–
γράφει η Μαρία Βασιλειάδου
–
Με το ερώτημα «Πώς βιώνει ένα παιδί τον πόλεμο;» να πλανάται στο μυαλό μου ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο της Νιόβης Κερκίδου «Ευχαριστώ…» έπειτα από παρότρυνση της ίδιας αλλά και αρκετών άλλων γνωστών και φίλων, που ασχολούνται με το βιβλίο εν γένει. Εκ των προτέρων γνώριζα ότι το συγκεκριμένο βιβλίο θα διέφερε από ό,τι άλλο είχα πιάσει στα χέρια μου το τελευταίο διάστημα, μιας και επρόκειτο για ένα βιογραφικό/ιστορικό έργο βγαλμένο μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα.
Η συγγραφέας, μέσα από μια έρευνα που διήρκησε εννέα χρόνια και από την προσωπική της εμπειρία, αναφέρεται στη φιλοξενία παιδιών, κυρίως από την Ιερά Μητρόπολη Ηλείας -αλλά και όχι μόνο-, που έγινε αμέσως μετά την τουρκική εισβολή του 1974 στην Κύπρο. Τα παιδιά αυτά φιλοξενήθηκαν κατά το σχολικό έτος 1974-75 σε εκκλησιαστικά ιδρύματα, σε δομές κοινωνικής πρόνοιας αλλά και σε ανάδοχες οικογένειες, έπειτα από αδυναμία -η οποία ήταν απόλυτα δικαιολογημένη- του Κυπριακού Υπουργείου Παιδείας να εντάξει τα παιδιά εκείνα που είχαν μεταφερθεί στα νότια της Μεγαλονήσου λόγω πολέμου, αλλά και έπειτα από επιθυμία και προσφορά πολλών Ελλαδιτών να δεχτούν παιδιά για φιλοξενία.
Μέσα από την εκτενή περιγραφή της κυρίας Κερκίδου και τα προσωπικά βιώματα των ανθρώπων που υπήρξαν φιλοξενούμενοι σε ανάδοχες οικογένειες, ο αναγνώστης μπορεί να μάθει τόσο μέρος των γεγονότων εκείνης της τραγικής περιόδου για την Κύπρο όσο και το πώς βίωσαν αυτά τα γεγονότα τα «παιδιά της εισβολής». Βαθιά συγκινητική η ιστορία και η δική της αλλά και των υπόλοιπων παιδιών, τα οποία μέσα από την μαρτυρία τους και την καταγραφή της συγγραφέως λένε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» προς τον Ελληνικό Λαό για την αγάπη, τη συμπόνια, την τρυφερότητα και τη γενναιοδωρία που επέδειξε στα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Το συγκεκριμένο βιβλίο φωτίζει μια ιστορία που ελάχιστοι γνωρίζουν, αλλά που είναι ακόμα ζωντανή μέσα στις ψυχές εκείνων που την έζησαν είτε πρόκειται για παιδιά που φιλοξενήθηκαν είτε για οικογένειες που τα φιλοξένησαν. Μέσα από μια εκτενή έρευνα και μια επίμονη προσπάθεια, η συγγραφέας προσπαθεί να φωτίσει σημεία -που και για την ίδια υπήρξαν γκρίζα- και να διαφωτίσει για τις πληγές που τα παιδιά εκείνα προσπάθησαν να επουλώσουν με τη βοήθεια των Ελλαδιτών.
Διαβάζοντας την τελευταία πρόταση του βιβλίου και κλείνοντάς το, κατάλαβα ότι όσα διάβασα και όσα με περίσσιο ζήλο κατέγραψε η κυρία Κερκίδου έχουν ιδιαίτερη αξία. Όχι μόνο ιστορική αλλά και ως τεκμήριο του τι μπορεί να κάνει η αγάπη, η αλληλεγγύη, η αξιοπρεπής αντιμετώπιση εκείνου που έχει ανάγκη και ο σεβασμός στον άνθρωπο. Τα μηνύματα του βιβλίου πολλά αλλά εγώ θα μπορούσα να σταθώ μόνο σε ένα… την ανθρωπιά που μπορεί να απαλύνει τον πόνο και να χρωματίσει, έστω και λίγο, το γκρίζο πρόσωπο του πολέμου.
Το ταξίδι εκείνο φαντάζει ακόμα, 34 χρόνια μετά, κάτι το υψίστης σημασίας τόσο για εκείνους που το πρόσφεραν όσο και για εκείνους που το δέχτηκαν. Ίσως επειδή και σήμερα -περισσότερο από ποτέ, θα τολμούσα να πω- τα παιδιά του πολέμου έχουν ανάγκη κάποιον να τους ανοίξει μια μεγάλη αγκαλιά που θα μπορέσει να σβήσει την αίσθηση και τη μυρωδιά του αίματος.
0 Σχόλια