Τούτη η νύχτα μυρίζει πίσσα και καμένη γη. Μοιάζει ανθρώπου χέρι να την τάραξε και για να κρύψει τη ζημιά του, ν’ άπλωσε πάνω της ένα παχύ στρώμα φρεσκοφτιαγμένης σκοτεινιάς.
Τι να ’ναι αυτό που έτσι βάρβαρα ταΐζει το θυμό σου; Θηρίο ανήμερο βγήκες στους δρόμους να φωνάξεις το όνομά της. Ίσως αν σ’ άκουγε να τρόμαζε και να μην έβγαινε ποτέ στο παραθύρι. Αυτό ζητούσες ή ένα φιλί σαν φυλαχτό να το κρατάς το βράδυ όσο κοιμάσαι;
Μα δεν σου το ’δωσε κι ας το απαίτησες με όλη την ψυχή σου. Στην προσευχή σου απόψε να μην ζητήσεις απ’ το Θεό να στην προσέχει. Νέο προστάτη βρήκε, έρμαιο να γίνει των πιο σκληρών της λόγων. Κι αν το αντέξει, τότε εσύ να του την δώσεις με όλη την καρδιά σου.
Μα πώς χαρίζεται το κάτι μη δοσμένο; Πώς την μοιράζεσαι αφού ποτέ δική σου δεν την είχες; Μια αυταπάτη ήταν κι αυτή σαν όλες εκείνες που ’βλεπες μες στο βαθύ σκοτάδι και λογαριάζονταν πιότερο σαν άσπονδοι εχθροί σου.
Γι’ αυτό σου λέω, κλείσε τα μάτια σου γοργά κι όσο αντέχεις, τρέχα. Μη σταματήσεις και σαν δειλός κοιτάξεις πίσω το στρατί σου. Φύγε όσο ακόμα είναι καιρός και η σκοτεινιά της νύχτας σ’ αγκαλιάζει.
Μη φοβηθείς το μαύρο της το χρώμα. Φίλη σου κάν’ την και θα δεις τα χίλια δυο καλά της. Κι όταν ζυγώσει πιο κοντά η πρώτη ηλιαχτίδα, κρύψε καλά τον πόνο σου και στάσου μακριά της. Μονάχα η νύχτα ξέρει πώς να γιάνουν οι πληγές σου.
–
γράφει η Αγγελική Μαρία Ψωμαδέλλη
Ποιητικό σε όλα του… Πολύ πολύ όμορφο
Ευχαριστώ πάρα πολύ!! Ήταν η έμπνευση της στιγμής!!!Αυτά είναι τα καλά της νύχτας.. Νιώθεις άνετα και αφήνεις ελεύθερο τον εαυτό σου.