γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Πώς μπορεί να μεταμορφωθεί μια σύγχρονη πόλη σε κολαστήριο, σε δυστοπική ασφυκτική φυλακή, σε θανάσιμη παγίδα για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού; Δεκαπέντε χρόνια αυστηρής επιτήρησης του στρατού, μετά από έντονα πολιτικά γεγονότα, μετατρέπουν μια σύγχρονη πόλη σε ένα ρημαγμένο αστικό τοπίο, στο οποίο η επιβίωση πραγματοποιείται καθημερινά σε εμπόλεμες ζώνες δύο διαμετρικά αντίθετων πλευρών: την εξουσία και την αντίσταση. Η πρώτη απαρτίζεται από ισχυρά πολιτικά άτομα, τους Μεσίτες, που ηγούνται του νέου καθεστώτος, της αποκαλούμενης Ανασυγκρότησης. Ακόμα όμως και σ’ αυτή την πλεονεκτική θέση, η δολοπλοκία καλά κρατεί. Δολοφονίες, ίντριγκες, υπονόμευση. Πρόσωπα σκληρά, που αναγκάστηκαν να μετατραπούν σε αδίστακτους εκτελεστές προκειμένου να επιβιώσουν και μηχανορραφούν πλέον αδιάκοπα για να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους. Ο ΑΔ είναι ένα από αυτά, η Μεσίτρια επίσης, που ως γυναίκα κουβαλά «βαρύ» φορτίο κακοποίησης στην αιματηρή πορεία της ανέλιξής της. Όργανα των μεσιτών είναι η περίπολος των Υπνοβατών και πληρωμένοι δολοφόνοι. Ανάμεσά τους και ο Άρης, ένας νέος άντρας που επιβιώνει με τον σκληρό αυτό τρόπο, αλλά ενδόμυχα δεν έχει λάβει ακόμα θέση σ’ αυτό τον πόλεμο.
Στον αντίποδα, υπάρχει πλήθος κόσμου που ζει και κινείται στα ερειπωμένα από τους βομβαρδισμούς σπίτια, πίσω από κλειστά παράθυρα, ελεγχόμενες μικρές επιχειρήσεις και υπόγειες στοές κάτω από την πόλη. Ανάμεσά τους η νεαρή Ίνι που εργάζεται σε μια τέτοια καφετέρια μαζί με τον ηδονοβλεψία αδερφό της. Οι κινήσεις τους είναι φοβισμένες, αμήχανες, σαν τρομαγμένα ζώα που παλεύουν να γλιτώσουν από την αιχμαλωσία. Με δειλά βήματα κινείται και η Αλληλεγγύη, ένα κίνημα αντίστασης, που συντονίζει τις ενέργειές της προκειμένου ν ’ανατρέψει το υπάρχον καθεστώς. Η Ηλέκτρα ένα νεαρό κορίτσι με σκοτεινή ιστορία καταφτάνει στην πόλη για να πυροδοτήσει αυτή την εξέγερση μαζί με άλλους ανθρώπους στο πλευρό της, όπως τον νεαρό Έντιαν.
Οι ήρωες κινούνται μέσα σε μια γκρίζα αστική κόλαση που δεν χαρίζεται σε καμία πλευρά, καθώς η επιβίωση είναι καθημερινός αγώνας σε κάθε επίπεδο. Γυναίκες και άντρες γεύονται καθημερινά τον θάνατο, την βία, την ταπείνωση και τον φόβο. Η ζωή τους είναι ένα διαρκές κυνηγητό στις σκιές, μια μάχη υπερίσχυσης. Γι’ αυτό και τα χαρακτηριστικά τους δεν είναι αμιγή, φέρουν αρκετό σκοτάδι μέσα τους, αλλά η ύστατη ώρα της εξέγερσης θα τους αναγκάσει να κάνουν ξεκάθαρες και ενίοτε ηρωικές επιλογές. Για τον λόγο αυτό, οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται με βάθος, ρεαλιστικότητα και -ενώ δεν υπάρχουν μεγαλοστομίες ή τσιτάτα- αποδίδεται αποτελεσματικά η υπέρβαση των ορίων τους για τις επιλογές και τα όνειρά τους. Κάτω από την κρούστα αυτής της σκληρότητας υποβόσκει η ευαισθησία, η επιτακτική ανάγκη μιας ζωής στο φως. Οι ήρωες αγαπούν, ελπίζουν, αγωνίζονται και ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να ταυτιστεί μαζί τους, καθώς συμπορεύεται στο κολαστήριο της αστικής φυλακής και διεισδύει στις πληγές του κάθε προσώπου σταδιακά και βαθιά ανθρώπινα, δίχως ίχνος περιττού λυρισμού.
Η ροή του έργου είναι επιταχυνόμενη καθώς τα πρόσωπα συνδέονται με κάποιο τρόπο μεταξύ τους και όλα δρουν προς την επόμενη μεγάλη εξέγερση στο κέντρο, που θα αλλάξει για άλλη μια φορά δραματικά τα πράγματα. Ο αναγνώστης αφήνεται στις δίνες αυτού του αγώνα, μέσα από την περιγραφική δεινότητα του συγγραφέα, ενώ η αγωνία κορυφώνεται.
Πέρα όμως από την δυναμική και πυκνή -τόσο σε νοήματα όσο και σε μορφή – γραφή, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα βαθιά πολιτικοποιημένο, που καταγγέλλει τα αυταρχικά καθεστώτα, φανερώνει την ανεκτίμητη αξία της ελευθερίας, αλλά και την ανάγκη συντονισμού και δυναμικής της κάθε αντίστασης στον ολοκληρωτισμό. Ένα κείμενο δραματικά επίκαιρο, που θίγει πολλά κοινωνικά/πολιτικά θέματα, εξαιρετικά πρωτότυπο για τα ελληνικά δεδομένα, που αφυπνίζει τον αναγνώστη. «Αυτοί που έχασαν το όνομά τους» είμαστε εμείς, ή τουλάχιστον θα μπορούσαμε να γίνουμε. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα χρειάστηκαν δεκαπέντε χρόνια ανελευθερίας για να μετατραπεί μια σύγχρονη πόλη σε υπόγεια παγίδα ζωντανών νεκρών. Και αυτό δυνητικά θα μπορούσε να συμβεί σε κάθε πόλη κάθε χώρας, που στερείται των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε κάθε πολίτη που χάνει το όνομά του και γίνεται μια σκιά που επιβιώνει στο σκοτάδι και αντιμετωπίζει καθημερινά τον αφανισμό. Μια δυστοπία όχι και τόσο μακρινή, μια εκδοχή που αγγίζει το πιθανό άμεσο μέλλον και γι’ αυτό δεν ξεχνιέται, δεν ξεπερνιέται. Και ούτε θα έπρεπε.
0 Σχόλια