανάτου
στην κολυμπήθρα της πένθιμης γης
σφαλούν τα βλέφαρα για πάντα.
Δυο δεντριά βαθύριζα στης φαμίλια τους την έγνοια
έγειραν παροπλισμένα στην κατεβασιά του Νώε.
Δυο βιγλάτορες σιαγμένοι
στης ζωής το καλόσυνο εργαστήρι
που μες στ’ ασίκικο το διάβα τους
εστάθηκαν ορθόπλωρα καράβια,
ρεκάζουν θανατερή κατάδυση στο υδάτινο τοπίο.
Κι εμείς μ’ ασάλευτα τα βλέφαρα
φορώντας την απόγνωση στο στέρνο
αγναντεύουμε στο κάπηλο χάος
τους δήμιους στην εκφορά τους.
Στη μνήμη των αγαπημένων μας Μπάμπη και Δημήτρη Δημητρόπουλου
που χάθηκαν στις φονικές πλημμύρες στο όρος “Πατέρας” 15/11/2017
_
γράφει η Καλλιόπη Δημητροπούλου
0 Σχόλια