Ερωτικό τρίγωνο, της Λένας Μαυρουδή Μούλιου

Δημοσίευση: 25.06.2015

Ετικέτες

Κατηγορία

Συνήθιζε να της λέει μια ρήση του Λουντέμη, όταν τον πιάνανε οι ρομαντισμοί και οι ερωτικές παρελθοντολογίες του:

«Αγάθη μου εμείς γνωριζόμαστε από πολύ παλιά… Ξεκίνησες από τα παραμύθια μου και δεν ξεμάκρυνες ακόμη’’»

«Ωραία λόγια Περικλή μου αυτά του Λουντέμη, αρκεί και οι πράξεις σου να ταίριαζαν με αυτά, και όλων όσοι αρέσκονται σ ΄αυτά τα ωραία λόγια…»

(Τι υπονοούμενο ήταν αυτό αγαπητέ Περικλή μας; Τι ήθελε να πει ο ποιητής;)

Αγάθη και Περικλής ήταν ένα μοντέρνο ζευγάρι αρκετά ιδιόρρυθμο, που ξεκίνησε την κοινή του ζωή απ’ όταν και οι δύο ήταν γύρω στα 30χρόνια τους.

Γνωρίστηκαν μέσω διαδικτύου. Απίστευτη σχέση.

Πριν συναντηθούν δια ζώσης, η μέρα τους άρχιζε όπως και τελείωνε μπροστά σε ένα ‘’ολοζώντανο’’ μεσάζοντα, τον υπολογιστή τους. Τυπικά λόγια στην αρχή, για να καταλήξουν να γίνουν έρωτας φαντασίας που όμως είχαν την τύχη να ανταποκριθεί τελικά στην εικόνα, αυτήν ακριβώς που είχαν πλάσει με την φαντασία τους. Σπάνια συμβαίνει. Μα όταν συμβεί είναι κάτι το θεϊκό… Και ο έρωτας έγινε Πάθος και Αγάπη με την πλήρη έννοια των συναισθημάτων αυτών.

Από την αρχή της σχέσης τους συμφώνησαν να συζήσουν. Γάμος και παιδιά έννοιες απαγορευμένες. Αν και υποψιαζόμαστε ότι δεν υπάρχει γυναίκα που να μην ονειρεύεται νυφικά μπομπονιέρες και ‘’ους ο Θεός συνέζευξε’’, καθώς και παιδιά. Κακά τα ψέματα αυτή είναι η αλήθεια.

Σαν ζευγάρι, ναι μεν πολύ ταιριαστό, μα λίγο καιρό όμως μετά την συγκατοίκηση, η κοπέλα διαπίστωσε από αποχρώσες ενδείξεις ότι ο Περικλής της ήταν αρκετά ατακτούλης και δυστυχώς γι’ αυτήν, άρχισε να ζηλεύει.

Σκηνές δεν ήθελε να κάνει δεν της το επέτρεπε η υπερηφάνειά της και ο εγωισμός της. Δεν ήθελε όμως και να την περνά για καμιά αγαθή (όνομα και πράγμα) οπόταν ένα βράδυ με φεγγάρι όπως κάθονταν στην αυλή του εξοχικού τους σπιτιού με τη θάλασσα αντίκρυ τους να ασημολάμπει, ακούει τον εαυτό της να τον ρωτά, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία σχετική κουβέντα:

«Για πες μου αλήθεια αγάπη μου σε παρακαλώ, αν δεν γίνομαι αδιάκριτη, γιατί σου αρέσει τόσο πολύ να με απατάς;

ΑΝ έπαψες να μ΄ αγαπάς, αν εγώ πια δεν σε γεμίζω και αν το παραμύθι από το οποίο ξεκίνησα έχει πια ξεμακρύνει, ποιος ο λόγος να είμαστε μαζί;»…

Αναστατώθηκε ο Περικλής.

«Μα τι είναι αυτά που λες βρε μωρό μου ; Είναι δυνατόν να πιστεύεις αυτά που λες;

Είναι δυνατόν ΕΓΩ να σε αγαπώ πιο λίγο; Όχι καλή μου. Για μένα είσαι η μία»

«Μα εγώ δεν αμφισβητώ αυτό που λες. Άλλο σε ρώτησα. Να επαναλάβω;»

«Κοίτα. Παραδέχομαι ότι είμαι λίγο πιο αρσενικό του επιτρεπτού και ότι μου αρέσουν οι γυναίκες πολύ, πράγμα που ουδέποτε σου απέκρυψα. Αλλά σου το ορκίζομαι καμία δεν συγκρίνεται μαζί σου. Είσαι το κορίτσι μου, η γυναίκα μου, η σύντροφός μου με την ουσιαστική έννοια των λέξεων αυτών»

«Δηλαδή Περικλή μου σαν να λέμε, εγώ είμαι το αγκυροβόλιό σου το λιμάνι σου που ό, τι και να γίνει, εδώ θα ’ρθεις ν’ αράξεις αφού όμως πρώτα θα έχεις απολαύσει το ‘’ταξίδι σου’’ σε όλες τις θάλασσες από βορά σε νότο και από τη δύση στην ανατολή. Αυτό μου λες;

Σαν να λέμε, είμαι ένα είδος Πηνελόπης που αναμένει τον Οδυσσέα της καρφωμένη στην Ιθάκη της όχι μια και έξω μετά από δέκα χρόνια και ησυχάσαμε, αλλά τρεις τέσσερις φορές το χρόνο για τα μεγάλα ‘’ταξίδια’’, συν καμιά εικοσαριά και βάλε, για τα ευκαιριακά. Όμως όπως και να το κάνουμε το… ’’ταξίδι’’ είναι ‘’ταξίδι’’, και η ουσία ΜΙΑ.»

«Αγάπη μου μπορεί να έχεις δίκιο εν μέρει, γι’ αυτό θα κάνουμε μια συμφωνία κυρίων.

Τόσο εσύ όσο κι εγώ θα ζούμε τις μικροπεριπέτειές μας που κατά κάποιο τρόπο θα νοστιμίζουν τη ζωή μας και κύριο μέλημά μας θα είναι, να μη πάθει ζημιά το αγκυροβόλι μας. Όλα τα άλλα έξω απ’ αυτό, δεν είναι παρά διακοσμητικά στοιχεία.

Σου ορκίζομαι ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, αλλά πώς να σου το πω. Τα ‘’ταξίδια’’, όπως τα λες εσύ, δεν μπορώ να τα σταματήσω… Είσαι ελεύθερο άτομο και συ, όπως και εγώ και θα έπρεπε να με καταλαβαίνεις.

Αγάθη μου είσαι η γυναίκα της ζωής μου ο πλανήτης μου. Όλες οι άλλες είναι κάτι μικρό δορυφόροι αόρατοι και από τηλεσκόπιο ακόμη.

Αν ποτέ με χωρίσεις μπορεί και να μη το αντέξω. Μα για να αλλάξω αδύνατον…

 

Η Αγάθη προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της και το επίπεδο της συζήτησης σε επίπεδα πολιτισμένα, και το μόνο που τον ρώτησε ήταν:

«Αν Περικλή μου, τα λόγια που μου είπες με αφοπλιστική ειλικρίνεια σου τα έλεγα εγώ, εσύ, τι θα μου έλεγες ;»

«Θα έλεγα αυτό που ζητώ εγώ από σένα, το ίδιο ακριβώς.»

«Μα καμιά γυναίκα ερωτευμένη δεν έχει ανάγκη να αρμενίζει στα πέλαγα και όσον καιρό της συμβαίνει αυτό δεν ‘’ταξιδεύει’’ έτσι άσκοπα».

«Το ξέρω. Μα όπως είπε και ένας σοφός άντρας – αρσενικό, τι άλλο;- το να κάνεις έρωτα σε ένα γυναικείο κορμί είναι σχετικά εύκολο. Το να κάνεις έρωτα σε έναν εγκέφαλο είναι εξουσία και απόλυτη κατάκτηση ΑΓΑΠΗΣ»

Αν λοιπόν εσύ μπορείς να αποφύγεις αυτό το είδος της σχέσης και ακολουθείς την δική μου πεπατημένη που είναι ανώδυνη, προφυλάσσεται το αγκυροβόλιο που λέγαμε και τα εντός αυτού πλοιάρια αντέχουν το κτύπημα των κυμάτων.»

 

Η Αγάθη μέσα της ένιωθε τρικυμία. Θα ήθελε να του πει:

«Φίλε μου δεν μου αρέσουν τα πιστεύω σου και γι’ αυτό, παίρνω το κουβαδάκι μου και πηγαίνω σε άλλη παραλία.

Όμως της συνέβαιναν τρία πράγματα βασικά.

Πρώτον τον αγαπούσε πολύ.

Δεύτερον τα ‘’ταξίδια’’ του τύπου που αναφέραμε, δεν της άρεσαν γιατί απλά αλλιώς σκέπτεται και φέρεται μια γυναίκα. Γι’ αυτό και η Ιστορία είναι γεμάτη από μεγάλους ταξιδευτές αληθινούς ή μεταφορικούς και δεν θυμάμαι να διάβασα ποτέ για μία έστω γυναίκα …θαλασσοπόρο!

Και Τρίτον τέτοιου είδους τακτική να την επιχειρούσε όταν ήταν κοπελίτσα –λέμε τώρα –και όχι τώρα που ήταν στα 35 της.

Το βιολογικό της ρολόι για να γίνει μητέρα, τόσες φορές την είχε ειδοποιήσει με το alarm του, μα ο Περικλής ούτε Γάμο ήθελε να ακούσει ούτε για παιδιά.

Βέβαια εκείνον δεν τον ειδοποιούσαν βιολογικά ρολόγια και αηδίες. Και έτσι και κάποια στιγμή στο απώτερο μέλλον, άλλαζε μυαλά, μπορούσε και στα 50 του παιδί να κάνει και στα 60 του και πάρα πάνω. Τόσα παραδείγματα έχουμε….

Τώρα, αν το ίδιο το παιδί θα τον αποκαλούσε μπαμπά αντί για παππού, είναι ένα θέμα που ποτέ δεν απασχόλησε το ισχυρό λεγόμενο φύλο.

Μπορούσε ακόμα αν γινόταν καμία στραβή στη σχέση τη δικιά τους να έρθει και να της πει: ’’ξέρεις καλή μου, πια δε σε αγαπάω και θέλω να χωρίσουμε’’.

Ούτε δικηγόροι με τόσα έξοδα και διατροφές ούτε διαζύγια και καυγάδες.

Λες γι αυτό να μην ήθελε δεσμεύσεις το αγόρι; Και άντε εσύ να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου που χάθηκε τόσο άχαρα.

 

Αγάθη μου, δύσκολα τα πράγματα. Δύσκολοι καιροί για Πηνελόπες. Εδώ και 2.500 χρόνια, στην ουσία λίγα πράγματα άλλαξαν στην γυναικεία ψυχολογία και την αντρική κυρίως νοοτροπία.

Κακά τα ψέματα ο κόσμος φτιάχτηκε για τους άντρες!…

Ηρέμησε λοιπόν κορίτσι μου. Αρκετά για σήμερα Η συζήτηση που κάνατε ξεκαθάρισε το τοπίο για τις προθέσεις του ανδρός αφ’ ενός και αφ’ ετέρου, αν μη τι άλλο δεν θα περνά την σύντροφό του ότι αγρόν ηγόραζε!…

Σαφώς, ο κύριος τώρα θα παίρνει και τις προφυλάξεις του για να μην αισθάνεται η συμβία του ταπεινωμένη. Είπαμε. Αλλά να μη το παρακάνουμε κιόλας έτσι;

 

Που να πάρει η ευχή. Πόσα ψέματα να της έχει πει! Και το ψέμα του μπορεί και κάπως να το συγχωρήσει. Εκείνο που δεν μπορεί να του συγχωρήσει είναι ότι έπαψε να τον εμπιστεύεται και να τον εκτιμά, να τον πιστεύει γενικώς. Εμπιστοσύνη, Εκτίμηση, Πίστη. Πολύτιμες αξίες για το κορίτσι.

Τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο.

Και αφού το θέμα ΑΓΑΠΗ δεν τον γεμίζει παρά μόνο σε επίπεδο επιδερμικά ερωτικό πρέπει και αυτή να δει τι θα κάνει.

Γιατί η μονόπλευρη αγάπη δεν σημαίνει τίποτα, μα τίποτα όμως.

 

*

 

Το Καλοκαίρι καλά κρατούσε ακόμη.

Η Αγάθη εύρισκε διέξοδο στη μοναξιά της πηγαίνοντας στη θάλασσα τα πρωινά από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, (Σαββατοκύριακα ερχόταν ο Περικλής) και τα απογεύματα ασχολιόταν με τον κήπο τους που τον λάτρευε. Τώρα δε, με τη βοήθεια του κυρ Αποστόλη του κηπουρού ο κήπος έμοιαζε με Παράδεισο.

Και ένα πρωί την πόρτα αυτού του επίγειου παράδεισου κτύπησε ένας αληθινός άγγελος και όχι αποκύημα φαντασίας. Τι ήταν τούτο Θεέ μου!

Ένα παλικάρι την παρακολουθούσε που σκάλιζε με την τσουγκράνα ένα παρτέρι και της είπε χαμογελώντας καλοσυνάτα: «Με συγχωρείτε γειτόνισσα μα δεν είναι η τσουγκράνα το ενδεδειγμένο εργαλείο για τη δουλειά με την οποία ασχολείστε.

Μου επιτρέπετε;» είπε, και πηδώντας από το φράκτη που τους χώριζε την πλησίασε.

«Επιτρέψτε μου να συστηθώ. Άλκης Ρούσσιος, Γεωπόνος και γείτονάς σας. Νοίκιασα το διπλανό σπίτι για τις διακοπές μου που αρχίζουν σήμερα και αν κρίνω από τη γειτνίαση μαζί σας αρχίζουν με τον καλύτερο τρόπο,» της είπε φιλώντας το χέρι που του έτεινε συμπληρώνοντας : «γοητευμένος κυρία…»

«Αγάθη Σπάθη και χάρηκα πολύ».

 

Της έδωσε ορισμένες συμβουλές τεχνικές, και χωρίς να του το ζητήσει, της υποσχέθηκε την επομένη να της πει ποια φυτά έχουν προοπτική καλύτερη για τον κήπο της σε σχέση με το κλίμα, την περιοχή και την εποχή του φυτεύματος.

Η Αγάθη είχε από καιρό αποφασίσει να μετατρέψει το μισό της κήπο σε περιβόλι, να φυτέψει τα μαρουλάκια της τις ντομάτες τα φασολάκια και τα άλλα ζαρζαβατικά της.

Διάβαζε βιβλία για το σκοπό αυτό, μα όλο το ανέβαλε.

Το είπε στο νεαρό της γείτονα και αυτός έθεσε τον εαυτό του στην διάθεσή της για την πραγματοποίηση του σχεδίου της.

 

Είπαν και διάφορα άλλα και αφού τη ρώτησε σε ποιο μέρος πηγαίνει για μπάνιο και τι ώρα, την αποχαιρέτησε ζεστά και έφυγε αφήνοντάς την σκεφτική.

Η κοπέλα έβλεπε το χέρι της Μοίρας να την ακουμπάει ακριβώς λίγες ημέρες μετά την αποκαλυπτική συζήτηση που είχε με τον Περικλή ΤΗΣ!

Η Αγάθη ήταν αυτό που λέμε Κυρία με όλη τη σημασία της λέξης. Δεν ήταν η θηλυκή εκδοχή ενός Περικλή σαν τον δικό της, για να αδράξει την ευκαιρία που της παρουσιάστηκε. Στο πρόσωπο του Άλκη είδε έναν νέο άνθρωπο κατά τα φαινόμενα ενδιαφέροντα που ίσως να γέμιζε τις μέρες της εκτός Σαββατοκύριακων που ερχόταν ο Περικλής, ο οποίος τότε άφηνε το γραφείο του ενώ θα μπορούσε να κάνει και το ίδιο για τις άλλες ημέρες της εβδομάδας χωρίς αυτό να είναι εις βάρος της δουλειάς. Πολιτικός μηχανικός και τα τελευταία τρία χρόνια οι πελάτες ήταν είδος εν ανεπαρκεία λόγω της Κρίσης που έπληξε βάναυσα και την οικοδομή.

Η Πηνελόπη, συγγνώμη, η Αγάθη ήθελα να πω, καθηγήτρια της Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, τώρα απολάμβανε το ευεργέτημα των χορταστικών διακοπών που έχει ο κλάδος της εκπαίδευσης σε όλες του τις βαθμίδες.

Επιπλέον το εξοχικό τους, ήταν τόσο κοντά στην Αθήνα, που το απολάμβαναν όχι μόνο στις διακοπές του καλοκαιριού μα και τα week end και όλες τις γιορτές του Χρόνου.

Για, να βάλουμε λοιπόν τις σκέψεις μας σε μια σειρά:

Καλοκαίρι: Εκείνη μόνη της.

Εκείνος θεομόναχος εργένης, πλην week end.

Όλον τον υπόλοιπο χρόνο ακόμη και με αναδουλειά ο εν λόγω, πότε είχε meetingς, πότε έπρεπε να συναντήσει κάποιο σημαίνον πρόσωπο, πότε έπρεπε να βγει με αντροπαρέα, πότε το ένα, πότε το άλλο… τα γνωστά.

Όμως την Αγάθη του, όλα κι όλα, κορώνα στο κεφάλι του!

Μα η Αγάθη του μόνο αγαθή δεν ήταν. Ήταν βέβαια ερωτευμένη, μα αυτό ήταν άλλου παπά ευαγγέλιο. Τον αγαπούσε και θυσίαζε πολλά χάριν της αγάπης της ως πότε όμως; Ως πότε;

Να που η Μοίρα της έστελνε μία ενδιαφέρουσα παρέα να της διώξει τη μοναξιά και την ανία και μαζί τις μαύρες σκέψεις που σκίαζαν τη ζωή της τον τελευταίο καιρό.

 

 

Το πρωί στην παραλία τον βρήκε να την περιμένει.

Τι κορμί που τόχε Θεέ μου!

Όλες του οι λεπτομέρειες, εξωτερικές και… εσωτερικές μα εμφανείς, τέλειες…

«Γεια σου Αγάθη, μου επιτρέπεις;» της είπε, και πήρε από τα χέρια της την ομπρέλα να την καρφώσει γερά στην άμμο γιατί φυσούσε αρκετά και κινδύνευε αυτή να πετάξει.

Περιποιητικός ο νεαρός.

Κάθισε στη ψάθα του δίπλα της και βλέποντάς την να βάζει το αντηλιακό της προσφέρθηκε να της αλείψει την πλάτη.

Του το επέτρεψε, αν και την φοβόταν αυτή την οικεία επαφή.

Αφέθηκε στα χέρια του ηδονικά, χωρίς να παρεξηγηθεί για τούτο, μια και το επέτρεπαν οι κανόνες της ηλιοθεραπείας. !

Ουφ και συ μωρέ κορίτσι μου με τις περηφάνιες σου και τα επιφυλάξεις σου, χαλάρωσε και απόλαυσέ το.

Και αυτό ακριβώς έκανε.

Και έτσι γυρισμένη που ήταν, δεν την έβλεπε εκείνος την απόλαυση που αυτή αισθανόταν.

Η Αγάθη, δεν ήταν αυτό που λέμε, σεξουαλικά πεινασμένο άτομο. Ο Περικλής ήταν πρωταθλητής με πολλά μετάλλια στο άθλημα τούτο.

Μα την κοπέλα την συγκίνησε ο χώρος που της έδινε στη ζωή του και οι περιποιήσεις του νεαρού.

Της έδειχνε τόσο μεγάλη προσοχή σαν να μην υπήρχαν παρά μόνο αυτοί οι δυο στην παραλία. Τα μάτια του, διαρκώς πάνω της όχι ξεδιάντροπα και διψασμένα, αλλά με θαυμασμό και καλώς εννοούμενο φλερτ.

«Πόσων χρόνων είσαι Άλκη;»

«Είκοσι πέντε. Γιατί;»

«Για φαντάσου. Υπάρχουν αυτές οι ηλικίες; Εγώ ξέρεις πόσο είμαι; Τριάκοντα έξι να σε χαρώ και όπου να ΄ναι τα κλείνω. Λάβε το σοβαρά αυτό υπ΄ όψιν σου, αγόρι καλό μου.

Αφενός αυτό, αφετέρου έχω έναν πολύχρονο δεσμό.

Όχι, δεν υπάρχει γάμος, που, ναι μεν είναι κάπως προβληματικός αλλά εξακολουθεί να είναι ακόμη σοβαρός

Θα τον δεις τον Περικλή το Σάββατο που θα έρθει.»

«Και λοιπόν; Αν και δεν σου φαίνεται καθόλου, μου αρέσουν οι μεγαλύτερες γυναίκες αν και ποτέ δεν με απασχόλησε το θέμα της ηλικίας τους. Αρκεί να με τραβήξει κάτι, να μου κάνει ΚΛΙΚ. Και συ καλή μου γειτόνισσα μου έχεις κάνει πολλά, τέτοια κλικ.»

«Ευχαριστώ Άλκη. Είσαι πολύ ευγενικό παιδί. Μου αναπτερώνεις το ηθικό.»

 

 

Έγιναν φίλοι. Μιλούσαν με τις ώρες. Το γιατί τον εμπιστεύτηκε από την αρχή, δεν μπόρεσε να το εξηγήσει στον εαυτό της. Τόσο γρήγορα και τόσο ανεπιφύλακτα. Μυστήριο!

Είπαν διάφορα για τους εαυτούς τους για τους άλλους, ενδιαφέροντα πράγματα αλλά και χαζά, κολύμπησαν ξανά και ξανά, γέλασαν ανέμελα και την έκανε να ξεχνάει την απαισιοδοξία της και τις μαύρες σκέψεις και το κυριότερο, ένα τέτοιο φλερτ από έναν Άδωνη, της αναπτέρωνε την αυτοεκτίμηση. Την έκανε να αισθανθεί όμορφη –όχι πως δεν ήταν – ερωτική και διεκδικήσιμη. Έννοιες ξεχασμένες γι αυτήν εδώ και χρόνια.

Ήταν μόνο 36 χρόνων και ένας νέος στα 25 του και όμορφος σαν Θεός δεν είχε μάτια παρά μόνο γι’ αυτήν.

Της πρότεινε να φάνε σε ένα ταβερνάκι της παραλίας αλλά εκείνη του αντιπρότεινε να του κάνει το τραπέζι σπίτι της στην όμορφη σκιερή της βεράντα με το φαγητό που ήδη είχε μαγειρέψει για σήμερα. Μια λαχταριστή μακαρονάδα με πικάντικη κόκκινη σάλτσα που δεν θα άφηνε αδιάφορο κανέναν άντρα.

Έφαγαν, ήπιαν παγωμένο άσπρο κρασάκι, ψιλοζαλίστηκαν και χωρίστηκαν για την μεσημεριάτικη σιέστα δίνοντας ραντεβού για τις έξι το απόγευμα για τον κήπο. Το είχαν πει και από την προηγούμενη αυτό. Και δεν ήταν πρόσχημά ο κήπος, όχι.

Ξαφνικά η Αγάθη άρχισε να συνειδητοποιεί ότι η μεγάλη μοναξιά της έδειχνε σημάδια ύφεσης και αυτό ως φαίνεται επηρέαζε και τον τρόπο ομιλίας της, αλλιώς πώς να εξηγηθεί το γεγονός ότι στο τηλέφωνο ο Περικλής την ρώτησε τι ακριβώς της συμβαίνει και την ακούει τόσο γοητευτικά διαφορετική.

Η κοπέλα απέφυγε να του πει για τον Άλκη και αυτό εξέπληξε και την ίδια όταν κλείσανε το τηλέφωνο. Αυτή, συνήθως του έλεγε ακόμη και αν φταρνίστηκε η γάτα τους η ‘’Χαζούλα’’… Το βράδυ σαν έπεσε να κοιμηθεί και που πάντοτε πριν την πάρει ο ύπνος έκανε έναν απολογισμό των ημερήσιων πεπραγμένων της την απασχόλησε και αυτή της η απόκρυψη. Γιατί το έκανε;

Όμως ήταν αποφασισμένη, τίποτα να μη της χαλάσει την ευδαιμονία που αισθανόταν και που την χρωστούσε σε αυτό το υπέροχο αγόρι.

Η επόμενη ημέρα κύλησε το ίδιο πάνω κάτω με την προηγούμενη με τη διαφορά, ότι παρέμειναν στη θάλασσα μέχρι το απόγευμα και έφαγαν στο ταβερνάκι πεινασμένοι σαν λύκοι, γελαστοί, και να τολμήσουμε να το πούμε, ευτυχισμένοι.

Αυτό το παλικάρι την έκανε να αισθάνεται σπουδαία και ήταν υπέροχο αυτό το συναίσθημα. Θαρρείς και ο Άλκης υπήρχε για να προλαβαίνει την κάθε της επιθυμία, να την προστατεύει (από τι αλήθεια;) και να την… αγαπά…

 

 

Πράγματι την τέταρτη ημέρα της γνωριμίας τους και ενώ ο Χρόνος θαρρείς και συμπυκνώνονταν και μετρούσε αλλιώς γι’ αυτούς, της είπε τελείως απρόσμενα: «Μη σου φανεί παράξενο καλή μου γειτόνισσα αυτό που θα σου πω μα μου συμβαίνει και είναι ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα για μένα. Σ’ αγαπώ.» της είπε, και τα μάτια του σκιάστηκαν από μια αγωνία ένα σύννεφο βαρύ γεμάτο βροχή, που τα έκαναν να υγρανθούν.

Ήταν σοβαρός απόλυτα ειλικρινής και παραδομένος.

«Σου ζητώ συγγνώμη αγάπη μου αν σε φέρνω σε δύσκολη θέση αφού έχεις δεσμό μα δεν μπορώ να προσποιούμαι ότι δεν μου συμβαίνει τίποτα.

Αύριο έρχεται ο δικός σου, όπως μου είπες και δεν αντέχω να τον συναντήσω. Θα κατέβω στην Αθήνα για Σαββατοκύριακο και τη Δευτέρα θα ξαναέρθω»

 

 

Ήταν τόσο αφοπλιστικά αθώος γλυκός και συγχρόνως ερωτικός που η Αγάθη ένιωσε ένα βαθύ ρίγος να την διαπερνά.

Περίεργα συναισθήματα την κατέκλυζαν, και θα φανεί ίσως γελοίο αλλά ένα από αυτά ήταν ίσως και μητρικό! Πώς θα ήθελε να έχει έναν τέτοιο γιο κάποτε!

Ε, δεν είμαστε με τα καλά μας. Το παλικάρι ήταν ερωτευμένο και αυτή τον έβλεπε σαν γιο της! Απωθημένα κατάλοιπα της του Περικλή απαγόρευσης τεκνοποιίας!

Δεν σχολίασε εκείνη καθόλου την εξομολόγησή του και αρκέστηκε σε ένα απαλό χάιδεμα του χεριού του.

Πολλές φορές η σιωπή είναι πιο εύγλωττη από την ομιλία.

Να ήταν το χάδι της αυτό μια υπόσχεση;

 

Η Αγάθη άρχισε να συνειδητοποιεί ότι μέχρι τώρα απλώς υπήρχε. Και αναρωτήθηκε μήπως θα έπρεπε να αρχίσει και να ζει; Δεν το όφειλε στον εαυτό της ;

Την είχε τόσο συγκινήσει ο τρόπος που της φερόταν ο Άλκης.

Την πρόσεχε.

Προέβλεπε κάθε της επιθυμία και την ικανοποιούσε.

Την περιποιόταν.

Και θαρρείς ότι πέρα από αυτήν δεν τον ενδιέφερε τίποτα, τίποτα.

Ήταν το κέντρο του Σύμπαντος.

 

Ωραία. Ας πούμε ότι λόγω του ότι ήταν πολύ νέος, να ήταν λίγο πληθωρικός και ίσως λίγο υπερβολικός. Ήταν άντρας και σαν άντρας θα έκανε τα πάντα έως ότου την κατακτήσει. Μη και εκείνη δεν ήξερε τι μέσα μηχανεύονται τα αρσενικά για να ρίξουν μια γυναίκα;. Σύμφωνοι.

Μα και πάλι, πώς μπορούσε να μείνει αδιάφορη σε όσα μια γυναίκα ονειρεύεται να ακούσει από ένα άντρα δικό της. Μόνο που ετούτος δεν ήταν δικός της, – ακόμη -.

 

 

Την Παρασκευή το βράδυ, πολύ αργά και ενώ εκείνη κοιμόταν αφού κουράστηκε να τον περιμένει, ήρθε ο αφέντης.

Δεν σηκώθηκε να τον υποδεχτεί. Αυτό συνέβαινε για πρώτη φορά στην κοινή ζωή τους. Το γεγονός τον άφησε κατάπληκτο.

Δεν μπορούσε όμως να πει και τίποτα. Ούτε φυσικά και να την ξυπνήσει.

Ήξερε τα όρια ενός παράπονου μιας παρατήρησης. Όχι και να ζητάει τα ρέστα αφού η δική του συμπεριφορά ήταν αχαρακτήριστη.

Γιατί άργησες τόσο κύριε; Αρχίσαμε τις περικοπές του χρόνου που διαθέτουμε στην επίσημη ερωμένη μας; Γιατί, τι άλλο ήταν η Αγάθη; Μας λες;

Και το κινητό; ΤΙ το έχουμε κύριε τάδε μας; Ούτε και αυτό το θεώρησες αναγκαίο. Και ας περίμενε η Πηνελόπη και ας ανέβαζε και κατέβαζε μήπως και σου συνέβαινε κάτι κακό. Και το μόνο που συνέβαινε ήταν ότι έτυχε ΕΣΥ να γυρίσεις αργά από το ‘’ταξίδι’’ σου.

 

Κάθισαν να φάνε πρωινό στη βεράντα τους. Του φάνηκε αλλαγμένη και της το είπε

«Τελικά η εξοχή σου κάνει καλό αγάπη μου. Είσαι στις ομορφιές σου. Λάμπεις.»

«Βρίσκεις; Εσύ πάλι μου φαίνεσαι κουρασμένος. Γιατί; Είχες πολλή δουλειά; Ή το ‘’Ταξίδι’’ ήταν πολύ κουραστικό τη φορά αυτή;»

«Να το εκλάβω σαν μπηχτή μωρό μου;»

«Έτσι πες την αν έτσι νομίζεις».

«Κουρασμένος δεν είμαι, βαριεστημένος είμαι. Αφού να σκεφτείς θα φύγω απόψε το βράδυ…»

«Ναι, ναι, ξέρω, γιατί, προέκυψε ένα Κυριακάτικο δείπνο με κάτι συναδέλφους και δεν μπορούσες να αρνηθείς. Καλά δεν τα λέω Περικλή μου;» Αποτελείωσε αντ’ εκείνου η Αγάθη τη φράση του.

Και άλλη περικοπή χρόνου δικού της.

Μέχρι να έρθει και η στιγμή που για εκείνη δεν θα περισσεύει καθόλου χρόνος. Και ούτε διαζύγια ούτε διατροφές και: ‘’λυπάμαι καλή μου έμεινε έγκυος η γκόμενα και πρέπει να έχει επίσημα πατέρα το παιδί.’’ Σκέφτηκε.

 

Εκείνος δεν σχολίασε.

Κι εκείνη απλά και μόνο συμπλήρωσε: «Λυπάμαι βρε μωρό μου, αλλά έλεγα αύριο ότι θα γιορτάζαμε μαζί την επέτειό μας Δεν πειράζει Ας τη γιορτάσουμε το επόμενο Σαββατοκύριακο. Δεν χάθηκε ο κόσμος.»

«Γι’ αυτό το λατρεύω το κορίτσι μου που έχει τέτοια κατανόηση.» της πέταξε ένα κοκαλάκι να γλύψει το φτωχό.! «Είμαι ασυγχώρητος. Πώς το ξέχασα βρε παιδί μου, μου λες; Με συγχωρείς μωράκι μου δεν γίνεται να το ματαιώσω.»

«Εν τάξει βρε παιδί μου. Μη το κάνουμε τώρα και θέμα σοβαρό. Μην αγχώνεσαι.

Α, και επί τη ευκαιρία να σου πω, ότι την ερχόμενη εβδομάδα ίσως πάω μια εκδρομούλα μέχρι την Επίδαυρο για το αρχαίο θέατρο, και παραμείνω τρεις τέσσερις μέρες η και πάρα πάνω. Θα έχω παρέα ένα μου φίλο καλό που τον γνώρισα τελευταία. Είναι γείτονάς μας, και αξιαγάπητος.»

«Ναι ε; Ποιος είναι τον ξέρω;»

«Όχι. Δεν τον ξέρεις Μένει ακριβώς δίπλα μας, είναι Γεωπόνος και με βοηθάει με τον κήπο.»

 

«Γιατί; Δεν σε βοηθάει ο Αποστόλης;»

«Πώς, πώς. Είδες πόσοι άνθρωποι βρέθηκαν να νοιάζονται για το περβόλι μας;

Σκέπτομαι να κάνω κάτι ΑΛΛΑΓΕΣ ΚΑΙ ΜΟΥ ΕΊΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΙ. (δικό του θέμα αν το έπιασε το υπονοούμενο)

Ο Άλκης, μου είναι τρομερά χρήσιμος με τις ιδέες του τις επιστημονικές. Μου υποσχέθηκε ένα κήπο του ονείρου. Και δεν έχω λόγο να μη τον εμπιστευτώ. Ο μικρός είναι υπέροχος.»

«Μικρός; Όταν λες μικρός;»

«Είναι εκεί γύρω στα 25, 26 και πανέμορφος.»

«Και μένει μόνος του ; Κορίτσι δεν έχει;»

«Δεν ξέρω αν έχει ή όχι. Δεν ήμουνα τόσο αδιάκριτη να τον ρωτήσω. Αλλά για εδώ τουλάχιστον, ναι. Μένει μόνος του.

Τελείωνε όμως με τον καφέ σου. Δεν θα πάμε για μπάνιο;»

«Αργότερα μωρό μου, αργότερα» απάντησε σκεπτικός.

Σαν έμπειρος γυναικάς και κατακτητής ήξερε να διαβάζει τα σημάδια. Και αυτά που έβλεπε και άκουγε δεν τον ενθουσίαζαν και τόσο.

Δεν της είπε τίποτα όμως. Όχι να της βάλει και ιδέες. Μπορεί αυτός, λόγω πείρας να έβλεπε παντού ερωτικούς κινδύνους και αντεραστές αλλά μπορεί και να μη ήταν άλλο από μια απλή γειτνίαση.

Άλλωστε για την Αγάθη, ένας άντρας υπήρχε στον κόσμο. Ο Περικλής της.

Και με αυτή τη σκέψη σηκώθηκε να ρίξει μια ματιά στον κήπο. Έτσι σκεπτικός και αφηρημένος που ήταν σκόνταψε στο μεγάλο ποτιστήρι και λίγο ακόμη να σωριαστεί φαρδύς πλατύς στο καλά σκαλισμένο παρτέρι.

Του έδωσε μια τέτοια κλωτσιά που το ποτιστήρι έφτασε στο φράκτη του κήπου.

«Άι σιχτίρ κωλόπραμα και συ», βλασφήμησε.

Όσο πλησίαζε η ώρα να φύγει, ο Περικλής όλο και πιο σκεπτικός γινόταν.

Μέχρι που εκεί γύρω στις 8 της λέει απρόσμενα

«Αγάθη, θα πάρω τηλέφωνο να τους πω ότι είμαι λίγο αδιάθετος και δε θα πάω. Ελπίζω να μη θυμώσουν μαζί μου. Άνθρωπος είμαι και έχω δικαίωμα να αρρωστήσω. Δεν είναι έτσι;

Αφού είναι η επέτειός μας δεν παίζει να σε αφήσω μόνη σου.»

 

Πρώτη αντίδραση της Αγάθης ήταν βέβαια να χαρεί. Και η δεύτερη να σκεφτεί: ‘’Θεέ μου καλά που δεν πρόλαβα να πάρω τον Άλκη να του πω να έρθει, γιατί δεν άντεχα να μείνω και τούτη τη φορά μόνη μου’’.

 

 

Από την στιγμή εκείνη και μέχρι το επόμενο βράδυ που έφυγε ο Περικλής για Αθήνα ήταν όλο περιποιήσεις.

Την πήγε στην καλύτερη ταβέρνα της περιοχής. Φάγανε ό,τι εκλεκτότερο υπήρχε. Της ευχήθηκε και του ευχήθηκε, αλλά η Πηνελόπη, δακτυλίδι αρραβώνων μέσα στο ποτήρι με τη σαμπάνια της δε βρήκε.

Το ίδιο περίμενε και κάθε φορά μια μέρα σαν αυτή τις προηγούμενες χρονιές.

Την επισημοποίηση του δεσμού τους δηλαδή.

Απογοητεύτηκε και πάλι.

Μα, αφού ήξερε τα πιστεύω του ατακτούλη συντρόφου της, από πού αντλούσε αυτήν την ελπίδα;

Έλα μου ντε.

Άλλη μια λοιπόν απογοήτευση στην αρμαθιά της τη φετινή.

Αφημένη στην αβεβαιότητα στην ιδιοτροπία και τα πιστεύω ενός συντρόφου με νοοτροπία Πασά και Καζανόβα που δεν τηρεί τα προσχήματα και κάνει προτάσεις περί ελεύθερου ερωτικού βίου!

Αναφαίρετο δικαίωμά του οι χαριτωμενιές με όποιο θηλυκό του καθίσει και η απιστία του κάτι σαν βουλευτική ασυλία. ΑΤΙΜΏΡΗΤΟΣ.!

Η Αγάθη δεν ήταν άτομο εκδικητικό να σκεφτεί, ένα σου και ένα μου, όπως κάνουν και οι περισσότερες γυναίκες.

Για να κάνει έρωτα με κάποιον, θα έπρεπε να αισθανθεί κάτι μικρό ή μεγάλο, δυνατό ή μέτριο, αλλά πάντως κάτι.

Το αντρικό στιλ δεν της πήγαινε. Άρα το γεγονός ότι ακόμη δεν ενέδωσε στο pressing του Άλκη δεν ήταν ο Περικλής εμπόδιο. Αν δεν υπήρχε εντολή από τον εγκέφαλό και την καρδιά της δεν θα ζευγάρωνε με άλλο αρσενικό και πάει και τελείωσε.

Η αλήθεια είναι ότι με τον Περικλή δίπλα της δεν μπορούσε να σκεφτεί τελείως καθαρά. Βλέπεις, τόσα χρόνια δεσμού μαζί του της είχε γίνει συνήθεια αυτός πια, πράγμα που δεν αλλάζει εύκολα.

Τον θεωρούσε άνθρωπό της και προσπαθούσε να τον καταλάβει και να τον συγχωρήσει. Αυτό έκανε μέχρι τώρα.

Μα ξαφνικά ο Άλκης την έκανε να δει τα πράγματα διαφορετικά.

Σύμφωνοι.

Τον αγαπούσε τον σύντροφό της, μα τον έρωτα είχε καταφέρει με τις στραβές του να της τον ευνουχίσει, και η διαδικασία του ζευγαρώματος ήταν μόνο μία σωματική και βιολογική ευχαρίστηση. Τίποτα άλλο.

Το μεθύσι, η γλύκα του, η έμπνευση, η μαγεία, το μυστήριο, το ρίγος, η λαχτάρα, η ομορφιά, ο παράδεισος, η μουσική, η γενναιοδωρία όλα αυτά και ένα εκατομμύριο άλλα, ξύπνησαν μέσα της με μιας.

Το ήξερε, θα ήταν ένας δεσμός καταδικασμένος με ημερομηνία λήξης γιατί τα χρόνια της διαφοράς ήταν αρκετά. Όμως σήμερα την ώρα που έτρωγαν με τον Καζανόβα της, την απόφασή της την πήρε. Τον έρωτα αυτόν, ήθελε να τον ζήσει. Είχε δικαίωμα από τη ζωή. Δεν θα τον έκλεβε από καμία άλλη, ούτε ήταν κάτι το απαγορευμένο. Κατάλαβε ότι το Κλικ που περίμενε να νιώσει αυτή για τον Άλκη, έγινε σήμερα, ΤΩΡΑ.

Κατάλαβε και κάτι άλλο. Ότι ΑΝ ΉΘΕΛΕ ο Περικλής, τα δείπνα, τα meetings τα ‘’ταξίδια,’’ μπορούσε να τα αποφύγει. Επομένως, μπορούσε και αυτή, όχι από εκδίκηση το ξαναλέμε να νιώσει ελεύθερη και να κάνει ένα ‘’ταξίδι’’ του ονείρου, μακάρι να ήταν και το τελευταίο της ζωής της.

Στην Επίδαυρο το είχε σκοπό να πάει πολύ καιρό πριν συναντήσει τον Άλκη. Τώρα θα του πρότεινε να πάνε μαζί και ό, τι ήθελε προκύψει. Ενδοιασμοί τέλος.

Στο κάτω κάτω ήθελε όταν ερχόταν ο απολογισμός της ζωής της εκεί γύρω στα 70-80 της, να έχει αυτή την ομορφιά να θυμηθεί. Θα είναι ένα χάδι που της δίνει η ζωή. Το αξίζει, γιατί είναι ένα υπέροχο κορίτσι.

 

 

Όλα αυτά που αισθάνθηκε εκείνη, αυτό το βράδυ της Κυριακής που έφυγε ο Περικλής, αυτός τα είδε σαν να τα διάβαζε σε βιβλίο. Το ένστικτό του τον πληροφόρησε τι μέλλει γενέσθαι, και τον έπιασε πανικός. Κατάλαβε ότι τη χάνει. Φοβήθηκε. Ποτέ δεν είχε φοβηθεί περισσότερο.

Τι μπορούσε να κάνει;

Να της απαγορεύσει κάτι; Δεν είχε αυτό το δικαίωμα. Το νόμο αυτός ο ίδιος τον είχε θεσπίσει.

Να της υποσχεθεί Γάμο ; τώρα; Φάνταζε φτηνό.

Το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να είναι συνεχώς ΔΙΠΛΑ ΤΗΣ.

Έπρεπε η πολύχρονη πείρα του να τον βοηθήσει να βρει τα κατάλληλα όπλα να πολεμήσει τα νιάτα.

Γιατί, κατάλαβε κάτι που πάντα ήξερε. Η Αγάθη, του ήταν πολύτιμη. Μέσα στα άπειρα αστέρια του Σύμπαντος άλλα λάμπουν περισσότερο άλλα λιγότερο. Ένα Ξεχωρίζουμε την κάθε φορά. Μέσα στο Σύμπαν λοιπόν η Αγάθη ήταν το Άστρο του το ξεχωριστό.

Είναι ποτέ δυνατόν να έρθει η στιγμή να δει να απομακρύνεται απ’ αυτόν μια καρδιά στην οποία αυτός κρατούσε την πρώτη θέση; Αδιανόητο.

Έπρεπε να ενεργήσει έξυπνα.

Το θέμα ήταν επείγον.

Δουλειές και ‘’ταξίδια’’, σε Τρίτη μοίρα.

(σημ. Καημένε Περικλή, και πού να δεις το αντικείμενο του πόθου της καλής σου. Τότε δεν θα φοβηθείς απλά και μόνο. Θα τα παίξεις για τα καλά.

Μη δώσεις αγώνα. Θα είναι χαμένος από χέρι.

Βρες κάποιον άλλο έξυπνο τρόπο, και βάλε τον μπροστά. Χθες.)

 

*

 

Και φυσικά ο Άλκης μετά βίας κρατήθηκε να μην την αγκαλιάσει και να την αφήσει ξέπνοη με το φιλί του, όταν άκουσε τα της εκδρομής στην Επίδαυρο.

«Η παράσταση είναι το Σάββατο. Άρα θα φύγουμε την Πέμπτη ή την Παρασκευή. Δεν έχουμε πρόβλημα με τα εισιτήρια. Θα το αναλάβει μια συνάδελφος που είναι ήδη εκεί Θα της τηλεφωνήσω να επιληφθεί.

Επίσης την Κυριακή έχει μια ενδιαφέρουσα συναυλία στο μικρό το θέατρο. Θέλεις να κλείσουμε εισιτήρια και για εκεί;»

«Κοίταξε τώρα τι ερωτήσεις που μου κάνει η αγάπη μου. Κορίτσι μου, ο εαυτός μου στη διάθεση σου. Κάνε τον ό, τι θέλεις εσύ. Εγώ απλώς θα ακολουθώ.

Πάντως να ξέρεις δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω την τιμή που μου κάνεις να σε συνοδεύσω. Σε ευχαριστώ Αγάθη μου ειλικρινά.»

Οι επόμενες ημέρες κύλησαν όπως και οι προηγούμενες.

Κάποια στιγμή, την προηγούμενη ημέρα που θα έφευγαν, την Τετάρτη δηλαδή, ο Περικλής της τηλεφωνεί και της λέει, μες την τρελή χαρά (!) ότι ίσως και εκείνος να τα κατάφερνε να κατέβει στην Επίδαυρο το Σαββατοκύριακο.

Τόμπολα.

«Όχι Περικλή, δεν θα το κάνεις. Μη μου το κάνεις αυτό. Δεν θα ήθελα ο Άλκης να αισθανθεί άβολα. Να μεν είναι φίλος μου καλός, αλλά με σένα παρόντα που δεν σε γνωρίζει θα νιώσει κάπως. Άφησε λοιπόν και το μεθεπόμενο Σαββατοκύριακο που θα μας έρθεις, θα σου τον συστήσω και η Επίδαυρος εκεί είναι και μας περιμένει.» Του είπε και ήταν κοφτή, αποφασιστική και ψυχρή.

Τώρα τι να της έλεγε ; Ότι αυτό το Σαββατοκύριακο είναι που φοβόταν; Δεν έπαιζε να της έλεγε κάτι τέτοιο.

 

‘’Για δες τώρα τι θέλει να μου κάνει’’, σκέφτηκε η Αγάθη. ‘’Βάλθηκε να μου χαλάσει το όνειρο. Στα τόσα χρόνια των ατελείωτων ‘’ταξιδιών’’ του, ΠΟΤΕ δεν μου πρότεινε να πάω μαζί του, μα ούτε και εγώ του ζήτησα κάτι τέτοιο, ακριβώς γιατί δεν ήθελα να πληγωθώ από την ανενδοίαστη άρνησή του.

Εκείνος όμως δεν έχει κανένα πρόβλημα να το κάνει.

Και επειδή δεν του έχω καμία εμπιστοσύνη, εκδρομή στην Επίδαυρο ναι μεν δεν θα πάμε, θα πάμε όμως κάπου αλλού, οπουδήποτε. Σε κάποιο νησί ίσως, γιατί, θα τον δω στο αρχαίο θέατρο μπροστά μου σίγουρα και θα ευχηθώ να ανοίξει η γη να με καταπιεί’’.

Αυτός ήταν ο εσωτερικός της μονόλογος. Και το μόνο μικρό ψέμα που είπε στον Άλκη ήταν ότι τα εισιτήρια ήταν sold out για το θέατρο. Αλλά η εκδρομή θα γίνει με άλλο προορισμό.

Και βέβαια δεν είχε εκείνος κανένα πρόβλημα. Και στο φεγγάρι να του έλεγε να πάνε και στο Βόριο Πόλο αρκεί να ήταν μαζί της.

 

 

Την Πέμπτη πρωί, πολύ πρωί, ξεκίνησαν για τον Πειραιά.

Προορισμός η Σίφνος.

Η Αγάθη ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει τίποτα να σκιάσει την ελευθερία της και τη χαρά της. Ένιωθε σαν μαθήτρια που έκανε σκασιαρχείο για να βγει ραντεβού με το αγόρι της. Ένιωθε σαν κοπέλα που πρόκειται να κάνει έρωτα για πρώτη της φορά με τον άντρα των ονείρων της. Και μόνο κάπου βαθιά πολύ βαθιά μέσα της μια τοσοδούλα ενοχή που θα ήταν, το ήξερε, η απαρχή πολλών άλλων ενοχών μεγαλύτερων σοβαρότερων και σαγηνευτικά όμορφων πια.

 

Η ζωή της άλλαζε λεπτό το λεπτό. Όλα από την αρχή, όλα ολοκαίνουρια και φωτεινά.

Άραγε ο Άλκης να είχε καταλάβει τι της συνέβαινε;

Δεν μπορεί να μην είχε αντιληφθεί την αλλαγή της. Μη και δεν έβλεπε πόσο ζωντανή πόσο φρέσκια φαινόταν, και ήταν; Μη και δεν το έβλεπε ότι η κοπέλα δεν υπήρχε απλώς, όπως όταν τη πρωτογνώρισε, αλλά τώρα ζούσε;

Την πρωτογνώρισε…

Πότε ήταν;… Πριν 10 ημέρες; Πριν ένα χρόνο;

Πάντα την γνώριζε, μια ζωή την περίμενε και ήταν αυτή που επιτέλους ήρθε.

Πόσο ανούσιες του φαίνονταν οι μέχρι τώρα σχέσεις του. Σαν ως μη γενόμενες. Και ήταν πολλές…

Η ζωή του άρχιζε τώρα αυτήν την Πέμπτη πρωί, με μια μικρή εισαγωγή που είχε κάνει εδώ και λίγες μέρες.

Ήταν τόσο ερωτευμένος, τόσο βαθιά επηρεασμένος από την παρουσία της δίπλα του που του ερχόταν να ουρλιάξει, να σταματάει έναν έναν τους συνταξιδιώτες στο πλοίο πάνω και να τους λέει: “Καλημέρα σας, την αγαπώ την κούκλα τούτη δίπλα μου’’ για να εισπράξει την απάντηση:

“Αμ φαίνεται, δεν φαίνεται;’’

Η Αγάθη και ο νεαρός της, εμφανισιακά, δεν υπήρχε περίπτωση να φανταστεί κανείς τη διαφορά της ηλικίας τους. Έτσι όπως είχε αφήσει ο Άλκης και κάτι γενάκια ξανθά, φαινόταν τουλάχιστον 5-6 χρόνια μεγαλύτερος.

Εκείνη πάλι, έτσι μικροκαμωμένη και τόσο καλοφτιαγμένη που ήταν έμοιαζε κοριτσόπουλο σχεδόν συνομήλικοι με τον συνοδό της μη πούμε μικρότερη.

Με άλλα λόγια ήταν ένα ολόδροσο ζευγάρι, ερωτευμένο ευτυχισμένο Καλοκαιρινό, η χαρά της ζωής.

 

 

Έτσι όπως ήταν και οι δύο γερμένοι στην κουπαστή του πλοίου, για μια στιγμή εκείνη γυρίζει και του λέει:

«Άλκη θα σου πω κάτι.»

«Τι είναι αγάπη μου; Γιατί σοβάρεψες απότομα; Έκανα κάτι που δεν έπρεπε;»

«Άλκη, είμαι, είμαι, νομίζω, σίγουρα, είμαι ερωτευμένη μαζί σου.»

Αν δεν τον συγκρατούσε από τη φαρδιά του πουκαμίσα πιθανόν και να έκανε βουτιά στη θάλασσα από τη χαρά του και να έβαζε το κορίτσι σε μπελάδες, να ξεφωνίζει: ’’άνθρωπος στη θάλασσα, άνθρωπος στη θάλασσα, Καπετάνιε κράτει’’.

Απέφυγε λοιπόν τη βουτιά στη θάλασσα μα βούτηξε επάνω της σαν τρελαμένος και την φιλούσε την φιλούσε μέχρι η ανάσα της σχεδόν να κοπεί.

Την σήκωσε στην αγκαλιά του σαν παιχνιδάκι την απόθεσε σε μια πολυθρόνα, πήρε αυτός μιαν άλλη, μα κάθισε κάτω στο πάτωμα στα πόδια της μπροστά, και με φωνή τόσο καυτή σαν να έβγαινε κατ΄ ευθείαν από το κέντρο του ήλιου που τους κατάκαιγε χωρίς να το παίρνουν είδηση την ρώτησε:

«Το ξέρεις μωρό μου πως σ’ αγαπώ πιο πολύ κι από τη ζωή μου που θέλω να τη ζήσω μαζί σου;

Παντρέψου με αγάπη μου σε παρακαλώ…»

Στην περίπτωση αυτή τι λένε ; ή τι σκέφτονται;

Δεν είναι πιθανόν να σκεφτούν ότι μπορεί να βλέπουν κάποιο όνειρο;

Και, ή κλείνουν τα μάτια σφικτά το όνειρο μη φύγει, ή τα ανοίγουν διάπλατα από έκπληξη και απαντούν είτε με ένα ΝΑΙ είτε με ένα ΟΧΙ. Δύο λεξούλες μικρές, οι πιο μικρές ίσως στα λεξικά, εγχώρια ή αλλοδαπά μα με έννοιες τεράστιες.

Η Αγάθη μπόρεσε να βρει την αυτοκυριαρχία της και κατάλαβε ότι το πράγμα περιπλέκεται.

Εκείνη, μέσα στους ξύπνιους εφιάλτες της έβλεπε τον Περικλή μία πιθανή μελλοντική ημέρα να της λέει:

«Αγάπη μου πρέπει να χωρίσουμε.

Ξέρεις η γκόμενα περιμένει παιδί και πρέπει να την παντρευτώ.»… Ον εστί μεθερμηνευόμενο, ολική επαναφορά στα ισχύοντα μέχρι πρότινος παλαιά ήθη και έθιμα.

Γάμος. Παιδιά.

Αυτός ήταν ο εφιάλτης που ο αξιότιμος εραστής δεν το ‘χε σε τίποτα μια στιγμή να τον πραγματοποιήσει.

Κάθε φορά που τον έβλεπε να σοβαρεύει την κουβέντα του κάνοντας μια μικρή εισαγωγή μα κατέληγε σε κάτι άσχετο, την άφηνε παγωμένη από την αγωνία και την άφατη απαισιοδοξία και ταπείνωσή της.

Και τώρα, αντ’ εκείνου, αυτή θα του έλεγε κάτι παρόμοιο χωρίς όμως να πιέζεται από εγκυμοσύνες. Ο Περικλής δεν επρόκειτο να πονέσει το ίδιο βέβαια, αλλά και πάλι, ναι μεν ήταν αναμφίβολα ερωτευμένη με τον Άλκη αλλά η ηθική της δεν της επέτρεπε να δώσει απάντηση στον Άλκη έτσι βιαστικά. Δεν ταίριαζε στα πιστεύω της. Απάντησε λοιπόν:

«Ήρεμα αγάπη μου, ήρεμα. Τέτοιες σοβαρές απαντήσεις δίνονται στο κατάστρωμα ενός πλοίου; Ας περιμένουμε λίγο. Τι ξέρεις για μένα;

Εγώ τι ξέρω για σένα πέραν του ότι είσαι ένα τρυφερό και ευαίσθητο παιδί, πανέμορφο, που θα τρέλαινε την όποια πριγκίπισσα πλησίαζες καβάλα στο άσπρο Άτι σου;

Συνειδητοποιείς πόσο χρόνο συμπυκνώσαμε μέσα στις 10 ημέρες που γνωριζόμαστε; Σαν να γνωριζόμαστε χρόνια.

Δεν θα σου κάνω κατηχητικό, μα εδώ μιλάμε για τη ζωή μας.

Σ’ αγαπώ και δεν περίμενα από τον εαυτό μου να λέει κάτι τέτοιο τόσο γρήγορα. Είναι όμως αληθινό πέρα για πέρα. Πρέπει να σιγουρευτούμε όμως, όχι για τα αισθήματά μας, αλλά για τις αποφάσεις μας.        

Ήδη με τη σχέση μου με σένα, διαγράφω μιαν άλλη πολύ σοβαρή για μένα. Δεν θα είναι εύκολο. Ο Περικλής δεν θα υποχωρήσει εύκολα. Δεν έχει μάθει να χάνει.

Όσο για μένα οφείλω να σου μιλήσω για την περίεργη σχέση μου με εκείνον, που κράτησε 6 περίπου χρόνια. ( Κρυφά ο Άλκης χάρηκε με τον αόριστο που χρησιμοποίησε η κοπέλα. είπε καθαρά “κράτησε’’. Σαν να είπε: “τελείωσε’’.)

Το ότι δίνω ένα τέλος, ίσως δεις ότι έχω ελαφρυντικά, με αυτά που θα σου πω με κάθε λεπτομέρεια.

Όχι όμως εδώ πάνω, με τούτον τον αέρα που σηκώθηκε και που σε λίγο για να μ’ ακούς θα χρειαστώ την ντουντούκα του ναύτη που βλέπεις εκεί κοντά στη σωσίβια λέμβο. Γιατί να την κρατάει στ’ αλήθεια;

Τώρα φίλησε με. Φιλάς θεϊκά. Υπέροχα, όλος είσαι υπέροχος. Και το σπουδαιότερο όλων, ΕΊΣΑΙ ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ.

 

*

 

Ούτε την πρώτη μέρα τους είδε το νησί.

Ούτε τη δεύτερη μέρα το είδαν το νησί και εκείνοι.

Είχαν τόσα ωραιότερα να βιώσουν στην όμορφη σουίτα του ξενοδοχείου τους με τη θάλασσα στα πόδια τους να τους καλεί, μα αυτοί την άκουγαν μόνο στα μικρά διαλείμματα της αγάπης.

Στη βεράντα τους ήρθαν και κάθισαν δύο γλάροι. Ήταν φαίνεται ζευγάρι γιατί για ένα λεπτό ένωσαν τα ράμφη τους, ένα φιλί να ήταν;

Το εξέλαβαν για καλό οιωνό. Έρωτας, αγάπη, πάθος, δεν μπορεί, παρά να ήταν οιωνός καλός. Ήρθαν να συντροφεύσουν την ευδαιμονία τους με την δικιά τους τρυφερότητα, που είναι η ίδια για όλα τα όντα του ζωικού βασιλείου.

 

Ο έρωτας που της έκανε ήταν, αν δεν γινόμαστε βλάσφημοι θεϊκός, πανέμορφος σαν και αυτόν τον ίδιο.

Θεέ μου, είναι δυνατόν αυτό το πλάσμα να είναι δικό της ;

Όλα πάνω του ήταν αριστουργηματικά! Ο Λ Α.

«Να ’σαι λοιπόν Αγάθη που πας ‘’ταξίδι’’ και συ, σε έναν τόπο μαγικό στον οποίο πηγαίνεις με τη συμμετοχή της ψυχής σου, της καρδιάς σου, και της λογικής σου». Και αυτή είναι η διαφορά από τα “ταξίδια’’ του Περικλή.

Αυτό ακριβώς το είδος του “Ταξιδιού’’ φοβόταν και έτρεμε για εκείνη ο Περικλής. Που θα ξεκινούσε από το κεφάλι και την καρδιά.

Το αγκυροβόλι που λέγαμε έμεινε χωρίς προστατευτικούς λιμενοβραχίονες.

Χρειάζεται τώρα η επαγρύπνηση στο τιμόνι του πλοίου τους, για να μη το πάρουν τα κύματα και το πάνε στα βαθιά και το φουντάρουν αύτανδρο.

Επαγρύπνηση λοιπόν.

 

*

 

Τελικά ο Περικλής δεν άντεξε και πήγε στην Επίδαυρο το Σάββατο το πρωί.

Δεν άφησε μπαρ για μπαρ, καφετέρια για καφετέρια, το ίδιο και με τα εστιατόρια μικρά η μεγάλα, που να μη τα ερευνήσει.

Μετά έπιασε τις παραλίες. Και όταν και στην παράσταση το βράδυ δεν την βρήκε φυσικά, κατάλαβε τι είχε συμβεί.

Άρα τα πράγματα ήταν σοβαρότερα από το ότι υπολόγιζε.

Και το κινητό της; Γιατί δεν απαντά; Συνέχεια κλειστό!

Άρχισε να τα παίρνει στο κρανίο. Μα είχε δικαίωμα να βάλει την κεφαλή του σε μια τέτοια διαδικασία;

Όχι βέβαια.

Εν τούτοις:

‘’Ώστε έτσι κυρία Αγάθη μας’’.

Έτσι ακριβώς κύριε Καζανόβα και Νομοθέτα μας.

Άντε τώρα να διεκδικήσεις τα κεκτημένα σου. Δε θα γίνεις τώρα ένας ‘‘δάσκαλος που δίδασκε και νόμο δεν εκράτει’’. Έτσι;

Μη γίνεσαι δικτάτορας. Άντε.

Όταν εσύ ταξίδευες’’ κάθε τρεις και λίγο, αυτή μαράζωνε παρέα με την προδομένη Αγάπη της.

Δεν μπόρεσες να τιθασεύσεις τα ένστικτά σου. Και τώρα τι ζητάς Πασά μας ;

Κάποιος είπε ότι ‘’η τραγωδία της Ζωής δεν είναι ότι τελειώνει νωρίς, αλλά ότι περιμένουμε πολύ για να την ξεκινήσουμε.’’

Άρα, άφησε την κοπέλα να αρχίσει να ζει αφού εσύ την είχες καταδικάσει σε υποσιτισμό, με το χλωμό ενδιαφέρον σου, έχοντάς την στο stand by.

Και,

Λάβε υπ’ όψιν σου ότι αυτή ό, τι και αν κάνει δεν είναι από εκδίκηση, το λέμε και το ξαναλέμε, δεν είναι αυτή η αιτία. Απλώς βρήκε αυτά που εσύ της στέρησες, και η μοίρα την βοήθησε σ ‘ αυτό, με τον ιδανικότερο τρόπο.

Αυτός ήταν ο μονόλογος ο εσωτερικός του. Δεν ήταν τύπος όλως διόλου σάπιος. Είχε και στοιχεία αναλαμπής και δικαιοσύνης. Κάτι ήταν και αυτό.

 

Έφυγε από την Επίδαυρο αμέσως μετά από το θέατρο.

Όχι τις ΒΑΚΧΕΣ’’ δεν είδε, αλλά πάνω από το τελευταίο διάζωμα σάρωνε μέτρο μέτρο το θέατρο με τα κιάλια του προσπαθώντας να την εντοπίσει.

Και όταν στο τέλος δεν την είδε μέσα στο πλήθος που περνούσε από μπροστά του, στην έξοδο, ενώ τόσοι γνωστοί του τον χαιρετούσαν και αυτός αντιχαιρετούσε μηχανικά, κατάλαβε επιτέλους τι είχε συμβεί.

‘’Ψυχραιμία ρε συ Περικλή’’ μονολογούσε. Τη Δευτέρα που θα γυρίσει στο εξοχικό θα εξηγηθούμε. Στο διάβολο και οι συμφωνίες που για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, μόνος μου νομοθετούσα μόνος μου τους έθετα εν ισχύ, στο διάβολο και οι εγωισμοί. Δεν αντέχω άλλο αυτή την αβεβαιότητα. Αποκλείεται’’.

Αβεβαιότητα σε τι; Αμφιβάλεις βλακέντιε ότι το κορίτσι έκανε το ταξίδι’’ της ζωής του; Εσύ μωρέ; Ο μαιτρ του είδους;

Ο Καπετάνιος των Καπεταναίων;

Για φαντάσου. Ώστε έχεις αβεβαιότητα. Τι δράμα και το δικό σου!

Μια μόνο φορά έλα στη θέση της Αγάθης, Πόσες, όχι αβεβαιότητες μα βεβαιότητες έχει ζήσει μαζί σου στα έξι χρόνια που είσαστε μαζί;

Και μη μας πεις, άλλο ο άντρας και άλλο η γυναίκα, γιατί κάτι τέτοιο δεν συνάδει με τους μοντερνισμούς σου. Είναι μια ρήση ανατολίτικη και παμπάλαια.

Δεν ξέρουμε τι θα κάνεις, αλλά ΑΝ το θέμα το στηρίξεις σε τέτοιες βάσεις, τότε και το ίχνος ελπίδας που σου έχει απομείνει να μη την χάσεις την Αγάθη, ξέχνα το.

Το κόκκινο χαλί εσύ της το έστρωσες να υποδεχτεί τον πιτσιρικά της.

Άραγε τι τακτική θα ακολουθήσεις για να αποτρέψεις το μοιραίο που το βλέπεις να έρχεται; Είμαστε περίεργοι να το δούμε.

Γούστο θα έχει…

 

*

 

Ο Περικλής δε γύρισε στην Αθήνα. Πήγε στο εξοχικό να καθίσει μια εβδομάδα να ξεδιαλύνει τα δικά του μπερδεμένα συναισθήματα αλλά κακά τα ψέματα, ΚΥΡΊΩΣ να δει τι παίζει με τον μικρό.

Για να περιμένει να γίνει αυτό μέχρι το επόμενο Σάββατο δεν το άντεχε. Ούτε άντεχε να ζήσει την αβεβαιότητα που τον κατέλαβε και τον είχε αναστατώσει αλλά και αγχώσει σήμερα.

Το σπίτι, το δικό του το σπίτι, του φάνηκε ξένο. Χωρίς την Αγάθη και το δικό της άρωμα στην ατμόσφαιρα, δεν ήταν παρά ένα οποιοδήποτε σπίτι σαν αυτό της Αθήνας, να πούμε. Και βέβαια εκεί, ήταν απούσα η Αγάθη εκ των πραγμάτων όμως, με τη διαφορά ότι εκείνος σπανίως έμενε στο σπίτι το δικό του. Έκανε αυτό που λέμε στην καθομιλουμένη: Ξενοκοίμισμα, οπόταν δεν είχε πρόβλημα.

Εδώ όμως; Άλλος ήταν εκείνος που ξενοκοιμόταν.

Ισοπαλία.

Κοίταξε όμως φίλε μου πώς τα φέρνει καμιά φορά η ζωή.

Πώς αλλάζουν οι ρόλοι.

Μα όπως στρώσεις κοιμάσαι. Όχι βέβαια πως αυτό είναι θέσφατο.

Όχι βέβαια επειδή συνηθίζεις να κερατώνεις, το αποτέλεσμα θα είναι να γίνεις και συ κερατάς κάποια στιγμή. Αυτό λίγες φορές συμβαίνει, γιατί όπως ξαναείπαμε ο κόσμος φτιάχτηκε για τους άντρες… (και συγγνώμη Θεέ…).Μα όταν συμβεί, είναι χάρμα και παράδειγμα όχι προς αποφυγήν αλλά προς μίμηση.

Την Κυριακή πια το σπίτι δεν τον χωρούσε.

Πήρε το ψαροκάλαμο και πήγε για ψάρεμα στην συνηθισμένη του βραχώδη περιοχή.

Μόνος με τις σκέψεις του για συντροφιά, έκανε τα ψάρια της περιοχής να έχουν στήσει γλέντι. Έτρωγαν τα δολώματα χωρίς αυτός να το παίρνει χαμπάρι. Έβαζε το δόλωμα έξω έξω σε ένα άχρηστο αγκίστρι που όχι ψάρι δεν ήταν ικανό να πιάσει αλλά ούτε την κάλτσα του που έφυγε από το πόδι του και έπεσε στο νερό.

Κάθισε εκεί κανένα δίωρο. Βλαστήμησε την ατυχία του που δεν έπιασε ούτε πέρκα και γύρισε έτσι όπως ήταν με τη μία κάλτσα σπίτι του!

‘’Για κοίταξε αφηρημάδα’’, μουρμούρισε. Βγήκα έξω με μία κάλτσα τς.τς.τς. Ρεζίλι θα γινόμουν αν με έβλεπε καμιά γκόμενα.

Αδιόρθωτος ο τύπος.

Αλλάζει μωρέ ο άνθρωπος; Αμ δε…

Έκανε ένα ντους και πήγε στη γειτονική τους ταβέρνα.

 

«Γεια σου αφεντικό», είπε ο ταβερνιάρης, στον Περικλή. «Ένα σερβίτσιο να βάλω ή θα έρθει η κυρά; Έχω ένα γαλέο σκορδαλιά, να γλύφεις τα χέρια σου. Φάγανε προχθές η κυρά με τον συγγενή σας και το ευχαριστήθηκαν.»

«Η κυρά; ποια κυρά Κωνσταντή;»

«Η δικιά σου αφεντικό. Με εκείνο το παλικάρι τον εξάδελφό της.

Μα είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσο όμορφοι άντρες; Τι ηθοποιούς μου λες και πράσινα άλογα. Αυτός είναι πιο όμορφος από τον Θεό Απόλλωνα που έχουμε στο Μουσείο μας. Να τον χαίρεστε αφεντικό. Τυχερή η κοπέλα που τον αγκαλιάζει.»

 

Τώρα τι να ήταν όλα αυτά; Να ήταν μπηχτές;

Να ήταν έμμεσες πληροφορίες από αντρική αλληλεγγύη;

Να ήταν κουτσομπολιό καλυμμένο με μια στρώση πονηράδας και κακεντρέχειας;

Ό, τι και αν ήταν, του έκοψε την όρεξη τελείως. Δεν κατέβαινε κάτω ούτε μπουκιά. Ήπιε το μισό μπουκάλι κρασί ξεροσφύρι, πλήρωσε τον έκπληκτο ταβερνιάρη που είδε τον ονειρεμένο γαλέο του περιφρονημένο και αφημένο στις πανευτυχείς σφήκες της περιοχής και των περιχώρων, πήρε παραμάσχαλα το μπουκάλι με το υπόλοιπο κρασί και γύρισε να ξαπλώσει στη chaise longue στην σκιερή του βεράντα.

Πίνοντας το υπόλοιπο κρασί, το μετάνιωσε που δεν αγόρασε και άλλο ένα μπουκάλι γεμάτο.. Ίσως μέσα στο ψυγείο να είχε βάλει η Αγάθη κανένα.

Όντως η κρασοθήκη ήταν γεμάτη, Μπράβο το κορίτσι του.

Κορίτσι ΤΟΥ είπατε;

Ανακουφισμένος ξαναγύρισε στην chaise longue του και πήρε το σταθερό τηλέφωνο να ελέγξει τις κλήσεις του μιας και είχε κάνει εκτροπή του Αθηναϊκού του τηλεφώνου.

Ήταν και Εκείνη μεταξύ όλων των κλήσεων.

«Περικλή» (πρόσεξε. Η Αγάθη είπε: Περικλή. Δεν είπε

Περικλή ΜΟΥ.)

Πρώτη επισήμανση.

Σου αφήνω μήνυμα στο σταθερό, γιατί το κινητό σου είναι εκτός λειτουργίας. Θα το έβρεξες πάλι. Θα γυρίσω το βράδυ της Κυριακής.»

Δεύτερη επισήμανση.

Άντε τώρα ρε συ Αγάθη.

Τι του λες τώρα του… ’’καθηγητή’’ του ψεύδους; ‘’Έλα μπάρμπα μου να σου δείξω τα αμπελοχώραφά σου;’’ Γνωστό το κόλπο του χαλασμένου κινητού. Να δεις ότι μόλις έρθεις θα λειτουργήσει ως εκ θαύματος αμέσως.

Δεν πειράζει, εσύ ακόμη είσαι αρχάρια στα κόλπα αυτά. Μελλοντικά θα εφεύρεις κόλπα εξυπνότερα και λιγότερο συνηθισμένα.

Μαθαίνεις κορίτσι μου μαθαίνεις.

Ξέρεις τι θυμίζει ένα βρεγμένο κινητό και εκτός λειτουργίας; Σαν εκείνες τις ταμπελίτσες που κρεμάνε στις πόρτες των δωματίων σε ξενοδοχεία, με την επισήμανση:

ΜΗΝ   ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ’’…

Δεν πάμε καθόλου καλά Περικλή. Καθόλου όμως… Ουφ.

 

*

 

Έτσι ξαπλωμένος που ήταν και με τόσο κρασί να κυκλοφορεί στο αίμα του τον πήρε ο ύπνος.

Καλύτερα, γιατί άρχισε να αισθάνεται ότι δεν ήταν και στα πολύ καλά του.

Κοιμήθηκε για λίγο. Δεν μπορούσε πιο πολύ. Χρειαζόταν επειγόντως έναν δυνατό πικρό καφέ να ξεμεθύσει. Ναι αλλά ποιος να του τον φτιάξει; Για τον ίδιο η κουζίνα του σπιτιού απείχε χιλιόμετρα. Αδύνατον να πάει… με τα πόδια μέχρι εκεί!

Δίπλα στη chaise longue βρισκόταν μία μεγάλη γλάστρα σχεδόν άδεια. Ελάχιστο το χώμα εντός της. Ευτυχώς που υπήρχε. Γιατί άρχισε να κάνει τέτοιον έμετο που ένιωθε το στομάχι του να διαλύεται. Και η βρώμα από το κρασί που ξερνούσε, του έφερνε καινούριες εμετικές κρίσεις.

Σκέψου να μην υπήρχε αυτή η γλάστρα η μεγάλη. Είχε την εντύπωση ότι όπου να ναι θα την γεμίσει !Αν δεν υπήρχε αυτή, θα γέμιζε βρωμιά τη βεράντα και άντε μετά να την καθαρίσεις στη κατάσταση που είσαι.

Βρωμόκρασο. Τι το ‘θελε να το πιει τόσο; Έτσι πάνε τα φαρμάκια κάτω;

Σαν να αισθάνθηκε καλύτερα.

Τον ξαναπήρε ο ύπνος. Και τη φορά αυτή τον πήρε για τα καλά.

Ξύπνησε αργά το απόγευμα. Ένιωθε κουρέλι.

Άρχισε να σουρουπώνει. Πλησίαζε η ώρα της κρίσης.

Άναψε όλα τα φώτα του σπιτιού, της βεράντας, του κήπου. Να τα δει η Αγάθη, να καταλάβει ότι εκείνος είναι σπίτι και να μην αρχίσει τυχόν διαχύσεις με το λεγάμενο, χάδια αποχαιρετισμού της καληνύχτας, παρόντος εκείνου, κάπου στο σπίτι. Είχε τις λεπτότητές του ο Περικλής. Μα να το έκανε λες από λεπτότητα ή για να μην έρθει ο ίδιος σε δύσκολη θέση και άρχιζε τον παίδαρο στις κλωτσιές και πού σε πονάει και πού σε σφάζει όταν θα τον έβλεπε να φιλάει τη δικιά του; Μπερδεμένα όλα στο μυαλό του.

Και ο ίδιος συνέχιζε να είναι ένα μάτσο χάλια.

Καλύτερα να πάει μέσα να ξαπλώσει στο κρεβάτι μη τον δουν σ’ αυτό το μαύρο χάλι. Ο οίκτος μόνο του έλειπε, ή η μομφή για το χάλι του, αυτή του μεθυσμένου κερατά.

Έχουμε και ένα prestige, εμείς οι εραστές οι έμπειροι, κωλόπαιδο.’’

Α, ρε συ Περικλή τι κατάντια και η δική σου! Πώς τα κατάφερες έτσι;’’ αναρωτήθηκε.

‘’Μα στ’ αλήθεια δεν ξέρεις;

Μιλάς σοβαρά;

Το ξέρεις το ‘’γιατί’’; πέραν κάθε αμφιβολίας;

Αλήθεια το λες;’’

Και τον πήραν τα κλάματα.

Θεέ μου, τι θα κάνω αν μ’ αφήσει;

Πόσο την αγαπάω Χριστέ μου.’’

 

Βρε άσε Πατέρα και Υιό, και έλα να σε ρωτήσουμε κάτι.

ΤΩΡΑ το κατάλαβες;

Τώρα που είδες ότι πιθανόν να ανοίξει πανιά για άλλες θάλασσες; Ή μήπως έχει τρωθεί ο εγωισμός σου του κατακτητή που δεν ξέρει να χάνει;

ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΜΑΖΙ…’’

Ό Λ Α! ε; Μωρέ μπράβο.

 

Και τον ξαναπήρε ο ύπνος.

 

*

 

Κάποια στιγμή, λίγο πριν το ξημέρωμα άνοιξε τα μάτια του.

Εκείνη κοιμόταν στον καναπέ και κοιμόταν βαθιά.

Έριξε πάνω της ένα σεντονάκι γιατί είχε πιάσει μια περίεργη δροσούλα απόψε, (ή έτσι του φάνηκε;), και δεν την ξύπνησε βέβαια. Το ότι ήρθε έστω στο σπίτι, και δεν τον έγραψε τελείως όπως και του άξιζε, ε, κάτι ήταν και αυτό.

Όπου να ’ναι ξημερώνει μια καινούρια μέρα.

Θα δούμε τι έχει να μας φέρει.

Και ό, τι είναι να γίνει θα γίνει, πολιτισμένα πάντα, με ψυχραιμία, κατανόηση και αγάπη. Αμήν.

 

*

 

Σηκώθηκε να κάνει μια επιμελημένη περιποίηση του εαυτού του. Παρ’ ό, τι ακόμη αισθανόταν ένα hung over.

Ήταν άνθρωπος φιλάρεσκος και δεν ήθελε να τον δει η Αγάθη έτσι ελεεινό και τρισάθλιο βρώμικο, αξύριστο με γένια τριών ημερών και δεν συμμαζεύεται…

Έριξε πάνω του τόσο νερό και σαπούνι ικανό να κάνουν ντους πεντέξι άνθρωποι, μα και πάλι η αίσθηση της κρασίλας και η μυρωδιά του εμετού, που δεν έλεγε να του φύγει. Νόμιζε ότι δεν θα ξεβρόμιζε ποτέ. Μα τι στο διάβολο κρασί ήταν αυτό που του είχε δώσει ο Αποστόλης. Έπρεπε να το συζητήσει μαζί του.

Μα το κρασί έφταιγε βρε Περικλή; Τρεις μέρες έχεις να βάλεις μια μπουκιά στο στόμα σου. Κατακαημένεεεε.

Σκέφτηκε ’’φαγητό’’ και τον έπιασε και πάλι αναγούλα.

Τέρμα. Ούτε κρασί θα ξανά έπινε ποτέ.

Ούτε θα ξανά έτρωγε τίποτα.

Να πέθαινε της πείνας καλύτερα παρά να ξαναζήσει στιγμές σαν τις χτεσινές με τη γλάστρα.

Βρε καλά και την θυμήθηκε την γλάστρα.

Πήγε και την άδειασε μακριά έξω από τον κήπο. Φοβόταν ότι αν την άδειαζε κάπου στο περιβόλι, στο σημείο εκείνο δεν θα φύτρωνε ούτε γαϊδουράγκαθο στους αιώνες των αιώνων.

Πέταξε και τη γλάστρα μαζί με το περιεχόμενό της.

Αισθάνθηκε καλύτερα.

Έναν καφέ, ναι, τώρα τον ήθελε. Το μόνο που θα έβαζε στο στόμα του και το στομάχι.

Πήρε το φλιτζάνι με το καυτό του περιεχόμενο και κάθισε στην πολυθρόνα της βεράντας. Βάλθηκε να αγναντεύει τη θάλασσα και την ανατολή του ήλιου που έβαφε ροζ στην αρχή και κόκκινο στη συνέχεια τον ορίζοντα εκεί αριστερά πέρα στο σημείο που ενώνονταν αυτός με τη θάλασσα και ήταν τόσο έντονα γαλάζια και ακύμαντη που έμοιαζε με γυαλί λιωμένο και απλωμένο σε μία τεράστια έκταση.

Ζήλεψε τον ψαρά της βάρκας εκεί στο βάθος, που φαινόταν όλο και καθαρότερα να μαζεύει τα δίχτυα που τα είχε ρίξει αποβραδίς.

Μια απ’ αυτές τις μέρες, θα ζητούσε από τον καπεταν Νικόλα τον ψαρά, να τον πάρει μαζί του ένα βράδυ για ψάρεμα. Να παρακολουθήσει την όλη διαδικασία, από το άπλωμα των διχτυών μέχρι το μάζεμά τους.

Για κοίτα τώρα. Τόσα χρόνια δεν του είχε ξαναγεννηθεί μια τέτοια επιθυμία.

Έ, ναι βρε συ.

Δεν το ξέρεις Περικλή; Υπάρχουν ομορφιές και άλλες πέρα από το πήδημα.

Γι΄ αυτό ιεράρχησε πια τις ομορφιές της ζωής και μοίρασε σωστά και με μέτρο την απόλαυσή τους. Αμάν πια με σένα.

 

 

Δεν την πήρε είδηση που ήρθε και κάθισε δίπλα του, έτσι βυθισμένος που ήταν στις σκέψεις του.

«Καλημέρα Περικλή. Πώς και είσαι εδώ ακόμα ; Δεν θα πας στο γραφείο σήμερα;»

«Καλημέρα Αγάθη μου. Όχι δεν θα πάω ούτε σήμερα ούτε αύριο ούτε όλη την εβδομάδα.

Πειράζει;

Χαλάω κάποια σου σχέδια;

Όχι, γιατί εάν τα χαλάω, να μου το πεις και θα δω πώς μπορώ να ρυθμίσω τις μικροδιακοπές μου που είπα να κάνω μια και δεν είχα πολλή δουλειά.

Πώς πέρασες αγάπη μου στην Επίδαυρο; Καλή η παράσταση;»

(Κρίσιμη ερώτηση. Και από την απάντηση θα εξαρτηθούν πολλά…)

«Δεν πήγαμε στην Επίδαυρο. Είχε ο Άλκης μια δουλειά στη Σίφνο και την συνδυάσαμε με ένα όμορφο Σαββατοκύριακο.»

Ώστε απέφυγε να πει ένα μεγάλο ψέμα. Επέλεξε να πει ένα μικρότερο σώζοντας έτσι κάπως τα προσχήματα.

Ήταν περισσότερο από σίγουρος ότι αφ’ ενός καμία δουλειά δεν είχε ο νεαρός της στη Σίφνο και αφ’ ετέρου εκείνη είχε μαντέψει την πρόθεσή του να πάει και αυτός στην Επίδαυρο παρά την περί του αντιθέτου παράκλησή της.

‘’Σε τα μας κυρία Αγάθη μας τα κόλπα αυτά; Και τα ’’doctora’’ μας τι τα έχουμε;

Ας είναι. Έστω και έτσι, σώζεται η αντρική μας τιμή’’. (και ποιος άφησε την τιμή για να την βρει ο ταξιδευτής’’ μας).

«Μου έλειψες μωρό μου. Αλήθεια σου λέω. Είχα και μία ιωσούλα και μου έλειψαν οι περιποιήσεις σου.» της είπε.

Τι σαχλαμάρες της έλεγε ο Χριστιανός; Βλακείες και κοινότοπες αηδίες.

Και έλεγε και έλεγε, και σταματημό δεν είχαν οι σαχλαμάρες του.

Όταν σε μια στιγμή, μα εντελώς ξεκάρφωτα της λέει:

«Είναι σοβαρό αγάπη μου; Να ανησυχώ;»

«Το ποιο Περικλή;»

(τόσην ώρα μιλάνε και ένα κτητικό ‘’ΜΟΥ’’ δεν βρέθηκε να το ξεστομίσει η καλή του.)

«Μα το θέμα που προέκυψε με τον Νεαρό, βρε Αγάθη, ποιο άλλο;»

«Το αν είναι σοβαρό θα δείξει. Αν σοβαρέψει περισσότερο μείνε ήσυχος θα σε ενημερώσω». Του είπε κάπως ψυχρά. Και σηκώθηκε να φτιάξει τον δικό της καφέ.

Επέστρεψε σε δύο τρία λεπτά. Χρονικό διάστημα σχετικά αρκετό για να ετοιμάσει τις απαντήσεις της και σε άλλες απρόσμενες ερωτήσεις.

«Και όχι Περικλή. Δεν μου χαλάς κανένα σχέδιο. Μπορείς να καθίσεις στο δικό σου σπίτι αλλοίμονο. Αν χρειαστεί, ίσως εγώ φύγω για καμιά δυο μέρες στην Αθήνα. Έχω μια δουλειά στο Πανεπιστήμιο.»

«Μα καλοκαιριάτικα Πανεπιστήμιο; Νόμιζα ότι είναι κλειστό.»

«Είναι. Μα πρόκειται να γίνει μια συνάντηση με μαθητές μου που πρέπει να δώσουν εξετάσεις τώρα, γιατί δεν έγιναν στην ώρα τους λόγω της πολύμηνης απεργίας.

Τέτοιες έκτακτες συναντήσεις θα έχω πολλές τούτο το καλοκαίρι καθώς φαίνεται. Δυστυχώς.»

’’Να ναι αλήθεια αυτά που μου λέει, ή δικαιολογίες για τα ‘’ταξίδια’’ της που τα άρχισε ήδη και θέλει να τα συνεχίσει επειδή τα βρήκε γοητευτικά ;

Και εδώ που τα λέμε, είναι γοητευτικά τα άτιμα.’’ είπε ο Περικλής στον εσωτερικό του μονόλογο.

Οπόταν Περικλή το ‘ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΙΓΩΝΟ’ στεριώνει και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα.

«Και πότε θα τον γνωρίζω το Μικρό μας γείτονα;»

«Αργότερα. Θα του τηλεφωνήσω να τον καλέσω. Ίσως του πω να έρθει για φαγητό αν δεν έχεις αντίρρηση.»

 

 

Την έβλεπε να αλλάζει ώρα, την ώρα. Και δεν ήταν μόνο αυτό που τον πλήγωνε. Εκείνο που τον βασάνιζε ήταν η σκέψη, του πώς αισθανόταν το κορίτσι αυτό, έως και πριν 15 μέρες για Εκείνον.

Σε λίγο θα βλέπονται ίσως σαν φίλοι.

Μα είναι ποτέ δυνατόν να αισθάνονται φίλοι’’ δύο άνθρωποι που αγαπήθηκαν πολύ με έρωτα με πάθος με έξαλλο σεξ που τους ένωνε τα κορμιά και την ψυχή;

Είναι δυνατόν η σχέση αυτή να μεταλλαχθεί σε φιλία’’;

Είναι δυνατόν να είσαι ακόμη ερωτευμένος και να έρχεται η καλή σου να σου λέει, ή και αν δεν το λέει να το υπονοεί, ότι αυτά που έκανε μαζί σου τα κάνει και με κάποιον άλλο ενώ μαζί σου ΠΟΤΕ ΠΙΑ.;

Εσύ να τα ακούς αυτά και να μένεις ασυγκίνητος; Αδιανόητο. Εκτός αν η κοπέλα νιώθει το ίδιο πάθος και για τους δύο συντρόφους της. Ίσως ως ένα σημείο αυτό να είναι κατανοητό.

Και ας έλεγε το παλιό το άσμα :

«Δεν υπάρχει ευτυχία

Που να κόβεται στα τρία

Στην περίπτωσή μας όμως,

Δεν υπάρχει άλλος δρόμος…»

 

Εν πάση περιπτώσει ας μας επιτραπεί να πούμε ότι είναι αδύνατον ένα φλογερός έρωτας ψυχής και κορμιού να μεταλλαχθεί σε φιλία

Άλλο η φιλία.

Άλλο ο έρωτας.

Να συνυπάρχουν ΝΑΙ.

Ξέχωρα πάντως είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Τα ωραιότερα της ζωής και δεν είναι πράγματα. Είναι συναισθήματα.

 

 

Και πώς να έρθει τώρα ο αντίζηλος στο σπίτι σου να του κάνεις το τραπέζι;

Εσύ που έχεις πηδήξει τον μισό γυναικείο πληθυσμό της Αθήνας – όπως πολύ σεμνά είπε και ένας Βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου!— έφερες ποτέ στο σπιτικό σου καμιά γυναίκα από το χαρέμι σου να γνωρίσει την Πρώτη Κυρία, την Ευνοούμενη, τη Σουλτάνα σου; Δεν το έκανες γιατί θα ήταν πρόστυχο και απλά δεν θα το άντεχε όχι μόνο η Αγάθη αλλά και η κάθε Αγάθη της γης.

Εσύ πώς να το αντέξεις;

Και το ονομάζεις αυτό Μοντερνισμό;

Εμείς οι απέξω το βλέπουμε ελαφρώς αφύσικο και ελαφρώς ανήθικο που ίσως εξιτάρει τον ένα από τους δύο σας. Του ανεβάζει τη λίμπιντο.

Τρίγωνο λοιπόν το παρόν.

Αναλύοντας:

Η κυρία πανευτυχής, απολαμβάνει δύο αρσενικά που την λατρεύουν καθένα με το δικό του τρόπο.

Ο ένας κύριος ζηλεύει τρελά και δεν ανέχεται να την μοιράζεται. (ο νέος)

Ο έτερος ναι μεν ζηλεύει αλλά και εξιτάρεται με τη μοιρασιά αρκεί η κυρία να μη φύγει και τον αφήσει στα κρύα του λουτρού. (ο παλιός).

Αυτοί είναι οι ρόλοι προς το παρόν.

Αν αλλάξουν οι ρόλοι και έχουμε και δεύτερη μεγάλη ζήλια τότε αλλάζει η εξίσωση δραματικά.

Αλλά ας μείνουμε στην πρώτη κατηγορία.

 

 

Τον κάλεσαν τον Άλκη μα εκείνος δεν ήρθε, με κάποια πρόφαση ευγενική και πολύ καλά έκανε. Αυτός ΔΕΝ την κατανοούσε τη μοντέρνα ανοχή του Περικλή. ΖΗΛΕΥΕ. Και δεν του άρεσαν οι μεσοβέζικες καταστάσεις.

Από το τρίγωνο, ήταν η πιο σωστή πλευρά του, η πιο φυσιολογική. Και τρελαινόταν στη σκέψη ότι μπορούσε εκτός από αυτόν ν’ ακουμπάει και κάποιος άλλος το κορίτσι του και να κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι μαζί.

Του ερχόταν να ουρλιάξει από απελπισία σε αυτή τη σκέψη. Στην Αγάθη δεν έδινε μόνο το υπέροχο κορμί του μα τη νεανική αγνή καρδιά του, την ψυχή του, τα όνειρά του, το παρόν του, το μέλλον, την ύπαρξή του.

Ήταν ερωτευμένος τόσο. Και συγχρόνως απόλυτα ευτυχής όταν ήταν μαζί της. Ίσως γιατί ήταν ακόμη Άφθαρτος και μακάρι να ήταν έτσι πάντα στη ζωή του. Ναι μεν ήταν σούπερ μοντέρνος, αλλά στο θέμα γυναίκα, ήταν της παλιάς Σχολής. Καλώς ή Κακώς έτσι ήταν.

Η Αγάθη πολύ εκτίμησε την άρνηση του Άλκη να έρθει για φαγητό.

Την έκανε να δει αυτό που είπαμε και πριν ότι δηλαδή από της τρεις τους εκείνος ήταν ο πιο σωστός, ο πιο υγιής χαρακτήρας. Του άξιζε κάτι καλύτερο από αυτήν την ίδια.

Αυτή υπήρξε δειλή, Όταν το μπορούσε έπρεπε να μη δεχτεί τις γεωμετρικές λύσεις που άρεσαν στον δικό της, με τα τρίγωνά του ή τα πολύγωνά του και της μοιρασιές. Δεν ζούσε σε μια αγέλη ζώων, ήταν άνθρωπος.

Την αγαπούσαν και οι δύο καθ’ ένας με τον δικό του τρόπο και αντίληψη.

Σύμφωνοι.

Όμως δεν θα πήγαινε με κανέναν από τους δύο.

Τον Άλκη τον αγαπούσε πάρα πολύ για να επιτρέψει στον εαυτό της να ζήσει την ωραία και αγνή ζωή του μαζί της.

Ο Περικλής την αγαπούσε με ό, τι αυτός νόμιζε για αγάπη, μα εκείνη ΔΕΝ τον εκτιμούσε για τις επιλογές του και η εκτίμηση παίζει μεγάλο ρόλο σε μια σχέση.

Το αποφάσισε. Θα εξαφανίζονταν από τη ζωή τους.

Θα φρόντιζε να πάρει μια μετάθεση ή και να παραιτηθεί ακόμη από τη δουλειά της για να χάσουν τα ίχνη της.

Η απόφαση που πήρε έτσι ξαφνικά, ήταν μη αναστρέψιμη.

Τον Άλκη κατάλαβε ότι τον αγαπάει περισσότερο από ό, τι είχε αγαπήσει τον Περικλή και γι’ αυτό τον αφήνει. Αυτόν τον δεύτερο, τον αγάπησε πολύ, μα όχι τώρα πια, ώστε να δέχεται απ’ αυτόν και να του συγχωρεί τα πάντα. Συνειδητοποίησε ότι την έκανε να χάσει το ουσιαστικό νόημα της ζωής μαζί του, αλλά ήταν και αυτή το ίδιο υπεύθυνη με αυτόν.   Στρουθοκαμήλιζε, ανεχόμενη τα βίτσια του.

 

 

Δεν είπε τίποτα και στους δύο.

Έβαλε δυο τρία πράγματα σε ένα σακ βουαγιάζ άνοιξε την πόρτα του εξοχικού και στα 36 της χρόνια είπε οριστικό αντίο σε μια ζωή που δεν ήθελε να μοιράζεται με κανέναν από τους δύο.

Αισθανόταν βέβαια τόσο μα τόσο μόνη.

Το τι της επιφύλασσε η Μοίρα πάρα κάτω, δεν μπορούσε να ξέρει…

 

_

γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Η Λένα Μαυρουδή Μούλιου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.

Είναι Πτυχιούχος Πιάνου του Εθνικού Ωδείου Αθηνών και Συνθέτις.

Συνέθεσε πάνω από 200 τραγούδια σε στίχους δικούς της. Μελοποίησε ποιήματα Ελλήνων ποιητών.

Είναι δασκάλα πιάνου και αγγλικών.

 

Έχει γράψει:

‘’Το πιάνο μου και τα τραγούδια μου” ( στίχοι)

‘’Το τελευταίο τάνγκο” (ποιήματα)

‘’Η Παρέα η Καλοκαιρινή” (μυθιστόρημα.)

‘’ΜΑΡΙ-ΝΑ” (μυθιστόρημα)

‘’Υποψίες” (μυθιστόρημα)

‘’Λένα εκ βαθέων”( αφήγημα)

‘’Το Τετράδιο’’ (μυθιστόρημα)

‘’Διηγήματα και άλλα”

“Το σπίτι με τις αλυσίδας”

“Θάνατος στο πάρκο” (αστυνομική νουβέλα)

“Ο animateur” (νουβέλα)

‘’O Βράχος και το γράμμα’’ (αστυνομική νουβέλα).

‘’Στην πλαγιά της Βίλας’’ (μυθιστόρημα). Υπό έκδοση από την Εκδοτική ΑΝΙΜΑ της Άννας Ραζή.

‘’Διηγήματα. Η Διαφήμιση’’ ( αστυνομικά διηγήματα)

‘’Διηγήματα. Ο βράχος’’ (έπαινος στο διαγωνισμό διηγήματος της Εταιρείας Λογοτεχνών Πάφου 2014 για το διήγημα ‘’Η ΣΚΙΑ’’, Β Έπαινος στον Πανελλήνιο διαγωνισμό 2014 της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού στο διήγημα: ’’Ο ΕΠΟΜΕΝΟΣ’’ Έπαινος από τους Βιβλιόφιλους Έδεσσας 2014, για το διήγημα ‘’ΤΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΛΑΘΟΣ’’ )

‘’ Μεγάλα Διηγήματα. ‘’Η γραμματέας’’.

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ: Διηγήματα της συγγραφέως αναρτώνται συνεχώς από το διαδικτυακό περιοδικό “ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ”, την ΑΝΙΜΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, και άλλες ιστοσελίδες.

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 14 – 15 Δεκεμβρίου 2024

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 14 – 15 Δεκεμβρίου 2024

Real News https://youtu.be/px8Sd8oC-OUΚαθημερινή Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να...

Επιστροφή στο χωριό

Επιστροφή στο χωριό

Ήθελε πολύ να κλάψει, να ξεσπάσει. Μα όσο κι αν προσπάθησε να βγάλει από μέσα του αυτό που του άδραχνε σφιχτά την καρδιά και του έκοβε την ανάσα, δεν το κατάφερνε. Τα κόκκινα από την αγρύπνια μάτια του παράμεναν στεγνά, σαν τα χωράφια που τα είχε ζεματίσει η αναβροχιά...

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Αντρικό κούρεμα

Αντρικό κούρεμα

Τα καλοκαίρια γυρίζαμε έξω. Οι μανάδες στο σπίτι οι πατεράδες στη δουλειά εμείς στις αλάνες. Οι αλάνες - δρόμοι, ήταν σαν τις γελοιογραφίες του Mordillo. Αν σου έφευγε η μπάλα στην κατηφόρα, είχες δυο επιλογές. Η μια ν’ αρχίσεις το τρέξιμο ώστε τα δεδομένα του...

Routine

Routine

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά...

5 σχόλια

5 Σχόλια

  1. Matina Mardeli

    Η ιστορία σας μοντέρνα, με ωραία ροή που κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη! Η ανατροπή στο τέλος επίσης αξιόλογη!

    Απάντηση
    • Λένα Μούλιου

      Πολύ χαίρομαι που σας άρεσε το διήγημά μου . Ευχαριστώ.

      Απάντηση
  2. Λέανδρος Καραΐσκος

    Εξαιρετικο!!

    Απάντηση
  3. Σμυρνάκη Σταυρούλα

    Μου άρεσε πάρα πολύ το κείμενό σας το οποίο βρηκα τυχαία..Ηθελα να βαλω πέντε αστεράκια αλλά δεν ξέρω γιατί μπήκαν τριάμισυ..Συγγνώμη..

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου