Περνούσα σχεδόν καθημερινά από τον ίδιο δρόμο. Ήξερα τους πάντες και τα πάντα. Εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα, παραμονή του Αγίου Δημητρίου, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Πώς να ξεχάσεις άλλωστε τον πόνο που σου προκαλεί το άγγιγμα του γήρατος, η δηλητηριώδης αιχμή του! Δυο φορές, απανωτά, με χτύπησε και θα πονάω κάθε φορά, όσο θα έχω τουλάχιστον μνήμη να θυμάμαι.
Άνοιξε ένα καινούριο μαγαζί και όσο πλησίαζα προσπαθούσα να διαβάσω την ταμπέλα. Μπα, σε καλό μου, σκούπισα τα μάτια, τα τσίτωσα. Τίποτα. Πλησίασα, διάβασα τα μεγάλα αλλά τα μικρά και το τηλέφωνο με δυσκολία, με πολλή δυσκολία. Γέρασες, είπα ή πήρες την κάτω βόλτα καλύτερα! Ένιωσα πόνο και απογοήτευση. Θέλησα να ξεπεράσω την πίκρα μου και περπάτησα γρήγορα. Έλα όμως που η αιχμή του γήρατος με τρύπησε δεύτερη φορά! Ο γοφός μου! Αχ, τι πόνος. Μα γιατί αναρωτήθηκα! «Γιατί είσαι μεγάλη και πρέπει να κάνει μικρές δρασκελιές», μου απάντησε ο εαυτός μου! Ναι, είμαι μεγάλη. Καλά, σήμερα μεγάλωσα απότομα; Δεν βλέπω, πονάω, δεν μπορώ να περπατήσω, όλα σήμερα!
Μου φάνηκε πως έχασα τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου κι αν δεν ερχόταν στη στιγμή ο κυρ’ Γιάννης, κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο θα πάθαινα. Ο κυρ’ Γιάννης με την υπεραισιοδοξία του.
-Τι έπαθες ;
-Γέρασα, του αποκρίθηκα.
Κι εκείνος με το πηγαίο χιούμορ του: «τώρα διάλεξες, περίμενε αύριο το μεσημέρι να έχει ήλιο, φως, να το δούνε όλοι το γήρας, αφού θες να το δείχνεις».
-Και τι να κάνω, να, δεν μπορώ να κάνω βήμα.
-«Βάδιζε αργά να φτάσεις νωρίς», συμπλήρωσε.
Ε, αυτό ήταν. Άρχισα να γελάω ασταμάτητα.
-«Καλά, τώρα άλλα έλεγες και γελάς;», μου παρατήρησε.
-Ε, έτσι όπως τα λες είναι. Θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε και με τα δύσκολα που σιγά-σιγά μας φανερώνονται.
Κίνησα να επιστρέψω στο σπίτι. Προχωρούσα αργά για να φτάσω…νωρίς όπως μου είπε ο κυρ’ Γιάννης. Ο κυρ’ Γιάννης; Πόσο χρονών είναι ο άνθρωπος και τον φωνάζω, εγώ η μικρή, που δεν βλέπω, που δυσκολεύομαι να περπατήσω κύριε! Έχουμε, οκτώ χρόνια διαφορά, γιατί το «κύριε», με χαλάει το σκέτο «Γιάννης» ή περνιέμαι για μικρή!
Ο καναπές, αναπαυτικός, ό,τι πληρώνεις παίρνεις! Επιτέλους, να ξεκουραστώ. Συνειδητοποίησα ότι είχα λαχανιάσει, τρίτο καμπανάκι και κάτσε ακόμα. Στενοχωρήθηκα και ομολογώ πως οι σκέψεις μου κυλούσαν μηχανικά, γιατί ο νους μου, ήταν στο γήρας. Άτιμο, φώναξα δυνατά. Μπα, άρχισα να βρίζω; Γιατί εγώ, ποτέ δεν έβριζα, τώρα τι μου συμβαίνει!
Αποκοιμήθηκα. Ως το πρωί την έβγαλα στον καναπέ, στράβωσε ο λαιμός μου! Την άλλη μέρα, δεν είχα μάτια να δω, πόδια να περπατήσω, δεν κουνούσα το λαιμό μου… Αυτά είναι τα προμηνύματα. Αν είναι να έρχονται τρία-τρία, ωχ τι θ’ απογίνω!
Ανασηκώθηκα στον καναπέ και σιγά-σιγά μπόρεσα να φτιάξω ένα τσάι να πιώ αντί για καφέ. Πάει κι ο καφές, είναι κάτι μέρες που δεν πίνω, γιατί μου φάνηκε πως μου ανέβαζε την πίεση. Να πάλι τα ίδια. Γέρασες και δεν θέλεις να το παραδεχτείς, γέ-ρα-σες!
Άρχισα να μιλάω και μόνη μου, τάχα οι άλλοι άνθρωποι μιλάνε μόνοι τους ή και αυτό είναι χαρακτηριστικό των ηλικιωμένων ανθρώπων! Των ηλικιωμένων! Πω-πω, τραγικό! «Εξαφάνιση ηλικιωμένου», λένε στην τηλεόραση και είναι συνομήλικός μου. Τώρα αρχίζω να τα κατανοώ όλα, αλλά δεν χάθηκε ο κόσμος να κόψουν το ηλικιωμένου και να γράφουν εξαφάνιση ενήλικα, κάπως τέλος πάντων, δεν είμαι δα και ογδόντα.
Άφησα τις σκέψεις μου που τόσο πολύ επιθυμούσαν να με τρελάνουν, πήρα το μπλοκάκι μου και έγραψα πέντε αράδες:
Η αιχμή του γήρατος είναι η αρχή της αιχμαλωσίας του σώματος
Είναι το φάλτσο ακομπανιαμέντο της καθημερινότητας που αλλάζει.
Δεν μπορείς να την αγνοήσεις,μπορείς να βρεις τρόπους να επουλώνεις τις πληγές!
_
γράφει η Άννα Δεληγιάννη Τσιούλπα
0 Σχόλια