Ηλίας Τσέχος
‘Ελεύθερες Εξορίες’
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
–
Η ποιητική συλλογή του Ηλία Τσέχου που εν προκειμένω φέρει τον τίτλο ‘Ελεύθερες Εξορίες’ είναι η δωδέκατη συλλογή του και εκδόθηκε το 2019. Οι ‘Ελεύθερες Εξορίες’ κυκλοφόρησαν ψηφιακά, με τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη να αποκτά αυτομάτως την δυνατότητα να αναζητήσει την συλλογή σε διάφορες ‘πηγές’ και να προχωρήσει στην ανάγνωση των ποιημάτων που αυτή περιλαμβάνει.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως το γεγονός αυτό, καθιστά την συλλογή μία από τις πρώτες ποιητικές συλλογές που έχουν κυκλοφορήσει ψηφιακά ή αλλιώς, διαδικτυακά. Όπως οι Μακάρθυ και Τζαλντ «κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στην οργάνωση και στη «βιομηχανία» ενός κοινωνικού κινήματος, δηλαδή το ευρύτερο, διάχυτο κοινωνικό-πολιτιστικό και αξιακό πλαίσιο από το οποίο παράγεται το οργανωμένο κίνημα»,[1] όπως τονίζει ο καθηγητής Στέλιος Αλεξανδρόπουλος, έτσι και ο ποιητής Ηλίας Τσέχος, στο ποίημα του ‘Ιχνογραφίες,’ διαχωρίζει μεταξύ ‘Ποίησης’ και ‘Ποιήματος’.
Η πρωτοτυπία και δη η ποιητική πρωτοτυπία σε αυτή την περίπτωση, έγκειται στο γεγονός πως ο Ηλίας Τσέχος δεν προσφέρει έναν άμεσο ορισμό και της ‘Ποίησης’ και του ‘Ποιήματος,’ αλλά, προτιμά να προσδιορίσει το τι ‘είναι Ποίηση’ και το ‘τι είναι Ποίημα’ μέσω των ερωταπαντήσεων. «Τι είναι Ποίηση; Η κάθε στιγμή Μέλλοντος Και Ποίημα; Η κάθε στιγμή Παρελθόντος Η ζωή που αν φεύγει στον ίδιο τόπο να έρχεται».[2]
Ο ποιητής, στις δικές του ‘Ιχνογραφίες,’ αποφεύγει να κάνει χρήση σημείων στίξης όπως είναι οι απαραίτητες τελείες, κάτι που προσδίδει στο ποίημα την εικόνα ενός ‘συνεχούς’, εκεί όπου εναπόκειται στον αναγνώστη να επιλέξει με ποιο κομμάτι του θα ταυτιστεί: Με την ‘Ποίηση’ και το μέλλον ή με το κάθε ένα ‘ποίημα’ ξεχωριστά’ και το παρελθόν;
Οι «μεγάλες προτάσεις»,[3] σύμφωνα με την διατύπωση της Beth Bjorklund εκλείπουν, κάτι που συμβάλλει στον εμπλουτισμό των «σημαινόμενων» του ποιήματος, για να παραφράσουμε ελαφριά την Κωνσταντίνα Μισιρλιάδη.
Ως προς αυτό, το ποίημα[4] και όχι η ποίηση, σημαίνει ‘ζωή,’ σημαίνει ταύτιση (του ποιητή με το ποίημα που δημιούργησε), σημαίνει ‘εργαλείο’ το οποίο μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία φιλικών σχέσεων με ομοτέχνους και αναγνώστες.[5]
Θεωρητικώ τω τρόπω, σε αυτό το σημείο, οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί: Δεν κάνουμε λόγο απλά και μόνο για επικοινωνία. Αντιθέτως, αναφερόμαστε στην έννοια της ‘φιλίας,’ η οποία, όπως υποστηρίζει ο Κορνήλιος Καστοριάδης που παραπέμπει στην αρχαιοελληνική αντίληψη περί φιλίας, «μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρξει».[6]
Μπορούμε να υπογραμμίσουμε πως όλα τα ποιήματα που απευθύνονται σε έναν γνωστό στον ποιητή ‘Άλλον’ και ξεκινούν με τον τίτλο ‘Τα λέμε με…’, αποκαλύπτουν τις φιλικές σχέσεις του ποιητή με τα αναφερόμενα πρόσωπα,[7] τη εξαιρέσει ίσως της ποιήτριας Κικής Δημουλά.
Και πάλι όμως, παρά την ύπαρξη της ειρωνικής έως σαρκαστικής διάθεσης όχι απέναντι σε αυτό καθαυτό το σύνολο του ποιητικού έργου της Κικής Δημουλά, αλλά σε μία φράση που είχε διατυπώσει πριν από πολλά χρόνια περί μεταναστών, η έλλειψη φιλικών τόνων (στοιχείο ευδιάκριτο από την αρχή έως το τέλος), δεν αποτελεί έναυσμα για την επίδειξη ανοιχτής ‘εχθρότητας’ απέναντι της. Τι είναι αυτό που συγκρατεί τον ποιητή; Η ποιητική ιδιότητα που φέρουν και οι δύο.
Αξίζει να παραθέσουμε ολόκληρο το ποίημα, ακριβώς διότι δεν είναι συνηθισμένη στην εν Ελλάδι ποιητική πραγματικότητα, η άμεση και δίχως την χρήση υπαινικτικού λόγου, απεύθυνση του ενός ποιητή σε έναν άλλον. «Αληθινά ευχαριστώ Η χαρά να σας διαβάσω Πόσο με κέρδισε Και καλοί χορευτές Και έξυπνοι τραγουδιστές Διαπεραστικοί καλπάζοντες ποιητές Τα ποιήματα σας Λίγο τα γκέμια ορμητικού Ποταμού αν σφίξετε Θ’ ακούγεται καλύτερα το γάργαρο νερό σας ‘’Και η αλήθεια ψέμα είναι;’’ Ψέμα ακόμα και η αλήθεια; ‘’Πως και οι άλλοι πιθανότητες είναι που θέλουν να ζήσουν;’’ Ψέμα και η αλήθεια ‘’Ότι ουδείς Μα ουδείς Θεμέλια ρίχνει στις λέξεις; ‘’ Επιζούμε τελικά Χάρη και αντίδοτο Παράγει η ποίηση σου κι η Ευγένεια σας Φύλατα Και διαφύλαξε τα άνθη ‘’Μια άλλη χώρα λείπει Και σε περίπτωση όσων Λόγω κατασπαρακτικών Με κατασπάραξαν Μετανοήσατε για τα βιβλία Που μου αφιερώσατε Αγάπησα Τα επιστρέφω Με το ταχυδρομείο των ‘’λυπήσεων’’ Ένα παγκάκι είμαι Άλλη χώρα».[8]
Μετά από αυτό το ποίημα, ο «λόγος προς τον Άλλον»,[9] για να δανεισθούμε την ορολογία της Έλλης Φιλοκύπρου, δεν θα περιλαμβάνει την Κική Δημουλά.
Πιο πάνω, προχωρήσαμε σε μία ανάλυση του τι συνιστά ποίημα για τον Ηλία Τσέχο, υπογραμμίζοντας πως για τον ίδιο το ‘ποίημα’ μπορεί να αποτελέσει μορφή λόγου (για «τέχνη» μιλούσε ο Μάρκος Τσιριμώκος), το οποίο ‘διασώζει’ μνήμες, συναισθήματα, πρόσωπα και ονόματα. Στο ποίημα ‘Τα λέμε με την Ίρμα’ (η ‘συνομιλία’ με διάφορα πρόσωπα υπάρχει και σε άλλες ποιητικές συλλογές του Ηλία Τσέχου), αυτή την πρόσληψη του ποιήματος.
Σε αυτό το συγκεκριμένο ποίημα, ο ρυθμός ‘χαλαρώνει’, κατά την θεώρηση της Μισιρλιάδη,[10] ώστε να διευρυνθεί το ίδιο το νόημα του και η σκυλίτσα Ίρμα να καταστεί ‘τομέμ’ (και όχι ‘ιδέα’). Έτσι λοιπόν, αφενός μεν σημαίνει ‘πολλά για τον ίδιο,’ και, αφετέρου δε, ‘εάν είχε την δυνατότητα της επιλογής, θα την επέλεγε αντί ανθρώπων’. Το ποίημα εδώ λειτουργεί ως ‘πεδίο’ όπου εμφιλοχωρούν ισόποσα η μνήμη και η μορφή του σκυλιού, το γάβγισμα του οποίου γλωσσικά ισοδυναμεί με ένα ‘σ’ αγαπώ.’
«Λατρεμένη μου Ίρμα Τα δυο μας Καθώς προς στο τέλος της αγάπης Οδεύουμε Έχοντας ελάχιστο χρόνο Λούζεις Χτενίζεις Φροντίζεις Μας βολτάρεις ακόμα Γαβγίζουμε Γράφουμε Τρέφουμε Όποιος νωρίτερα φύγει Να κλάψει περισσότερο από αυτόν Που θα μείνει». Δεν θεωρούμε πως είναι τυχαία η χρήση πρώτου πληθυντικού προσώπου.
Σε τέτοιου τύπου ποιήματα που δείχνουν ευαισθησία (και όχι τόσο σε ποιήματα καταγγελτικά), φανερώνονται οι ποιητικές ικανότητες του Ηλία Τσέχου. Αν και από την ποιητική συλλογή ο τίτλος της οποίας παραπέμπει στην οικειοθελή αποχώρηση του ποιητή από το προσκήνιο όχι όμως και από τον χώρο της ποίησης, απουσιάζουν οι «καινοτόμες ομοιοκαταληξίες»,[11] κατά τον Barry P. Scherr, αυτή δεν παύει να εκπλήσσει τον αναγνώστη και λόγω της ήπιας αθυροστομίας που επιλέγει ο ποιητής.
Ο οποίος, θα την επέλεγε έναντι της σιωπής. Στις ‘Ελεύθερες Εξορίες’ (ο θάνατος βρίσκει χώρο εντός συλλογής) ο ποιητής που δεν αποδομεί με τον τρόπο που το πράττει στη συλλογή ‘Τα Ηλικιωμένα Ανήλικα,’ προχωρά σε μία λογική ‘ξεσκαρταρίσματος’, επιλέγοντας τελικά, για να ‘γεμίσει’ την ζωή του με ποιότητα, όλους όσοι θα μπορούσαν να του προσφέρουν κάτι. Αρχής γενομένης από την ποίηση.
«Γιατί απ’ τον καφέ μου Πίνουν Δημήτριος Φώτιος Ούρσουλα φέροντας νερά Ομίχλη απλωμένη Βαρούν την Κυριακή οι κυνηγοί Ή Ίρμα στα πόδια μου Κουλουριασμένος ύπνος Γιατί ο Φώτιος είπε ‘’Μπήκες μόνος και νταής Στη μοίρα σου την ποίηση’’ Και ο Δημήτριος έτρεξε για να σωθώ Χθες βράδυ Καφές πικρόμαυρος Απ’ τα χαράματα βαθύς μονάχος Μην ξημερώσει η γουλιά Κι απουσιάζω. Γιατί ημερολόγιο Όταν πλαγιάσει η φιλία Και τα νερά της χαμηλώνουν απ’ τις στέγες Λύσε το όνειρο που σε κατάκλυσε να ελευθερωθεί».[12]
Εάν ‘ελευθερωθεί’ το όνειρο, παύει να υφίσταται και η ‘εξορία’; Παύει να υφίσταται και η νοσταλγία; Ιδιαίτερες «σημασιολογικές λειτουργίες»,[13] κατά την Αναστασία Νάτσινα, επιτελούν η αγάπη του για τα ζώα (ο ποιητής πρώτα δηλώνει ζωόφιλος και εν συνεχεία ‘αντ-εξουσιαστής’), τα αινίγματα ή αλλιώς, οι γρίφοι, οι ερωτικές αναμνήσεις, σε ένα σύνθετο σημείο όπου για πρώτη φορά εμφιλοχωρεί στον ποιητικό του λόγο, το λεγόμενο ‘πεζοποίημα’.
Και το τελευταίο ποίημα της συλλογής εμπίπτει εξ ολοκλήρου σε αυτή την κατηγορία. Το ποίημα ‘Τα λέμε με τον Πατέρα και τη Μάνα’ καθίσταται και το πιο προσωπικό της συλλογής, έχοντας την ιδιαιτερότητα πως δεν διαθέτει κάποια σχέση με τα άλλα ποιήματα που ξεκινούν με το ‘Τα λέμε.’ Η επίκληση των μορφών του πατέρα και της μητέρας, συμβάλλει στο να «ξανακερδίσει»[14] ο ποιητής, το παρελθόν του, κατά την εύστοχη διατύπωση της Αθηνάς Βογιατζόγλου.
Μέσω της ποίησης, δεν τους ‘συναντά’ ξανά, τους ‘αγαπά’ ξανά και ακόμη περισσότερο συγκριτικά με το παρελθόν. Όσο ήσαν εν ζωή. Και ο θάνατος των γονέων, δεν διακόπτει την διαδικασία παραγωγή γνώσης: Ο ποιητής εξακολουθεί να μαθαίνει από αυτούς.
Πριν από τα 21 χαϊκού που περιλαμβάνουν οι ‘Ελεύθερες Εξορίες,’ ο Ηλίας Τσέχος συγκροτεί την ‘αλφάβητο’ των ‘καταρών’, εκεί όπου η στηλίτευση των νεοελληνικών παθογενειών συνυπάρχει με την προτίμηση στους σήμερα αγέννητους αναγνώστες του μέλλοντος. «Λερωμένες φωλιές Δεκάρα δεν δίνω Αναγνώστες μου είναι Οι επόμενοι αιώνες».[15] Αυτός ο θιασώτης της αισθητικής αντίληψης πως οφείλει κάποιος ‘να μάθει την ζωή’, ακόμη και τα λόγια που θα αντάλλαζε με έναν φίλο του στο καφενείο, τις μετατρέπει σε ποίηση, τρέχοντας (και όχι ως άλλος ‘Βέγγος’), να προλάβει. Τι να προλάβει; Ας αφήσουμε το ερώτημα ανοιχτό.
_____
[1] Βλέπε σχετικά, Αλεξανδρόπουλος, Στέλιος., ‘Θεωρίες για τη συλλογική δράση και τα κοινωνικά κινήματα,’ Τόμος Α’, Κλασικές Θεωρίες, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 2001, σελ. 185. Και, για το ίδιο θέμα, Mc Carthy, John., & Zald, Mayer., ‘Resource mobilization and social movements: A partial theory,’ American Journal of Sociology, 1977, σελ. 1.212-1.241. Χρήζει θεωρητικής επισήμανσης το γεγονός πως ο Ηλίας Τσέχος υιοθετεί μία σχετικά πεσιμιστική ή απαισιόδοξη οπτική για την πορεία του κόσμου, για τον οποίο θεωρεί πως «δεν διορθώνεται». Παράλληλα, εντάσσεται στην κατηγορία όλων όσων σχετικοποιούν την έννοια της αλήθειας, θεωρώντας πως αυτή «δεν υπάρχει». Και ο καθένας μπορεί να δώσει τον δικό του ορισμό περί ‘αλήθειας’. «Σ’ έναν κόσμο που Δεν διορθώνεται Για να μαζέψεις την Αλήθεια αύριο Σήμερα κι εχθές Όπως ήσουν Δεν υπάρχει». Το συγκεκριμένο ποίημα, που είναι το πρώτο της συλλογής ‘Ελεύθερες Εξορίες,’ μοιάζει σαν να μην «ολοκληρώνεται», για να στραφούμε στην ανάλυση του Διονύση Στεργιούλα για την ποίηση του Νάνου Βαλαωρίτη. Εμβαθύνοντας περισσότερο, θα πούμε πως μοιάζει σαν να διακόπτεται απότομα και ΄’βίαια’, με την έκφραση που φανερώνει άρνηση («Δεν υπάρχει»), να φαντάζει και να είναι περισσότερο ‘απομονωμένη’ μη επικοινωνώντας με το υπόλοιπο μέρος του ποιήματος. Όσο σχετική μπορεί να είναι η αλήθεια, κατά τον Ηλία Τσέχο, άλλο τόσο σχετικό και μη ολοκληρωμένο (ελλειπτικό) μπορεί να καταστεί και το ποίημα. Και σε ένα μη ολοκληρωμένο ποίημα, το μόνο βαθύτερο νόημα που μπορεί να υπάρχει προς τον αναγνώστη είναι το ‘προχώρα και σύγκρινε αυτό το ποίημα αυστηρά με τα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής και όχι με ποιήματα άλλων ποιητών.’ Λαμβάνοντας υπόψιν την εμπεριστατωμένη μελέτη της Αθηνάς Βογιατζόγλου για την ποίηση του Χρήστου Λάσκαρη, δεν θα διστάσουμε, κινούμενοι αυστηρά θεωρητικά, να εντάξουμε αυτό το ποίημα στην κατηγορία της «ποίησης δωματίου». Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως ένα τέτοιο τύπου ποίημα μπορεί να γραφεί αυστηρά εντός ενός δωματίου, μέσα σε συνθήκες απόλυτης ησυχίας και όχι σε κάποιον εξωτερικό χώρο. Και ο Ηλίας Τσέχος, όπως διαφαίνεται και στο ντοκιμαντέρ του Ηλία Ιωσηφίδη ‘Η σταγόνα ή ωκεανός’, έχει γράψει ποίηση σε εξωτερικό χώρο, εμπνεόμενος από ‘την στιγμή’ από όλα αντικρίζει εκείνη την στιγμή. Αυτή ακριβώς η παρατήρηση μας, μας επιτρέπει να αναφέρουμε πως κατά κύριο λόγο, η ποίηση του Ηλία Τσέχου είναι ποίηση ‘οπτική’, υποκείμενη σε εξωτερικά ερεθίσματα. Βλέπε και, Βογιατζόγλου, Αθηνά., ‘Η ‘’ποίηση δωματίου’’ του Χρήστου Λάσκαρη,’ Περιοδικό ‘Νέα Εστία,’ 2008, Διαθέσιμο στο: (99+) «Η “ποίηση δωματίου” του Χρίστου Λάσκαρη» | Athina Vogiatzoglou – Academia.edu Και, Στεργιούλας, Διονύσης., ‘Νάνος Βαλαωρίτης: Η Οδύσσεια της γραφής,’ Περιοδικό Ένεκεν, 2006. (99+) Νάνος Βαλαωρίτης: Η Οδύσσεια της γραφής | Dionisis Stergioulas – Academia.edu Τσέχος, Ηλίας., ‘Ελεύθερες Εξορίες,’ Ελεύθερες εξορίες _ Ηλίας Τσέχος.pdf
[2] Βλέπε σχετικά, Τσέχος, Ηλίας., ‘Ιχνογραφίες,’ Ποιητική Συλλογή ‘Ελεύθερες Εξορίες,’ 2019. Ολόκληρη η Ποιητική Συλλογή είναι διαθέσιμη στο: ΗΛΙΑΣ-ΤΣΕΧΟΣ-ελευθερες-εξοριες (7) – imerosart080 | Στροφή σελίδων PDF | AnyFlip Σύμφωνα με τον ποιητή και συγγραφέα Μάρκο Τσιριμώκο ο οποίος κατάγονταν από την Λαμία, «η ποίηση είναι χυμένη παντού. Τη νιώθουμε στη φύση, στην πράξη, στην κίνηση, στο λόγο, στη ζωγραφιά, στη μουσική, στη σιωπή, μέσα μας, μα δε μπορούμε να της δούμε το περίγραμμα ποτέ και να καθορίσουμε τη μορφή της». Ο Μάρκος Τσιριμώκος καθίσταται θιασώτης εκείνης της αντίληψης που θέλει την ποίηση να ‘υπάρχει παντού,’ συνδέοντας την τόσο με αυτή καθαυτή την δημιουργία (η ‘ομορφιά που συναντάμε στη φύση’), με την ‘κίνηση’ (ο χορός και όχι το περπάτημα, μπορεί να θεωρηθεί ‘ποίηση,’ με βάση την αισθητική αντίληψη του Μάρκου Τσιριμώκου), όσο και με την γλώσσα στις δύο εκδοχές της: ‘Ομιλείν’ και ‘γράφειν’ (συνιστά ο διάλογος ‘μορφή ποίησης; Να ένα ενδιαφέρον ερώτημα). Βέβαια, ποίηση προκύπτει και στη σιωπή, στο μη-λεκτικό ή αλλιώς, στο άλεκτο, ειδικά εάν η σιωπή καταστεί απαραίτητη προϋπόθεση για τον ‘καθαρό’ στοχασμό. Ο Ημαθιώτης ποιητής Ηλίας Τσέχος διαφοροποιείται αισθητά από αυτή την αισθητική αντίληψη περί ποίησης και ποιητικού λόγου, καθότι της σπεύδει να της προσδώσει ένα περισσότερο χρονικό πρόσημο. Έτσι λοιπόν, για τον ίδιο, η ποίηση είναι «η κάθε στιγμή μέλλοντος», δηλαδή ‘αυτό που δεν γράψαμε ακόμη και όμως θα το γράψουμε.’ Δεν υπάρχει κανένα απόθεμα ενδεχομενικότητας εδώ: Ποίηση θα προκύψει στο μέλλον οπωσδήποτε. Το θέμα είναι το ‘πότε’, ποια περίοδο του χρόνου δηλαδή. Δεύτερον, ‘ποίημα’ είναι (να τη πάλι η τυπολογική διάκριση μεταξύ ποίησης και ποιήματος, την οποία δεν συναντάμε συχνά στην ποιητική παραγωγή της τελευταίας δεκαετίας), «η κάθε στιγμή παρελθόντος», ήτοι όλα όσα έχουν ειπωθεί ή ορθότερα, όλα όσα έχουν γραφεί στο χαρτί υπό μορφή ποιήματος, το οποίο ‘διασώζει’ συναισθήματα, πρόσωπα, ονόματα και μνήμες. Τι άλλο μπορεί να είναι το ‘ποίημα;’ Μία διαρκής ‘επιστροφή’ σε έναν ‘τόπο’ αγαπημένο, ακόμη και μετα θάνατον. Βλέπε σχετικά, Τσιριμώκος, Μάρκος., ‘Τέχνη Ποιητική,’ Αθήνα, 1934, σελ. 8. Έκδοση Παρμένη από την βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης. Διαθέσιμη στο: ΤΕΧΝΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ (1).pdf Στην ελληνική ποιητική παραγωγή των τελευταίων ετών, όχι απλά δεν συναντάμε αυτή την τυπολογική διάκριση μεταξύ ‘ποίησης’ και ‘ποιήματος,’ αλλά, δεν συναντάμε και πολλές αναφορές στη λέξη ‘ποίηση’.
[3] Βλέπε σχετικά, Bjorklund, Beth., ‘Elements of poetic rhythm: Stress, Syllabicity, sound, and sense,’ Poetics 8, 1979, σελ. 355. Στο ποίημα ‘Τα λέμε με τον Παντελή Τσαλουχίδη’ ο ποιητής ‘μετρά’ ή ορθότερα, αντιλαμβάνεται τον χρόνο που περνά δια της απαρίθμησης θανάτων δημοφιλών προσώπων και σημαντικών προσωπικοτήτων που προέρχονται από διάφορους χώρους. Τι επιτυγχάνει με αυτόν τον τρόπο; Να δημιουργεί την αντίθεση μεταξύ ‘άσημου’ και ‘επώνυμου’, δίχως να είναι υποτιμητικός προς τους πρώτους. Να εξωθεί στο περιθώριο μία προς μία τις μνήμες, μνήμες συνδεδεμένες με συγκεκριμένα πρόσωπα, με βασικό διακύβευμα το να καταφέρει να προχωρήσει και να συνεχίσει να γράφει ποιήματα. Και ο Τσέχος, παρότι είναι αυτός που προβαίνει στον διαχωρισμό ‘ποίησης’ και ‘ποιήματος’ αποφεύγει να δηλώσει ποιητής σε αυτή την συλλογή, επιλέγοντας την διαρκή επίκληση της προκειμένου να καταδείξει πως η ίδια η Ποίηση υπερβαίνει τον ποιητή. Τον όποιο ποιητή. Δεν θα διστάσουμε να προσφέρουμε στον αναγνώστη ένα μικρό δείγμα αυτής της απαρίθμησης νεκρών προσώπων: «Πράματα και θάματα Είσαι ροκάς; Χάνεις τον Bowie Είσαι σκυλάς; Χάνεις τον Παντελίδη; Είσαι ρεμπετόφιλος; Χάνεις τον Μπάμπη Γκολέ Είσαι Μαρξιστής, τον Ουμπέρτο Έκο». Βλέπε και, Τσέχος, Ηλίας., ‘Τα λέμε με τον Παντελή Τσαλουχίδη,’ Ποιητική Συλλογή ‘Ελεύθερες Εξορίες…ό.π., σελ. 15. Βέβαια, διατηρούμε αμφιβολίες σχετικά με το αν ο Ιταλός σημειολόγος Ουμπέρτο Έκο ήσαν μαρξιστής.
[4] Ο ποιητής μεταπλάθει σε ποίημα και δη σε ολοκληρωμένο ποίημα και τις εντυπώσεις που του προξένησε η επίσκεψη του στην πόλη της Θεσσαλονίκης, η οποία λειτουργεί ως έναυσμα για μία αναδρομή σε ένα μη ιδεατό παρελθόν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, έχουμε μία «αναπόληση», για να δανεισθούμε την ορολογία της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, η οποία βέβαια δεν είναι «σαρκική», αλλά ενίοτε ‘πικρή’ (και η ‘πίκρα’ καταλαμβάνει ιδιαίτερη θέση στις ‘Ελεύθερες Εξορίες’). ‘Πικρή’ όταν αναπολεί την έλλειψη ευκαιριών (η ‘ευκαιρία’ μετονομάζεται σε ‘ελπίδα’ και δη σε ‘χαμένη ελπίδα’), για την πραγματοποίηση των εφηβικών ονείρων. ‘Πικρή’ όταν αναπολεί την «υπόγα» του, δηλαδή το μικρό σπίτι στο οποίο διέμενε. Είναι από τις πολύ λίγες φορές στην σύγχρονη ελληνική ποιητική παραγωγή που η οικία ‘επιχρωματίζεται’ αρνητικά και μάλιστα, δια της χρήσης ενός όρου που παραπέμπει απευθείας στο ρεμπέτικο τραγούδι και στην αντίστοιχη κουλτούρα, εκεί όπου ως ‘υπόγα’ λογίζονται και οι μικροί και στενοί χώροι στους οποίους εμφανίζονταν οι διάφοροι ρεμπέτες. ‘Πικρή’ όταν θυμάται την μαθητεία του σε κάποιο ίδρυμα, η οποία δεν οδήγησε σε μία καλή ζωή, όσο σε μία «ζωή του Κώλου». Αυτή η έκφραση δεν πρέπει να υποτιμάται. Ακριβώς διότι συνιστά καθαυτό ποιητική έκφραση, η οποία εμπεριέχει εντός της συμβολικά και μη, όλο το βιωμένο και δύσκολο παρελθόν είτε στη Θεσσαλονίκη είτε στην Αθήνα, το οποίο μόνο μέσω της ποίησης μπορεί να καταγραφεί ολόκληρο. Το ερώτημα είναι άλλο: Η περιώνυμη «ζωή του Κώλου» έχει σχέση με την ζωή που κάνει σήμερα ο ποιητής; Ή παραμένει αυστηρά προσκολλημένη στο παρελθόν, περιγράφοντας με μεγάλη ακρίβεια όλα όσα ήλπιζε και τελικά δεν συνάντησε στη Θεσσαλονίκη; Δεν είναι τυχαία άλλωστε και η ύπαρξη αυτού που θα ορίσουμε ως ‘γλωσσική κλιμάκωση’. Η Θεσσαλονίκη προσλαμβάνεται ως «Μωρομάνα», δηλαδή ως η πόλη που συγκεντρώνει πολλά νέα παιδιά που ελπίζουν σε μία καλύτερη ζωή. Ως «φτωχομάνα», ένας όρος παρμένος από το λαϊκό τραγούδι, δηλαδή πόλη που συγκεντρώνει στις τάξεις πολλά άτομα που ανήκουν στην κατηγορία των ‘φτωχών’ (των ‘πένητων’ θα μας έλεγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης). Και τέλος, ως «σκατομάνα», δηλαδή πόλη στην οποία το άτομο βλέπει τα ‘όνειρα και τις ελπίδες του να καταρρέουν’. Τι μπορεί να κρατήσει τελικά; Τις φιλίες που έκανε, την ‘αίγλη’ και το κύρος των πνευματικών της ανθρώπων, ποιητών και λογοτεχνών (Γιώργος Ιωάννου, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Δημήτρης Μαρωνίτης), την αποδοχή και την τελική συμφιλίωση με την πόλη και με το παρελθόν του εκεί. Παρά τις διαψεύσεις, διαφαίνεται πως ο ποιητής εξακολουθεί να έλκεται από την γοητεία που η Θεσσαλονίκη ασκεί. Με ξεκίνησες να γράφω Δεν λησμονώ Μωρομάνα, φτωχομάνα, σκατομάνα Ήρθα να σε δω Ευτυχώς δεν με είδες Άλλη στον Βαρδάρη, άλλη στα ΚΤΕΛ Άλλη στην Αριστοτέλους Στην παραλία άλλη Τα κενά σου από τότε Διόλου δεν ενοχλήθηκαν Όμορφη από κάθε ασκήμια Η ευτυχία σου πλάι Μα πάντα να αρνείται Σε θυμάμαι να συντομεύεις τη ζωή Μάθηση ζωής του Κώλου Το βιβλιοπωλείο Ραγιά και η υπόγα Σπίτι μου Ο Γιώργος Σαββίδης, ο Γιώργος Ιωάννου, να λάμπουν Ο Δημήτρης Μαρωνίτης, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος Γεμίζοντας δρόμους, σκαλοπάτια Να θυμάμαι τη Στροφή Νεαπόλεως Τον Γιώργο αρχιτεκτονημένο Δεν σου αξίζαμε και μας αρνήθηκες Ελπίδα σε είχαμε Λιμάνι χαμένων ελπίδων Πικρά ή γλυκά, σε φιλώ Με όλα συμφιλιωμένα Γεια και χαρά αγάπη μου Δικιά μου! Ήθελα πολύ να μ΄ αγαπήσεις». Βλέπε σχετικά, Τσέχος, Ηλίας., ‘Θεσσαλονίκη! Σαράντα χρόνια απουσίας…ό.π., σελ. 13-14. Η Θεσσαλονίκη είναι η μοναδική πόλη για την οποία έχει γράψει από τότε που ξεκίνησε εκ νέου να γράφει ποίηση, στις αρχές της δεκαετίας του 2010. Και, Γιουρσενάρ, Μαργκερίτ., ‘Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη,’ Μετάφραση: Σαββίδης, Γ.Π. Εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα, 1981, σελ. 63.
[5] Η χρήση των κεφαλαίων γραμμάτων δεν εκλείπει στην ποιητική συλλογή ‘Ελεύθερες Εξορίες’. Απεναντίας, θα μπορούσαμε να πούμε πως κυριαρχεί κιόλας. Με κεφαλαίο ξεκινούν οι νέες προτάσεις και γράφονται όροι και έννοιες που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για τον ποιητή. Όμως, δεν υποκαθιστά την έλλειψη σημείων στίξης και κυρίως των τελειών. Για την ακρίβεια, θα είναι προδήλως εσφαλμένο εάν συσχετίσουμε την επιλογή κεφαλαίων με την έλλειψη τελειών και αυτό γιατί άλλες λειτουργίες επιτελεί η επιλογή των κεφαλαίων και άλλες η έλλειψη των τελειών, έλλειψη η οποία δεν καθιστά απαραιτήτως το ποίημα προφορικό, αλλά ‘άγριο’, με τον ποιητή να δοκιμάζει τα γλωσσικά ανακλαστικά του αναγνώστη και να τον εκθέτει σε μία διαφορετική θεώρηση που αποκλίνει από την καθιερωμένη ποιητική-γλωσσική φόρμα. Το ποίημα δεν μπορεί να διαβαστεί ‘ανάποδα,’ από το τέλος προς την αρχή. Μπορεί να διαβαστεί όμως με μία ιδιαίτερη αδημονία, σαν και αυτή που διακρίνει κάποιον άνδρα ο οποίος έχει λάβει μία ερωτική επιστολή από μία γυναίκα και επιθυμεί σφόδρα να την ανοίξει και να την διαβάσει. Ας δούμε πως λειτουργεί το σχήμα της σύγκρισης: Όπως άλλοι ποιητές αναθέτουν στους αναγνώστες τους καθήκοντα σχετικά με το νόημα και την συμπλήρωση του, έτσι και ο Ηλίας Τσέχος φροντίζει εξ αρχής να αναθέτει τους στους αναγνώστες των ‘Ελεύθερων Εξοριών’ καθήκοντα σχετικά με την χρήση των σημείων στίξης, καλώντας τους να τοποθετήσουν αυτοί την τελεία, όπως και το κόμμα, εκεί όπου οι ίδιοι θέλουν. Άλλωστε, η ίδια η δομή του ποιήματος τους βοηθά ως προς αυτό.
[6] Βλέπε σχετικά, ‘Κορνήλιος Καστοριάδης: Η Φιλία και το Έλεος,’ Ενημερωτική Ιστοσελίδα ‘Lifo.gr,’ 30/05/2015, Κορνήλιος Καστοριάδης: Η Φιλία και το Έλεος | LiFO Ακόμη και η σχέση του ποιητή με το σκυλί ονόματι ‘Ίρμα,’ σχέση την οποία θα θίξουμε σε άλλο σημείο της ανάλυσης μας, μπορεί να χαρακτηριστεί ως φιλική σχέση. Τι είναι ‘φιλία’ για τον Τσέχο; «Η ζωή που αν φεύγει στον ίδιο τόπο να έρχεται», και να φέρει το άτομο σε επαφή με παλαιούς φίλους που είχε ίσως πολλά χρόνια να συναντήσει. Στην ‘Τσέχικη’ ποίηση ευρύτερα, δεν υπάρχει η προτροπή να «αγαπάς αυτόν που σου κάνει κακό», κατά τον Κορνήλιο Καστοριάδη.
[7] Ο ποιητής δεν θεωρεί εαυτόν ‘ποιοτικά ανώτερο,’ ‘καλύτερο’ (άρα τους εκλαμβάνει ως ‘ίσους’) γεγονός που ευθυγραμμίζεται με την πεποίθηση του Κορνήλιου Καστοριάδη πως η φιλία «μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρξει». Θα υπερθεματίσουμε θεωρητικά: Η ‘αληθινή φιλία’. Πρωτίστως όμως, οι ποιητές στους οποίους απευθύνεται προσωπικά, παραμένουν ομότεχνοι.
[8] Βλέπε σχετικά, Τσέχος, Ηλίας., ‘Τα λέμε με την Κική Δημουλά,’ Ποιητική Συλλογή ‘Ελεύθερες Εξορίες…ό.π., σελ. 19. Ο Ηλίας Τσέχος προβαίνει πρώτον στην επιλεκτική χρήση δικών του ποιητικών αναφορών και αποσπασμάτων μέσω των οποίων σπεύδει να ‘ανταγωνιστεί ευθέως’ την ποίηση της Κικής Δημουλά. Δεύτερον, επιλέγει όρους από το ποιητικό ‘σύμπαν’ της Κικής Δημουλά, ανα-νοηματοδοτώντας τους και μετατρέποντας τους σε γλωσσικά ‘όπλα’ που στρέφονται εναντίον της. Τρίτον, φροντίζει (πολιτική νύξη) να υπενθυμίσει πως ο ίδιος προτιμά την ‘συν-ύπαρξη’ με τους Άλλους, επιλογή η οποία ενσωματώνεται στην ποίηση του, εκεί όπου αυτή μετωνυμικά ‘μετασχηματίζεται’ σε ένα ‘μεγάλο παγκάκι’ από το οποίο ο ποιητής δεν ατενίζει τον χώρο’ αλλά ‘τα λέει με όλους’ ανεξαρτήτως καταγωγής. ‘Θεωρητικοποιώντας’ και άλλο την ανάλυση μας και στρεφόμενοι στον Ορέστη Αλεξάκη, θα ισχυρισθούμε πως ο Τσέχος «μεταγγίζει» προς τον αναγνώστη, την «πίκρα της ψυχής» του, ως προς την στάση και τις δηλώσεις της Κικής Δημουλά, τις οποίες δεν θεωρεί αντάξιες όχι ενός ποιητή, αλλά ενός καλού και ‘μεγάλου’ ποιητή. Βλέπε σχετικά, Αλεξάκης, Ορέστης., ‘Η γλυκιά μετάγγιση της πίκρας (Χρήστος Λάσκαρης, ο ποιητής της καθημερινότητας’), Περιοδικό Πάροδος, Τεύχος 13, χ.χ. σελ. 1339-1442. Η πίκρα αποκαλύπτεται σε όλο το μέγεθος της και στον στίχο «Δεν έζησα όπως ήθελα». Βλέπε και, Τσέχος, Ηλίας., ‘Ωραίος Μισθός…ό.π., σελ. 44.
[9] Βλέπε και, Φιλοκύπρου, Έλλη., ‘Η γενιά του Καρυωτάκη φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου,’ Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2009. Τα ποιήματα για τις ποιήτριες Κική Δημουλά και Αρετή Γκανίδου δεν πρέπει να διαβαστούν ως ‘όλον’. Μεταξύ των δύο ποιημάτων, προκύπτει χάσμα, η έννοια της ‘ασυνέχειας,’ εκεί όπου ο ποιητής, αν και αποφεύγει ρητά την σύγκριση, εκλαμβάνει την ποιήτρια με καταγωγή από τα Τρίκαλα Ημαθίας ως πρότυπο ποιήτριας και κριτικού, την επαινεί για την ‘αιρετική’ της προσέγγιση και την «ευγενική της απλότητα», κατά τον Winckelmann, αναζητώντας και βρίσκοντας σε αυτή την ‘Heiterkeit’ του Pater, ήτοι την «Γαλήνη». Ο ύστερος Τσέχος, μετά από τα όσα έχει αντικρίσει, ακούσει, γράψει, μοιραστεί, βιώσει και μάθει, προτιμά την ποίηση της Αρετής Γκανίδου, η οποία υπεισέρχεται ορμητικά στο προσκήνιο προκειμένου να αντικαταστήσει την Κική Δημουλά και την ποίηση της. Η σχεδόν ‘πατρική’ προτροπή του ‘γράφε γράφε’ επιβεβαιώνει την εκτίμηση που της τρέφει καθώς και την πεποίθηση του πως αυτή είναι που θα συνεχίσει, ως ποιήτρια που ανήκει στη νεότερη γενιά δημιουργών, το έργο της προηγούμενης γενιάς. Την ‘αγάπη’ και τον θαυμασμό που άλλοτε έτρεφε ο ποιητής για την ίδια. Βλέπε σχετικά, Winckelmann, I., ‘Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και τη γλυπτική,’ Μετάφραση: Σκουτερόπουλος, Ν.Μ. Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, σελ. 32. Pater, W., ‘Winckelmann. Η Αναγέννηση. Μελέτες για την τέχνη και την ποίηση,’ Μετάφραση: Μπερλής, Α. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2011, σελ. 208. Ο Ηλίας Τσέχος νοηματοδοτεί την γραφή της Αρετής Γκανίδου ως ‘αιρετική’. Μπορούμε όμως να εκλάβουμε την ποίηση της ως «αιρετική αντιεξουσιαστική», όπως γράφει ο κριτικός λογοτεχνίας Δήμος Χλωπτσιούδης για την ποίηση του Σωτήρη Παστάκα; Όχι, είναι η απάντηση μας. Βλέπε και, Χλωπτσιούδης, Δήμος., ‘Ποιητική αισθητική και ιδεολογία: διερευνώντας αντιεξουσιαστικές όψεις στην ποίηση του Σωτήρη Παστάκα,’ Research Gate, 2020, Διαθέσιμο στο: (PDF) Ποιητική αισθητική και ιδεολογία: διερευνώντας αντιεξουσιαστικές όψεις στην ποίηση του Σωτήρη Παστάκα (researchgate.net) «Να σ’ ευχαριστήσω Αγριόχορτο στόμα Βιβλίο αγκαθιών Όμορφο στα άνθη Ν’ αποδομεί τη Λογική τη γλώσσα Από ερείπια ωστόσο Επιθυμία να μείνεις Αδιαπραγμάτευτος Αναδεικνύεται Στις ομορφιές η αφοσίωση Η αγριάδα στη φωνή Το κριτικό σου βλέμμα Στιφάδα Θρυμματισμάτων γλώσσα Τολμηρά αιρετική Που αναγκαιότητα γεννά Εσώτερο χορό Και γράφε γράφε Στην υψηλή διαύγεια σου». Βλέπε σχετικά, Τσέχος, Ηλίας, ‘Τα λέμε με την Αρετή Γκανίδου,’ Ποιητική Συλλογή ‘Ελεύθερες Εξορίες…ό.π., σελ. 24.
[10] Βλέπε σχετικά, Μισιρλιάδη, Κωνσταντίνα., ‘Ο διασκελισμός στον Φιλύρα και στον Σεφέρη,’ Διδακτορική Διατριβή, ΕΚΠΑ, 2022, Διαθέσιμη στο: Ο διασκελισμός στον Φιλύρα και στον Σεφέρη (didaktorika.gr)
[11] Βλέπε σχετικά, Scherr, B.P., ‘Beginning at the end: Rhyme and enjambement in Brodsky’s poetry,’ στο: Loseff, L., & Polukhina, Valentina., (επιμ.), ‘Brodsky’s Poetics and Aesthetics,’ Palgrave Macmillan, New York, 1990, σελ. 176-193.
[12] Βλέπε σχετικά, Τσέχος, Ηλίας., ‘Οι απουσίες ακούν,’ Ποιητική Συλλογή ‘Ελεύθερες Εξορίες…ό.π., σελ. 32.
[13] Βλέπε σχετικά, Νάτσινα, Αναστασία., ‘Σημασιολογικές λειτουργίες των Καβαφικών διασκελισμών. Μίμηση και ειρωνεία»: Η νεοτερικότητα στη νεοελληνική λογοτεχνία και κριτική του 19ου και του 20ου αιώνα,’ Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης, Θεσσαλονίκη, 2009.
[14] Βλέπε και, Βογιατζόγλου, Αθηνά., ‘Η ‘’ποίηση δωματίου’’ του Χρήστου Λάσκαρη…ό.π.
[15] Βλέπε σχετικά, Τσέχος, Ηλίας., ‘Χ,’ Ποιητική Συλλογή ‘Ελεύθερες Εξορίες…ό.π., σελ. 60. Στις ‘κατάρες’ του μας προσφέρει και ένα δείγμα μίας ποίησης που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως παιδική. «Άσπρα σύκα Μαύρα σύκα Σφήκα έγινα Και βγήκα Άσπρα μπήκα Μαύρα βγήκα Δίχως σύκα Η σφήκα». Ένα τέτοιο ποίημα μπορεί να συντελέσει στο να κατανοήσουν καλύτερα μαθητές του Δημοτικού και ιδίως των τελευταίων του τάξεων, τους διάφορους μηχανισμούς της γλώσσας. Λίγο πιο πάνω αναφέραμε πως από την ποιητική συλλογή απουσιάζουν οι «καινοτόμες ομοιοκαταληξίες». Τη εξαιρέσει του ως άνω ποιήματος.
0 Σχόλια