Τον γνώρισα μια δεκεμβριάτικη μέρα, που έριχνε καρεκλοπόδαρα. Κοσμοχαλασμός! Ένα χειμωνιάτικο πρωί που είχα φύγει από το σπίτι σαν τρελή… Σκεφτόμουν με απόγνωση πως η ζωή κυλούσε σαν το νερό, ενώ εγώ, η άλλη Ζωή, σπαταλούσα τις μέρες και τις νύχτες της ζωής μου διανύοντας την απόσταση ανορεξίας-βουλιμίας, σαν σερνάμενη στην περίμετρο ενός φαύλου κύκλου. Ημερολόγιό μου η ζυγαριά. Εραστής και φίλος ο καθρέφτης. Μέτρο πάντων η μεζούρα.
Εκείνος μάλλον με κοιτούσε μέρες πολλές, διότι την ώρα που έγειρα με τράβηξε, σαν έτοιμος από καιρό. Ήταν πολλά τα πρωινά που έφευγα με απόγνωση από το σπίτι και περπατούσα, σαν περιφερόμενη απελπισία, δίπλα στη θάλασσα σαν έτοιμη ενίοτε να γίνω ένα μαζί της.
Έβρεχε πολύ εκείνη τη μέρα κι εγώ περπατούσα μετέωρη στην αποβάθρα σέρνοντας ένα τρισάθλιο κίτρινο αδιάβροχο. Ρυπαρό εξαιτίας της αιθάλης το βρόχινο νερό, ρυπαρό, εξαιτίας των αποβλήτων το νερό του Θερμαϊκού. Πάντως, από τα νερά πιο ρευστή και πιο λερή ένιωθα εγώ. Ο ζωγράφος όμως με πλησίασε και αφού με τράβηξε και με σκέπασε με την ομπρέλα του μου ψιθύρισε: «Είναι χλωμή κι ωραία… Σαν να γίνεται κάτι αλλού – που μόνο αυτή τ’ ακούει, και τρομάζει». Ασυναίσθητα σχεδόν του απάντησα: «Κι όλα γύρω μου έτρεχαν… Και τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει». Κάποτε διάβαζα Ελύτη κι έγραφα ποίηση. Ύστερα όμως ήρθε η ανορεξία, η βουλιμία, η απόρριψη… της ζωής και της Ζωής… ο χαλασμός. Η Ζωή και η ζωή εν τάφω… «Οδυσσέας», είπε και μου έδωσε το χέρι.
Μαζί με τον Οδυσσέα του Θερμαϊκού επανήλθαν στη ζωή μου η δημιουργία και η ποίηση… κι έφυγαν όλα τα φαιά. Στα γενέθλιά μου, τέλη Μαρτίου, μου χάρισε ένα έργο του… στον καμβά ήμουν εγώ, δίμορφη σαν Ιανός… Πόσο τέλεια η αποτύπωση αφενός της οδύνης, αφετέρου της αγαλλίασης στα μάτια! «Έχεις κι άλλο δώρο», μου ψιθύρισε και σαν δάσκαλος άρχισε να μου εξηγεί τις εποχές και τους μύθους. «Όλα αυτά τα ξέρω», είπα. «Πάντα βιαστική, πάντα ανυπόμονη, ίδια η Μαρία-Νεφέλη. Περίμενε!». Κι έπειτα είπε να σκεφτώ έναν καμβά μουντό και κατόπιν ένα ουράνιο τόξο. Και είπα πως εκείνος ήταν το καλοκαίρι και πως τα μάτια του ήταν οι ήλιοι μου. Τα μάτια μου φωτίστηκαν σαν συλλογίστηκα την επώαση της πεταλούδας. Ξάφνου όμως τρόμαξα, καθώς είπε να σκεφτώ την καταιγίδα. Ανατρίχιασα στην ανάμνηση εκείνου του δεκεμβριάτικου πρωινού και τον κοίταξα απεγνωσμένα, με καμένα τα φτερά. «Και όμως, αγαπημένη πεταλούδα, είναι κύκλος η ζωή. Εσύ Ζωή, θες αέναο καλοκαίρι, σαν θερμοκήπιο. Ωστόσο ο κύκλος γυρίζει αενάως, οι εποχές νομοτελειακά διαδέχονται η μια την άλλη. Χωρίς βροχή πώς θα έρθουν στην πλάση τα άνθη και η διαύγεια και πώς θα τραφούν τα πλάσματα; Και πώς θα απολαύσεις το ουράνιο τόξο αν δεν προηγηθεί η καταιγίδα;». Λίγο αργότερα, σαν μυημένος, ο Μάρτης γέννησε από τα σπλάχνα της λιακάδας την καταιγίδα. Κι εγώ, εμποτισμένη με το δώρο του Οδυσσέα, χόρεψα στη βροχή. Κι ένιωσα ευλογημένη που μου έστελνε η φύση το δώρο της, εξαγνιστικό και αναζωογονητικό στο σώμα μου, που συμμεριζόμουν την ανανέωση, που γινόμουν ένα με τη ΖΩΗ. Κοσμογονία!
γράφει η Σωτηρία Βασιλείου
Η Σωτηρία Βασιλείου γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1985. Είναι υποψήφια διδάκτωρ στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Είναι πτυχιούχος και διπλωματούχος του παραπάνω Τμήματος και συγγραφέας των μονογραφιών: 1. Μυθολογικές ερωτικές αρπαγές σε αρχαία ελληνικά αγγεία, Λευκωσία 2008∙ 2. Τα εγχειρίδια Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού, Λευκωσία 2009∙ 3. Το Ονομαστικόν στη Μακεδονία (1750-1900). Διαφωτισμός και Ονοματοδοσία, Θεσσαλονίκη 2012∙ 4. ΑΝΑΣΑΜΙΑ, Λευκωσία, 2013 και των επιστημονικών άρθρων (ενδεικτικά): 1. «Το προσφυγικό ζήτημα μέσα από την εφημερίδα Φως της Θεσσαλονίκης (1922-1930)», Οι Πρόσφυγες στη Μακεδονία, ΕΜΣ, Μίλητος, Αθήνα, 2009, 156-206∙ 2. «Τα δάνεια της Ελληνικής Επανάστασης», 1821 Η Γέννηση ενός Έθνους-Κράτους, Δ΄, ΣΚΑΙ, Αθήνα 2010, 9-51· 3. Βασίλης Κ. Γούναρης (επιμ.), «Τα παλικάρια τα παλιά και η αποκατάστασή τους κατά την οθωνική περίοδο (1833-1862), Οι ήρωες των Ελλήνων: Οι καπετάνιοι, τα παλικάρια και η πολιτική της αναγνώρισης των εθνικών αγώνων, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2014, 27-108. Έργα της έχουν βραβευτεί σε πανελλήνιους και διεθνείς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
“Χωρίς βροχή πώς θα έρθουν στην πλάση τα άνθη και η διαύγεια και πώς θα τραφούν τα πλάσματα; Και πώς θα απολαύσεις το ουράνιο τόξο αν δεν προηγηθεί η καταιγίδα;”
Στις αντιθέσεις της ζωής και της Ζωής, που όλοι έχουμε μέσα μας, κρύβεται η ομορφιά και η αρμονία!
Συγχαρητήρια, Σωτηρία!
Υπέροχο!!!!!!!!!!!!!
Ευχαριστώ πολύ! Ναι… αυτή είναι η ουσία… έστω και αν υπό την αιγίδα της πρώτης καταιγίδας δύσκολα γίνεται αντιληπτή.
έχει τόσες εικόνες και τόσο λυρισμό το κείμενό σας που χορταίνει..