Εορδαία Γη ή Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο’
«Τετάρτη μεσημέρι μετά τη δουλειά ξαπλωμένος στις ράγες κοιτώντας ανάποδα τα τρένα στην άκρη ονειρεύομαι πάλι ταξίδια που τέλειωσαν»
Γιώργος Δελιόπουλος, ‘ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕΣΗΜΕΡΙ’
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
–
H ποιητική συλλογή του Χρήστου Τουμανίδη και του Γιώργου Δελιόπουλου, φέρει τον τίτλο ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο.’ Εστιάζοντας στα της ποιητικής συλλογής αυτής καθαυτής, θεωρούμε πως αυτή επέχει θέση σύνθεσης.[1]
Μίας σύνθεσης ιδιαίτερου τύπου, που αναπτύσσεται φυγό-κεντρα, υπό το πρίσμα μίας διαλογικής μορφής που ιδίως στο τρίτο μέρος του ποιήματος προβάλλεται εμπρόθετα, προσιδιάζοντας προς την κατεύθυνση του ‘ενός ενώπιον του άλλου’: ‘Από τη Μεριά του Χρήστου και του Γιώργου’[2] τιτλοφορείται το τελευταίο μέρος του ποιήματος.
Έχουμε έτσι να κάνουμε με ένα πρωτότυπο εγχείρημα για την ελληνική ποιητική παραγωγή, το οποίο, πέραν του τρίτου μέρους στο οποίο και έγινε αναφορά, εκεί όπου συναντάται ο λόγος[3] των δύο ποιητών, οι παύσεις και οι ίδιες προσδοκίες τους, συμπεριλαμβάνει δύο κύριες ενότητες εντός των οποίων αρθρώνεται και ο ποιητικός λόγος.
Η πρώτη ονομάζεται ‘Από τη μεριά του Χρήστου’ (Χρήστος Τουμανίδης) και η δεύτερη ‘Από τη μεριά του Γιώργου’ (Γιώργος Δελιόπουλος),[4] με τα δύο μέρη να αποδίδουν ιδιαίτερη έμφαση στη μικρή ποιητική φόρμα, θέτοντας ως διακύβευμα την ανάδειξη της ποίησης σε ‘χρονομετρητή,’ σε πεδίο όπου το ‘ανείπωτο’ δεν είναι παρά ό,τι συνδέει τον ποιητή με τη γη του.[5]
Ο τίτλος της ποιητικής σύνθεσης, ιδίως το δεύτερο συστατικό του, παραπέμπει ευθέως στο έργο του Μαρσέλ Προυστ ‘Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο,’ εγκάρσια διαπερνώντας μία προβληματική περί χρόνου (και χρονικότητας),[6] που εγγράφει τα βήματα και τα ‘ίχνη’ του υποκειμένου και εδώ, του ποιητικού υποκειμένου, που αφήνει να διαρρεύσουν μία σειρά από παράλληλες λέξεις. Ως προς αυτό μάλιστα, οι προθέσεις είναι ξεκάθαρες, με την επιλογή ενός αποσπάσματος από το έργο του Μαρσέλ Προυστ, σχετικό με την αξία και τις χρήσεις της τοποθεσίας. Εκφραστικός και καθημερινός ο Γιώργος Δελιόπουλος, λειτουργώντας ως ιδιαίτερος ‘χρονικογράφος,’ βιωματικός και μνημονικός ο Χρήστος Τουμανίδης, συγκλίνουν ποιητικά, αφού πρώτα έχουν αναπτύξει ο καθένας την δική του πορεία και θεματική. Σε αυτό το πλαίσιο, λαμβάνει χώρα η συγκρότηση ενός «αστερισμού» (Konstellation), κατά τον Michael Lowy,[7] ο οποίος προβαίνει σε μία ‘διεισδυτική’ ανάλυση των ‘Θέσεων Πάνω στην Έννοια της Ιστορίας’ του Walter Benjamin.
Επρόκειτο για έναν ‘αστερισμό’ που φέρει εντάσεις και αποκλίσεις, μνήμες και φωνές, υπερβάσεις και γλωσσικά και μη, πισωγυρίσματα, σημαίνοντας το πως η ποίηση δύναται να διαρρήξει την αίσθηση του ‘ανήκειν.’ Στο ποιητικό ‘πράττειν’ του Χρήστου Τουμανίδη, ο λόγος και δη ο ποιητικός λόγος (που ενίοτε στήνει ‘παγίδες’), τίθεται στην αρχή των πραγμάτων, ‘συνδιαλεγόμενος,’ αφενός μεν με την μνήμη[8] και, αφετέρου δε με τον τόπο (η ‘Εορδαία Γη’) ως περιεχόμενο μνήμης, προβάλλει το πλαίσιο μίας αισθητικής που σταδιακά εκ-λείπει ιδίως όταν ο χρόνος αναγνωρίζεται στη διάρκεια της ημέρας και σε μικρές στιγμές, επανεπινοώντας την σιωπή όχι ως και ‘φορτισμένη’ παύση, ως καθημερινό ‘αντίδοτο,’ αλλά ως ίδιον λόγου που συμβάλλει στην αξιο-θεμελίωση ενός ανοιχτού εαυτού.
«Εν αρχή ην ο λόγος – και η ωραία ταραχή. Η ανάσα γύρω των βουνών. Οι μνήμες και η δέηση των φουγάρων μες στα χρόνια. Οι μέρες μας, δεν ξεχωρίζουν απ’ τις νύχτες. Και οι παλιές πληγές δεν έκλεισαν ακόμα. Φταίνε οι γερανοί; τα φορτηγά; Φταίνε τα χώματα, που…φεύγουν, που κυλούν; (Ο τόπος λες πως μοιάζει με κλεψύδρα.) Εν αρχή, εν τέλει, είναι η σιωπή!».[9]
Από αυτό το σημείο, το σημείο όπου ο λόγος υπό την μορφή της ‘σιωπής’ τοποθετείται στην αρχή των πραγμάτων, όντας ο ίδιος ‘μήτρα’ του ‘στιγμιαίου’ και μη, ο Χρήστος Τουμανίδης, τείνει να αναπτύσσει την ποιητική του συλλογιστική, που εντάσσει διαφορικά, εντός της την έννοια της ‘πατρίδας’ που εδώ αναπαράγεται όχι ως τόπος εξορίας (είναι χαρακτηριστικό το ό,τι επιλέγεται ο όρος «νέα μας πατρίδα»),[10] αλλά ως τόπος ζωής που δεν παύει όμως να αποκαλύπτει το σημαίνον της τραυματικής, ατομικής και συλλογικής μνήμης. Και εάν έχει ένα όνομα αυτή η μνήμη, αυτό είναι το «χαμένη πατρίδα» (ο Πόντος) που δεν «λησμονείται».[11]
Αντιθέτως, με τα υλικά αυτής της ‘χαμένης’ πατρίδας[12] (η μνήμη εναλλάσσεται με την νοσταλγία), ‘κατασκευάζεται’ η νέα πατρίδα που τρέφεται από το φαντασιακό της δημιουργίας σε διάφορα μέτωπα, βασικό συστατικό της οποίας καθίσταται η συν-ένωση, ακόμη και η συν-ένωση των αντιθέτων. Στο ποίημα νούμερο 2,’[13] εντός των χασμάτων μίας μνήμης που επιμένει να αναγνωρίζει την πατρίδα στο χώμα και στην πέτρα, στο σώμα και στα «δάκρυα», επιστρέφει το πλαίσιο της ‘σιωπής,’ περισσότερο αυτή την φορά επεξεργασμένης και, σε ένα κρίσιμο σημείο, ‘ιεροποιημένης’: «Κι έπειτα ήρθε το μειδίαμα. Το φως. Η άγια εκείνη σιωπή πριν από την αγάπη. Άλλοι την είπανε λυγμό και άλλοι ρυθμό του κόσμου».[14]
Η αγάπη ως πρόθεση και ως δυνατότητα πρόσθεσης που υπερβαίνει την απλή αριθμητική διάσταση (βλέπε την ανάλυση του Alain Badiou),[15] προϋποτίθεται στο ‘πνεύμα’ της ‘άγιας σιωπής που είναι ‘άγια’ όσο κουβαλά τα ανθρώπινα πάθη, την γλώσσα ως ‘θερμαινόμενη πίστη.’ Εντός της ποίησης, σχηματίζεται η εντύπωση του ό,τι ο ρυθμός ενίοτε κυλά έντονα, ενέχει πρόσημα διακράτησης της Εορδαίας γης που συντίθεται από πλαισιώσεις θρυμματισμού, εκμετάλλευσης και προσδοκίας, συναρθρώνοντας την ζωή σε διάφορες μορφές με την μοτίβο της ανάσυρσης από τα έγκατα της γης του ‘πόθου’ και του ‘πόνου’: Ο λιγνίτης ως καθαυτό παραγωγικό υλικό της Εορδαίας γης και της Δυτικής Μακεδονίας.[16]
Είναι σε αυτό το σημείο όπου το συμβάν της συνάντησης συγκεκριμενοποιείται, επανεπινοώντας την διάσταση της παρουσίας, της παρουσίας εκείνης που ανασύροντας τα ‘σχέδια επί χάρτου,’ αποκτά την επίγνωση ό,τι αυτά κατατίθενται πάνω σε απρόβλεπτη ζωή και ιστορία. Και όμως, από την συνάντηση, παραμένει η αίσθηση της και φιλικής απόκρισης, συντιθέμενης από τον λεπτό ‘μέσο όρο’ του ποιήματος και των ποιημάτων. Νάουσα, Έδεσσα και Αλεξάνδρεια, τρεις επαρχιακές πόλεις-σταθμοί, που παραγάγουν την έγκληση ενός ονόματος που ‘ενσαρκώνει’ την δραματοποιημένη γνώση και την επιθυμία: «Γιώργο ακούς; Ως πότε, λες, ως πότε! (Πανάρχαιοι των ανθρώπων οι καημοί)».[17]
Η απεύθυνση καθίσταται πιο εκφραστική, ποιητική και άμεση, σχεδόν βιωματική, συναντώντας τον χρόνο του Γιώργου, που είναι και αυτός που θα λάβει την σκυτάλη σε έναν μη-καθιερωμένο αγώνα. Ο Γιώργος Δελιόπουλος ορίζει εκ νέου τα επι-γενόμενα χαρακτηριστικά της περιώνυμης Εορδαίας γης που παραγάγει, πέρα από λιγνίτη, μνήμες και μία αλληλουχία αντιθέσεων που τρέφονται από τις σάρκες της προόδου. Εάν η λέξη, η ποιητική λέξη για τον Χρήστο Τουμανίδη λειτουργεί και ως ανομολόγητη επιθυμία, τότε, για τον Γιώργο Δελιόπουλο,[18] η λέξη καταγράφει ωσάν ‘ηχείο’ ήχους και φωνές, μεταβαίνοντας σε μία χρονική αναφορά που διαμοιράζεται μεταξύ εβδομάδας και ημέρας. Η ‘Μικρή Εβδομάδα’[19] που είναι ο τίτλος της ποιητικής ενότητας ξεκινά, λειτουργώντας σε ένα διαλεκτικό σχήμα, εντός της εμμένειας της ‘Μεγάλης Εβδομάδας.’ Το ποίημα ‘Δευτέρα Ξημέρωμα,’ συνιστά την αφετηρία της εβδομάδας. «Πάνω απ’ την πάχνη η πόλη χαράζει με ρόδα και στάχτες».[20]
Τι δύναται να φέρει αυτή η καινούργια εβδομάδα; Οι διάφορες σκέψεις αναμειγνύονται με τις χρονικές προβολές, σχηματοποιούν το περίγραμμα του μη-περιττού, εκεί όπου ‘κατασκευάζεται’ μία υπόγεια ελεγεία θλίψης, που διακρατεί κάτι από την Κυριακή που ως ημέρα, ανήκει στην περιπλάνηση. «Στα παλιά και στα ήδη μελλούμενα κάτω απ’ τον ίσκιο των βουνών δίπλα σε μαύρα χώματα εκεί που λάμπουν λίμνες – η Ζάζαρη, η Χειμαδίτιδα, η Βεγορίτιδα, οι Πέτρες- λίμνες ανάστροφοι ουρανοί λίμνες λιμάνια των στίχων μου λίμνες καημοί στον βυθό των αιώνων».[21] Σε αυτό το πλαίσιο, ανακύπτει ένα σημείο συνάντησης με την ποιητική γλώσσα του Χρήστου Τουμανίδη, με τον ίδιο ως ποιητή, ως σύντροφο και ως φίλο πάνω στο έδαφος της γης που ομνύει στο ‘εδώ’ αλλά και στη δυνατότητα της μετάβασης. Η εβδομάδα αλλοιώνει ό,τι θεωρούμε ‘απείραχτο.’[22]
Η διάσταση της επενέργειας διαπερνά την ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου, όπως και το υπόδειγμα της ‘ενσάρκωσης’ του παρόντος σε ένα όνομα και σε μία διάσχιση: ‘Αρμάντ.’ Το παρόν ‘προσφυγοποιείται’ εκφραστικά, δίχως μελοδραματικό τρόπο, αλλά με την αίσθηση μίας λεπτής ειρωνείας για τους ‘άξιους’ κοινωνικά πολιτισμικά, κυρίους και κυρίες. ‘’Εκλεκτοί κι υπεράνω ευθύνης κυρίες και κύριοι θυμηθείτε για λίγο τον φτωχούλη Αρμάντ το παιδί με τα κίτρινα χέρια που καθάριζε τάφους τον εχθρό που συνέλαβαν με ξίφος στην τσέπη τον τρελό που κουβάλησε την έρημο μέσα του τον ξένο που για χάρη σας άλλαξε όνομα το νέο σας γείτονα εντός των τειχών τον φτωχούλη Αρμάντ θυμηθείτε για λίγο σε καμιά προσευχή του δε βρήκε ανάπαυση.’’ Η μη-απολύτρωση ανεστραμμένα δεικνύει προς τον άξονα της όλης πορείας του Αρμάντ, με την ποιητική του Γιώργου Δελιόπουλου να πλησιάζει αυτό που ο Γάλλος φιλόσοφος Jacques Derrida ορίζει ως «ζωντανό λόγο».[23]
Ο ‘’ζωντανός λόγος’’ υπεισέρχεται παραμετρικά με τέτοιον τρόπο, ώστε να συμβάλλει στην ανα-πλαισίωση του χώρου, με το όνειρο που κινητοποιεί το σώμα που στέκει ενώπιον του καθρέπτη, να τελεί εν εγρηγόρσει: «Νιώθω περίεργα κι απόψε. Όλη μέρα μάζευα το μαύρο σε σακούλες έκλεινα με γάζες τις οπές στα ορυχεία έδιωχνα την τέφρα μου απέναντι όλη μέρα ύστερα τα φώτα έγιναν σκιές ύψωσα λευκή σημαία με τα τρόπαια στους τοίχους υποκρίθηκα τον ύπνο ξαφνικά βρέθηκα γυμνός με τη λάμπα στον καθρέφτη με τα βλέφαρα στη σκόνη με το σώμα τρυπημένο ξεφυσώντας απ’ τα χείλη μου καπνό. Νιώθω περίεργα που απόψε όλα τρελαίνονται κι όλα θυμίζουν όνειρο».[24]
Όντας παραστατικός, ο ποιητής ‘υποκρίνεται τον ύπνο,’ προβαίνοντας στην αναγνώριση του ζωντανού σώματος και του Ντερριντιανού ‘ζωντανού λόγου’ διαμέσου του οποίου το όνειρο ως αναφορά και παρόρμηση, δεν ‘ανήκει σε κανέναν, αρκεί όμως για να φανερώσει αλλιώς την ιδιαίτερη νύχτα. «Κάτω απ’ τον ίσκιο των βουνών», σε μία έμμεση αναφορά στην ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου ‘Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού,’ παραμονεύει η μορφή του ‘Άλλου.’[25]
Σπερματικά και μη, διαφαίνονται τάσεις μίας έμφυλης κατανομής και παρουσίας (βλέπε το ποίημα ‘Οι Γυναίκες στο Πάρκο’),[26] η μνήμη που συγκρατεί το πρόσωπο της ‘γιαγιάς’ που διαπερνάται από την βαριά σκιά της ιστορίας,[27] από μικρά και μεγάλα βήματα, αναπαριστώντας την ποίηση ως στοιχείο που ‘κατακτάται.’
Σε ένα κρίσιμο σημείο, αναπαριστά το ερωτικό πράττειν (ο έρωτας στην ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου προτού αναφερθεί εκ νέου, εικονοποιείται αναγόμενος στη σφαίρα του ‘ανατρεπτικού αγγίγματος’) φθάνοντας, πέραν του φιλιού πλέον, να προσεγγίσει το ζωτικό πεδίο της μνήμης που σπεύδει να αναφερθεί προστακτικά. [28] Να τοι πάλι οι δύο ποιητές, ενώπιον της γραφής, της γραφής που εδράζεται σε μία φιλία για να παρεκκλίνει από τον εύρος της καταδίκης. «Θυμήσου! Όλη μέρα στην πλατεία για καφέ ανάμεσα στις καμινάδες και το Βέρμιο εκεί που τρέχουν τα θολά νερά εκεί που τρέμει ο τόπος συζητούσαμε ανοικτά με τα φαντάσματα, διαβάζοντας ποιήματα, λειψά, του μέλλοντος μας δοκιμάζαμε τους στίχους μας γεμίζοντας στα πράγματα μελάνι τα κενά».[29]
Η συνάντηση έχει επιτελεσθεί: ο Γιώργος και ο Χρήστος, ο Χρήστος και ο Γιώργος, με στοιχεία εντοπιότητας, αναζητούν έναν χρόνο προτού σωριαστεί σε ερείπια. Η επικοινωνία δεν ολοκληρώνεται παρά εξελίσσεται, αφήνονται ένα παράθυρο ανοιχτό, και ορίζοντας δραστικά, το χωρικό σημείο που ενώνει: Το ποίημα. Ας το παρακολουθήσουμε, όπως ανοίγεται στο τέλος της σύνθεσης και στην αρχή της, από τον Χρήστο Τουμανίδη. Μόνο που τώρα, δεν παραβλέπει το κοινό ‘έλεος’ που αναζητείται στη μακρόσυρτη και μη λέξη. «Οι άλλοι στα γρανάζια τους μπροστά, κι εγώ, κάθομαι μόνος πίσω και μαντεύω τις αόρατες κινήσεις, τους κρυφούς παλμούς, τα κομμένα πλάνα και γυμνάζοντας τις λέξεις να σηκώνουν το ανείπωτο σου γράφω. Μου γράφεις φίλε μου, κι εγώ από μακριά, την ίδια στιγμή, ακούω: τον θόρυβο του μολυβιού, τους χτύπους της καρδιάς σου, τη μουσική των λέξεων πάνω στο χαρτί. (Το ποίημα, πριν γεννηθεί, κιόλας είναι μαζί μας.)».[30]
Στο ακροτελεύτιο ποίημα εμφανίζεται το παίγνιο της γραφής, που καθιστά περισσότερο διαυγή και προσιτή την επιθυμία, την μνήμη που χωρά στη γη, στην Εορδαία γη. Ενέχυρο της ποίησης είναι η αποθησαύριση. Με σημείο τομής την συγκεκριμένη ποιητική συλλογή, κάνουμε λόγο για το «Aufhebung[31]», που κατά τον Σάββα Μιχαήλ είναι το «εξαγόμενο μιας αυτοϋπέρβασης», ορατής και σημαίνουσας στην μέσω ποίησης και ουσιώδους γραφής στις πέτρες, συνάντησης των δύο. Η κουρτίνα έχει ριχθεί και φαίνονται οι υποβολείς που δεν χρησιμοποιούν τεχνητά μέσα ούτε και υπεκφυγές. Η ποίηση εκτυλίσσεται σε ένα διόλου άδειο τερέν, λαμβάνοντας τους όρους του ταξιδιού. Πέτρες, λιγνίτης κρόκος, συνθέτουν ένα πλέγμα συμβόλων που εντάσσονται λειτουργικά σε μία ποιητική βιο-αφήγηση. Το σημείο συνάντησης ορίζεται πάνω στην κοινά αναγνωρισμένη γη. Η ανάγνωση της ‘Εορδαίας γης,’ εισαγάγει σε μία αίσθηση οικειότητας που άλλοτε αποκτάται σταδιακά και άλλοτε περισσότερο έντονα, οικειότητα που εισπράττει ο αναγνώστης που τυχόν έλκει την καταγωγή του από την περιοχή όπου περιγράφεται, ή από γειτονικές περιοχές, με την ειδοποιό διαφορά ό,τι η ποίηση του Χρήστου Τουμανίδη και του Γιώργου Δελιόπουλου, διαμορφώνει ένα σπιράλ τριβής (ιδίως από την πλευρά του Χρήστου Τουμανίδη) με τόπους που υπενθυμίζουν το παρόν.
Ο Γιώργος Δελιόπουλος είναι αυτός που με ποιητικό κριτήριο παρακολουθεί τον κόσμο να κινείται, στις διαδηλώσεις και στην τηλεόραση, θίγοντας ακροθιγώς τις αντιφάσεις της σύγχρονης εποχής.
_____
[1] Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο,’ Εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη, 2019. Ο όρος ποιητική σύνθεση που επιλέγεται εδώ, θεωρούμε πως εκφράζει πληρέστερα το περιεχόμενο και την μορφή του ποιήματος, επισημαίνοντας εναργώς το στοιχείο της ‘επικοινωνίας’ μεταξύ των δύο που συμβάλλει στην ανα-συγκρότηση του ποιητικού τους ‘βιό-κοσμου’ και ουσιαστικά, της φιλίας τους. Δεν ανακύπτει ένας απολογισμός ποιητικού τύπου, αλλά μία σύνθεση όπου αλληλοδιαπλέκονται στιγμές, ταυτίσεις και αποκλίσεις. Και εκκινούμε από την υπόθεση ό,τι ο κάθε ποιητής χαράζει την δική του πορεία.
[2] Το τμήμα αυτό, ήτοι το τμήμα με την επωνυμία ‘Από τη μεριά του Χρήστου και του Γιώργου,’ ούτε προκύπτει σε ένα μεγάλο ‘κενό,’ ούτε και αποκόπτεται από τα συμφραζόμενα της όλης ποιητικής σύνθεσης. Για να φθάσουμε σε αυτό το σημείο, έχει προηγηθεί ο τρόπος με τον οποίο τα δύο υποκείμενα της γραφής αντλούν από οτιδήποτε δραστικό για να δημιουργήσουν ‘γραμμές’ επί του χρόνου. Ως επιστέγασμα, το τμήμα ‘Από τη μεριά του Χρήστου και του Γιώργου,’ επαναπροσδιορίζει μία ευρύτερη και κοινή πορεία, υιοθετώντας το πρόθημα ‘’μου γράφει φίλε μου,’’ που συνεπάγεται, εκείνη την στιγμή, την εκ νέου αξίωση της φιλίας, της συντροφικότητας, της οικειότητας, που εάν βρίσκουν κάποιον χώρο έκφρασης, αυτός είναι η ποίηση και το χαρτί που γεμίζει από συναισθήματα και λέξεις. «Οι άλλοι στα γρανάζια τους μπροστά, κι εγώ κάθομαι μόνος πίσω και μαντεύω τις αόρατες κινήσεις, τους κρυφούς παλμούς, τα κομμένα πλάνα και γυμνάζοντας τις λέξεις να σηκώνουν το ανείπωτο σου γράφω. Μου γράφεις φίλε μου, κι εγώ από μακριά, την ίδια στιγμή, ακούω: τον θόρυβο του μολυβιού, τους χτύπους της καρδιάς σου, τη μουσική των λέξεων επάνω στο χαρτί. (Το ποίημα, πριν γεννηθεί, κιόλας είναι μαζί μας)». Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Από τη μεριά του Χρήστου και του Γιώργου,’ στο: Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 76. Αυτή η απεύθυνση που δεν εμπερικλείει το γράμμα αλλά την ποίηση που διαλέγει ακριβά την λέξη, ενυπάρχει, από πλευράς του Χρήστου Τουμανίδη, και στο πρώτο μέρος, ονομαζόμενη ως «Μια ελεγεία φωτεινή». Το ποίημα ως δραστική πράξη, καθίσταται εν-σώματο την στιγμή όπου κατατίθεται μοναδικά. Οι «χτύποι της καρδιάς», η «μουσική των λέξεων», ο «θόρυβος του μολυβιού», όλα μαζί δίδουν στο ποίημα υπόσταση, χρόνο, και κόπο.
[3] Η ποιητική σύνθεση εικονοποιείται, στο βαθμό που περιλαμβάνει μία σειρά εικαστικών δημιουργιών από τις Γλύκα Διονυσοπούλου και Άννα Καμπουρίδου. Μεταξύ των διαφόρων ενοτήτων παρεμβάλλεται η εικαστική δημιουργία των δύο εικαστικών, οι οποίες και δημιουργούν με γνώμονα την αφαιρετικότητα, την συμπερίληψη και το παίγνιο με την γλώσσα, αφήνοντας για το εξώφυλλο τις χρωματιστές γραμμές και τα διάφορα σχήματα που επενεργούν επί του χώρου, θα λέγαμε και επί του δημόσιου χώρου. Η σύνθεση των δύο, η ποιητική για την ακρίβεια σύνθεση διευρύνεται, αποκτώντας και ένα δεύτερο δημιουργικό ζεύγος με εργαλείο το μολύβι: Γλύκα Διονυσοπούλου και Άννα Καμπουρίδου. Ας θυμηθούμε σε αυτό το σημείο, την ζωγραφική δημιουργία του Paul Klee, που τοποθετείται στο εξώφυλλο του δοκιμίου του Jacques Derrida, ‘Κριοί. Διάλογος ατέρμων: Μεταξύ δύο απείρων το ποίημα,’ Πρόλογος-Μετάφραση: Αγκυρανοπούλου Χρυσούλα, Επίμετρο: Βέλτσος Γιώργος, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήναι, 2008. Ο πίνακας απεικονίζει ένα ανθρώπινο πρόσωπο που διατηρεί την περιέργεια στο βλέμμα του, ευρισκόμενο σε πορτοκαλί φόντο.
[4] Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Από τη μεριά του Χρήστου,’ σελ. 9-35 & ‘Από τη μεριά του Γιώργου,’ σελ. 39-69,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π. Τα δύο μέρη είναι ισομερώς κατανεμημένα.
[5] Σε ένα ποίημα που υιοθετεί την τεχνοτροπία του Χαϊκού, η Εορδαία γη δε καθίσταται παρά τόπος όπου το καθημερινό και το θεωρούμενο ως ‘άλογο’ στοιχείο συναντώνται. «Εορδαία γη. Σκηνή και παράσταση. Χωρίς θεατές». Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Τα τρίστιχα της σιωπής,’ Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 37.
[6] Ας δούμε ενδεικτικά το πως προσεγγίζει το μοτίβο του χρόνου ο Γιώργος Δελιόπουλος στο ποίημα του ‘Ραντεβού την άνοιξη.’ «Όταν λιώνουνε οι αρχαίοι παγετώνες όταν οι παλιές ιδέες μέσα μου βυθίζονται όταν ένας χείμαρρος από το βουνό με ορμή κατεβάζει την υγρή του αλήθεια όσο γρήγορα κι αν τρέχω προς τα πίσω τα νερά με ρίχνουν κάτω αγκαλιάζω τα πεσμένα φύλλα περιμένοντας το λίγο πράσινο να πετάξει πάλι ρίζες και κλαδιά την Άνοιξη στο στήθος περιμένοντας». Αρχικά, θα ειπωθεί πως υπάρχει η διάσταση της παρομοίωσης του «χείμαρρου» με τον χρόνο που «με ορμή κατεβάζει την υγρή του αλήθεια». Το νερό παρασέρνει και σε αυτό το σημείο δεν ενσκήπτει κάποια ιδιαίτερη παρηγορία, παρά η μαρτυρία της προσήκουσας ‘αξίας’: Τα φύλλα που διακρατούν τμήμα της ιδέας εάν όχι την ιδέα την ίδια, την «Άνοιξη» με τις συνδηλώσεις χρονικής όσο και χωρικής ‘αναγέννησης’ που αναμένονται «στο στήθος», στο σημείο του ίμερου (επιθυμία), ήγουν της καρδιάς. Εάν ο χρόνος σχηματοποιείται, τότε διαθέτει τα πλαίσια της Άνοιξης στο σώμα και στη μνήμη. Βλέπε σχετικά, Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Ραντεβού την Άνοιξη,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π…σελ. 68.
[7] Βλέπε σχετικά, Lowy Michael, ‘Walter Benjamin: Προμήνυμα κινδύνου. Μια ανάγνωση των Θέσεων «Για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας», Μετάφραση: Πεσσάχ Ρεβέκκα, Επιμέλεια: Γκέκα Πολύτιμη, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα, 2004.
[8] Στον ποιητικότητα του Χρήστου Τουμανίδη η μνήμη διαμεσολαβεί τις εκτατικές λειτουργίες ενός ‘οδοδείκτη’ που δεν στέκει σε ένα σημείο ή δεν τοποθετεί μία απλή ‘τελεία,’ αλλά, κινείται εντός χρόνου θέτοντας στο επίκεντρο τοπόσημα της Δυτικής Μακεδονίας και πιο συγκεκριμένα της Εορδαίας γης, της γενέθλιας γης του ιδίου. Ας δούμε τι γράφει: «…το φοβερό της άγνοιας το βάθος. Ο νους μου πάλι πίσω στα παλιά και στα μελλούμενα με πάει. Κάτω απ’ τον ίσκιο των βουνών. Εκεί που λάμπουν λίμνες και πολύχρωμα φτερά. Ζάζαρη, Χειμαδίτιδα, Πετρών. Τη Βεγορίτιδα; Ακόμα δεν την είδα. Λίμνες: ανάστροφοι ουρανοί. Λίμνες: λιμάνια. Λίμνες: χαλασμοί. Γλυκά πικρά τραγούδια των νερών. Και των πουλιών η δόξα. Ως πότε, λες, ως πότε! (Πανάρχαιοι των ανθρώπων οι καημοί). Όσο η μνήμη κινείται μετεξελισσόμενη σε άξονα που κινεί το ίδιο το ποίημα, τόσο διαφαίνεται η αίσθηση της μεταφοράς, με την λίμνη να αντανακλά την προσμονή και την παρότρυνση». Θα επανέλθουμε και σε άλλο σημείο σε αυτό το ποίημα. Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘7,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π…σελ., 18.
[9] Έτσι ξεκινά η ποίηση του Χρήστου Τουμανίδη. Εν αρχή λοιπόν. Δύναται να επισημάνουμε πως στον ποιητικό λόγο του Βαγγέλη Χρόνη, ωσάν αρχή των πραγμάτων και των αισθήσεων ονομάζεται το ‘εγώ’ που περαιτέρω συμπληρώνεται από την φράση «Εγώ ο άνθρωπος». Τείνοντας σε μία υποκειμενοποίηση που εμπερικλείει τον ενεστωτικό χρόνο, ο ποιητικός λόγος σημασιοδοτεί μία ιστορική πορεία που εξελίσσεται και στο παρόν, στο ‘τώρα’ που έμφορτο από θεάσεις, ενσωματώνοντας συνάμα την παραδοχή του τέλους, του τέλους που έχει την μορφή του θανάτου. Σε μία συγκριτική προοπτική, θα λεχθεί το ό,τι ο μεν Χρήστος Τουμανίδης εκκινεί από την διαλεκτική του λόγου που δίδει μορφή στο περιεχόμενο του βίου, αναδεικνύοντας και την σιωπή που δεν περνά αψήφιστα, ο δε Βαγγέλης Χρόνης, προσεγγίζει τα πράγματα από μία περισσότερο φιλοσοφική-οντολογική σκοπιά, προτάσσοντας το ‘εγώ’ ως πορεία, ως δημιουργία με διάφορους τρόπους και ως παραδοχή ό,τι το τέλος, η «εξαφάνιση» θα επέλθει. Ακολουθεί το απερίσταλτο. «Εν αρχή είμαι εγώ. Εγώ ο άνθρωπος που διανύω έναν κύκλο απέραντο αλλά και ελάχιστο. Εν τέλει είμαι εγώ μέχρι την τελική εξαφάνιση. Ακολουθεί το άπειρο». Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Ακολουθεί το άπειρο,’ Ποιητική συλλογή ‘Νέοι στον Άδη,’ Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2005, σελ. 16.
[10] «Φόβος, απόφαση και στεναγμός. Η νέα μας πατρίδα, τα Καϊλάρια. Την άλλη, τη χαμένη δεν τη λησμονούμε. Με δάκρυα χτίσαμε τα σπίτια και τις εκκλησιές μας. Το νέο σχολείο της ζωής. (Σ’ αυτά εδώ τα χώματα, τα μαύρα). Κι έπειτα ήρθε το μειδίαμα. Το φως. Η άγια εκείνη σιωπή πριν από την αγάπη. Άλλοι την είπανε λυγμό και άλλοι ρυθμό του κόσμου». Η νέα Μακεδονική γη, τα «μαύρα χώματα», προβάλλει δίπλα στη χαμένη πατρίδα, η εικόνα της οποίας διατηρείται σε μία αρχιτεκτονική της μνήμης και της προσευχής. Της προσευχής που ανάγεται στη σφαίρα ενός ‘ανέστιου Εσύ’: «Πατρίδα χαμένη». Συμβολικά, ο ‘βιό-κοσμος’ της «χαμένης πατρίδας» σπεύδει να δηλώσει ‘παρών’ στα χώματα που παράγουν λιγνίτη. Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘2,’ ’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π…σελ., 13.
[11] Πιάνοντας το νήμα από την προηγούμενη υποσημείωση, και από την αναφορά του ποιητή στο χτίσιμο των σπιτιών και των εκκλησιών με «δάκρυα», εκεί όπου αρθρώνεται εκ νέου η προσφυγική διάσταση και οι ποικίλες όψεις τους που εντάσσονται στη νέα κοινότητα, θα αναφέρουμε ό,τι είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αναλυτικά η προσέγγιση της Μαργαρίτας Δρίτσα για τον τρόπο με τον οποίο η δημιουργία εκκλησιών άμα τη εγκατάσταση προσφυγικών πληθυσμών στην Ελλάδα, συνδέεται όχι μόνο με ζητήματα εκκλησιασμού, αλλά και με όρους διατήρησης της συνοχής και της ταυτότητας της κοινότητας στη νέα πατρίδα. Ο προαύλιος χώρος καθίσταται ιδιότυπος χώρος δημόσιας συζήτησης, που υποδηλώνει και την δυνατότητα οργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Βλέπε σχετικά, Δρίτσα Μαργαρίτα, ‘Ετερόχθονες κοινότητες: Ο ενοφθαλισμός του προσφυγικού στοιχείου στον Μακεδονικό χώρο,’ Η διαχρονική πορεία του κοινοτισμού στη Μακεδονία,’ Συμπόσιο για τα75 χρόνια από την απελευθέρωση της Μακεδονίας,’ 9-11 Δεκεμβρίου 1988, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 423, & Κουρουπού Ματούλα- Μπαλτά Ευαγγελία, ‘Πηγές για την ιστορία των ανταλλάξιμων της Καππαδοκίας: Η ανάγκη συνολικής θεώρησης,’ στο: Κιτρομηλίδης Πασχάλης, (Επιμέλεια-Πρόλογος), ‘Μικρασιατική Καταστροφή και Ελληνική κοινωνία,’ Έκδοση της Εφημερίδας ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ Νοέμβριος 2019, ιδίως σελ. 27-28.
[12] Αντίστοιχα, η ποιήτρια με καταγωγή από τα Τρίκαλα Ημαθίας, Αρετή Γκανίδου, ομνύει στην προβληματική του τόπου, συγκροτώντας μία νοητή γραμμή μεταξύ Βερμίου και κάμπου της Ημαθίας, εναλλάσσοντας το οικείο με το ανέσπερο. Η καθαρότητα επιζητεί όχι μία, αλλά πολλές λέξεις για να εκφράσει και να εκφρασθεί. «Ορθώθηκαν τα χρώματα απ’ την αυγή έλαμπαν οι λόφοι του Αιγινίου και το Βέρμιο στον κάμπο ξεμυτίζουν θαύματα της θάλασσας (νερά μιλητικά, αθάνατες πηγές, πλούσιες μητρικές σιωπές). Οι άνθρωποι σπέρνουν ανύποπτα τις μέρες τις καλές στον τόπο μου, όταν η διαύγεια σου παίρνει το μυαλό». Βλέπε σχετικά, Γκανίδου Αρετή, Ποιητική συλλογή ‘Ορυκτό Φως,’ Εκδόσεις Μελάνη, Αθήνα, 2011, σελ. 39.
[13] Σε μία ιδιαίτερη, ποιητικώ τω τρόπω, συνομιλία με τον Μενέλαο Λουντέμη και τον Τζελαλεντίν Ρουμί, ο Χρήστος Τουμανίδης, ασκείται στο λόγο της εκ-ροής σημαινόντων, διαπερνά την πολυπλοκότητα που μας περιβάλλει, τονίζοντας, μέσω της αναφοράς στον Λουντέμη, το ‘ανείπωτο’ που προσεγγίζει το σχήμα της αστραπής (βλέπε και την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. « (Πάντα στα σύννεφα, στις αστραπές- ο νους και η καρδιά μας.). Το υπόδειγμα μίας ακόμη και αόριστης (εν αντιθέσει με τον τόπο) πληθυντικότητας μορφοποιείται στο ύψος, στα «σύννεφα» που υποκρύπτουν βροχή (η ποίηση ως ‘βροχή’ από λέξεις) και στις «αστραπές» ως ‘σχίσιμο’ των στάσεων, των συμπεριφορών και της ιστορίας. Η ομορφιά τοποθετείται σε ό,τι παραγάγει η γη, ακόμη και στην κάθε μικρή ‘ατέλεια,’ (μοτίβο ‘μη-τελειότητας’) και στον γεωγραφικό άξονα Νάουσα-Πτολεμαΐδα-Αλεξάνδρεια, στο ‘μαζί’ με τον Γιώργο Δελιόπουλο. Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Συνομιλώντας: Με τον Μενέλαο Λουντέμη και τον Τζελαλεντίν Ρουμί, στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π…σελ., 28-34.
[14] Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘2,’ ’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π…σελ., 13.
[15] Για την περί έρωτος και αγάπης θεώρηση του Alain Badiou, βλέπε σχετικά, Badiou Alain & Truong Nicolas, ‘Eγκώμιο για τον έρωτα,’ Μετάφραση: Σιάτιτσας Φώτης, Βεργέτης Δημήτρης, Επιμέλεια: Βεργέτης Δημήτρης, Εκδόσεις ΑΛΗΤΕΙΑ, Αθήνα, 2013.
[16] Στο ποίημα του ίδιου με τον τίτλο ‘ΔΕΗση,’ διαφαίνεται η τάση της κριτικής στην αξιοποίηση της Εορδαίας γης, που με βάση την εκμετάλλευση του λιγνίτη σε περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας (Πτολεμαΐδα), αναπαρίστατο μεταπολεμικά αλλά και μεταπολιτευτικά ως συστατικό στοιχείο και απαραίτητη προϋπόθεση της οικονομικής και βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας. Περισσότερο ανοιχτά, το όνειρο χασματοποιείται, χάσκει επί της γης, μεταβάλλεται σε ορυχεία, περνώντας στο στάδιο της «αυταπάτης». Τίποτα δεν είναι περιττό εδώ, τίποτα δεν μένει εκτός. Η γενεαλογία της περιοχής, η ανάπτυξη που ‘ορθολογικοποιείται’ διαρκώς, ο τρόπος με τον οποίο έγινε ευρύτερα γνωστή (εργοστάσια της ΔΕΗ/λιγνίτης), τονίζεται παραστατικά και δραματικά. Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘ΔΕΗση,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ., 19.
[17] Το ποίημα με τον συμβολικό αριθμό ‘7’ το έχουμε θίξει σε ένα μέρος του και πιο πάνω. Σε αυτή την περίπτωση, η αναφορά σε «πανάρχαιους καημούς», υπενθυμίζει μοτίβα λαϊκότητας, με το πρόσημο του καημού να χαρακτηρίζει σημαντικό τμήμα του μεταπολεμικού λαϊκού τραγουδιού. Στην ποίηση του Χρήστου Τουμανίδη, ο καημός αναγνωρίζεται στη χρονική διάρκεια και στην ένταση, όντας βαθύ ανθρώπινο συναίσθημα.
[18] Ο Γιώργος Δελιόπουλος ιστορικοποιεί, όπως διαβάζουμε στις σημειώσεις το περιεχόμενο του ποιήματος ‘Μάνα των Πύργων,’ αναφερόμενος στην καταστροφή του χωριού Πύργοι Εορδαίας τον Απρίλιο του 1944 από τα ναζιστικά στρατεύματα. Η μνήμη, η ιστορική μνήμη καθίσταται ‘αιμάσσουσα,’ εναλλάσσει τον πόνο με την προσωπική έγκληση «Μάνα μου», ανασύροντας εντός ποίησης, την ναζιστική βιο-πολιτική και την απώλεια. Η εξόντωση, φέρει τους Πύργους δίπλα σε χορεία τόπων καταστροφής επί ναζιστικής Κατοχής: Καλάβρυτα, Δίστομο, Κοντομαρί Χανίων, Κομμένο Άρτας, Λυγγιάδες Ιωαννίνων. Εντός του χρόνου, η «στάχτη» (Paul Celan), οι μορφές των οποίων η ιδιόλεκτος είναι ο ‘άδικος θάνατος,’ η προσδοκία της Ανάστασης. Το ποίημα αναπτύσσεται ως ένα ιδιαίτερο μοιρολόγι. Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Μάνα των Πύργων,’ στο: ’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ., 56.
[19] Ημερολογιακά-χρονικά, εκφράζει τις σκέψεις του ο Οδυσσέας Ελύτης στο ‘Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου,’ έχοντας ως σημείο αναφοράς το δίμηνο Απριλίου-Μαϊου. Με τις επι-γενόμενες εκφάνσεις της εβδομάδας διεισδύει στο ποιητικό πράττειν ο Γιώργος Δελιόπουλος, ανακατεύοντας διαρκώς πράξεις και πρόσωπα, αφήνοντας τον αναγκαίο χώρο, στον απόντα σύντροφο, στην ελάχιστη μομφή που εμφιλοχωρεί στο κειμενικό ‘σώμα,’ αλλάζοντας τον ρυθμό του. «Πέμπτη απόγευμα αφήνω κίτρινες γραμμές στα σύννεφα κρεμώ πολύχρωμες κορδέλες στα καλώδια να φύγει ο γκρίζος ουρανός από τα τζάμια να φωτιστεί κι η πιο μικρή αμφιβολία». Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Πέμπτη απόγευμα,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 45. Και, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου,’ Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα, 1984.
[20] Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Δευτέρα ξημέρωμα,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 42. Η ομορφιά και η καταστροφή τίθενται σε πρώτο πλάνο.
[21] Στις λίμνες και στις αντανακλάσεις τους διαπλέκεται μέσω παύσεων και εννοιών, νοημάτων και ιδεών, ο λόγος των δύο ποιητών. Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Κυριακή όλη μέρα,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 48.
[22] Το ποίημα ‘Καύσωνας,’ ως ποιητικό θραύσμα που συμβολίζει μία εποχή, την εποχή του θέρος συγκεκριμένα, μας επιτρέπει να πούμε πως αποκτά μία διάσταση αλληγορική. «Ζητείται δροσιά», ως εάν να «ζητείται ελπίς», για να παραπέμψουμε στον Αντώνη Σαμαράκη, σε μία εποχή ‘άνυδρη.’ Αυτό που ζητείται στο βάθος του είναι ένα ιστορικό ‘ξεπέταγμα,’ η κρυμμένη λέξη, η μη-εντροπία της πράξης-κίνησης. Και ο καύσωνας συνεχίζεται, θυμίζοντας μετεωρολογικό δελτίο. Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Καύσωνας,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 51.
[23] Βλέπε σχετικά, Derrida Jacques, ‘Πλάτωνος Φαρμακεία,’ Μετάφραση: Λάζος Χ.Γ., Εκδόσεις Άγρα, σελ. 83-84. Ο Γιώργος Δελιόπουλος ερμηνεύει με βάση την παρουσία της ποιητικής ‘φωνής’ που συνθέτει ανόμοιες εικόνες, όπως χαρακτηριστικά διαφαίνεται στο ποίημα ΄Μνημόσυνο,’ ποίημα προσωπικό, ισορροπημένα συναισθηματικό, το οποίο και τελεί εν ‘κινδύνω.’ Παρελθόν (εξορία) και παρόν ανα-σημαίνουν την καταγωγή και το ιστορικό ‘ίχνος,’ στο σημείο όπου σημασία αποκτά η εναρκτήρια φράση του ποιήματος: «Η γιαγιά μου έζησε», «έζησε» τον ταραγμένο και σκληρό 20ο αιώνα που στην ελληνική περίπτωση προσδιορίζεται και από την εμπειρία της μετακίνησης πληθυσμών. Το αρνητικό της φωτογραφίας είναι η μνήμη της γιαγιάς, η ζωή της οικογένειας που περιέχει ισότιμα το βάθος του «έζησε». Η ζωή μακρά, αλλά ‘βίαιη’ έτσι ώστε ο θάνατος να συγκρατεί τη λέξη. Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Γιώργος-Δελιόπουλος Στέφανος, ‘Μνημόσυνο,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 55.
[24] Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Ενύπνιο,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 50.
[25] Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος,’ Κυριακή όλη μέρα,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 48. Και, Ρίτσος Γιάννης, ‘Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού,’ Ποιητική συλλογή ‘Τέταρτη Διάσταση,’ Αθήνα, 2005. Στη Ριτσική ποίηση, η σιωπή δεν συνιστά υστέρηση.
[26] Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Οι Γυναίκες στο πάρκο,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 54.
[27] Η ιστορία και η ιστορική προσέγγιση διαπερνά ενίοτε έντονα την ποιητική του Γιώργου Δελιόπουλου, και σε ό,τι έχει να κάνει με την Μακεδονική ιστορία του 20ου αιώνα. Στο προσκήνιο εκβάλλει, ο καπετάν Φούφας, Μακεδονομάχος, ο θάνατος του οποίου (αυτοκτονία) δηλώνεται ως μαρτυρίας μίας ζωής που ακολούθησε την «μοίρα» της μέχρι της «τελικής εξαφάνισης», όπως γράφει ο ποιητής Βαγγέλης Χρόνης. Τι δύναται να είναι η ιστορία εάν όχι διαρκής σχοινοβασία πάνω το κενό που αναδεικνύει πρόσωπα όπως ο καπετάν Φούφας; «Σε κατάλαβα καπετάν Φούφα κι ας μην είχες πετρώσει στη μνήμη με τη σφαίρα στο μέτωπο κι ας μην ήσουν για μάχη ντυμένος περνούσες απέναντι άφοβα στο αντίθετο ρεύμα του δρόμου για το δεύτε λάβετε φως και η μάνα σου φώναζε πίσω: τι θα γίνουν τα κτήματα; σε κατάλαβα καπετάν Φούφα καθισμένο στην άκρη της πόλης πνίγοντας πόνους κάτω από το δέρμα απελπισμένο μέχρι αυτοκτονίας να δείχνεις σ’ εκείνους που έφυγαν: ορίστε μια νέα Μεγάλη Ιδέα να γίνουμε πάλι εμείς ύστερα πλήρωσες ό,τι χρωστούσες βιαζόσουν να βρεις στο βουνό τη μοίρα που διάλεξες το σπίτι που πέθανες πνιγμένο στα χόρτα». Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Ηρώο,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ., 57.
[28] Το πλέγμα που επισημαίνεται εδώ, είναι η επί-κληση της μνήμης, πέραν της τριβής και της φθοράς της καθημερινότητας. Η μνήμη συγκρατεί την μορφή της γυναίκας, την αίσθηση του δοσίματος ως κάτι αληθινό, αυθεντικό και με τον τρόπο του, εμβαπτιστικό. «Κλείνω το ραδιόφωνο στην πειραγμένη μουσική, στα ξαφνικά παράσιτα, στα καθημερινά δελτία αφήνω μόνο την κιθάρα με το πρώτο μας φιλί και στις χορδές σου με σβηστά fm χωρίς να φθάνω, ταξιδεύω». Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Στέφανος, ‘Με σβηστά FM,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ., 65.
[29] Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Σημείο συνάντησης,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ, 75.
[30] Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘3,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ, 76.
[31] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Το πλήρωμα του χρόνου. Michael Lowy: Walter Benjamin-Προμήνυμα κινδύνου,’ στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Homo Liber. Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία,’ Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016, σελ. 261.
0 Σχόλια