Η αναζήτηση προορισμού στο ποίημα
Η θήρευση του άπιαστου και εν μέρει ονειρικού ή η αναζήτηση της ζηλευτής φυγής από έναν κόσμο κατά γενική παραδοχή ανοίκειο, αφιλόξενο είναι χειροπιαστό εύρημα στην ποίηση. Ο κλασικός John Keats στην «Ωδή στ’ αηδόνι» («Ode to a Nightingale»)[1] επιδίδεται στην ανεύρεση του φανταστικού ιδανικού μέσα από τη γητεία της φύσης.
Perhaps the self-same song that found a path Through the sad heart of Ruth, when, sick for home, She stood in tears amid the alien corn; The same that ofttimes hath Charm'd magic casements, opening on the foam Of perilous seas, in faery lands forlorn. | Ίσως να ’ταν ο ίδιος ετούτος σκοπός, όπου εχύθη στης Ρουθ τη θλιμμένη καρδιά, καθώς την πατρίδα γλυκά νοσταλγώντας, δακρυσμένη στεκόταν στα στάχυα τα ξένα. Αυτό να ’χε γητέψει παραθύρια π’ ανοίγαν σ’ αφρισμένα πελάγη σε μια ξωτικήν ερημιά.
|
«Ο Keats σκέφτηκε και «αδυσώπητα πελάγη» κι ακόμα «άπλευστα πελάγη»˙ αλλά η σπουδαιότητα του «αδυσώπητου» ή «άπλευστου» κατά τύχη διατηρημένων δε διαφέρει ουσιωδώς από το «επικίνδυνος», «κενός», «έρημος», «αταξίδευτος», «σκληρός»…»[2]. Η γυναίκα παρουσιάζεται απογοητευμένη μέσα από μια μεταφορά («εχύθη στης Ρουθ τη θλιμμένη καρδιά») εξαιτίας της απόστασης απ’ την πατρίδα˙ κυρίαρχη η επιφορτισμένη διάθεση με την αντίθεση («την πατρίδα», «στα στάχυα τα ξένα»).
«Ο ίδιος ετούτος σκοπός» υπαγορεύει τη μνημονική διαδικασία και προσδίδει εσωτερική μουσικότητα. Με μια σκοποθεσία εξωλογική, το εκφραστικό υπόβαθρο επικεντρώνεται, με εμπρόθετους προσδιορισμούς, στον εντοπισμό του απέραντου ωκεανού («σ’ αφρισμένα πελάγη»), την αχανή άγνωστη έκταση («σε μια ξωτικήν ερημιά»).
Εντούτοις το κυνήγι της επιδιωκόμενου προορισμού στο ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, «Άμαθος είναι ακόμη του Νέστου ο παραπόταμος γι’ αυτό κι αργεί να φτάσει»[3], συνυφαίνεται με την τάση του νου να ερμηνεύει το αιώνιο οντολογικό πρόβλημα.
Ἂν ἒφτανε ὁ ἂνθρωπος νά μεταστοιχειώσει τήν ὀρθή δίκη σέ
βερίκοκο ἀκμῆς, θ’ ἀρκοῦσε γιά νά κατεβεῖ μερικά σκαλοπά-
τια ὁ θάνατος.
Κάτι κόκκινο πρίν ἀπ’ τό αἷμα
Μόλις φτασμένο ἀπ’ τό παρ’ ὀλίγον μέλλον.
Το αίτημα της ανασύστασης της ορθολογικής κρίσης με όραμα την πρόγευση της τελειότητας («ἂν ἒφτανε ὁ ἂνθρωπος νά μεταστοιχειώσει τήν ὀρθή δίκη σέ βερίκοκο ἀκμῆς») εισάγει στη φιλοσοφική εκδοχή της αγωνίας της ύπαρξης αναφορικά με την απίστευτη επίτευξη της αθανασίας. Με την προσωποποίηση ολοκληρώνεται η υποθετική θέση στην αφήγηση («θ’ ἀρκοῦσε γιά νά κατεβεῖ μερικά σκαλοπάτια ὁ θάνατος»), που κρίνεται συγκινησιακή τουλάχιστον κοινοτοπία.
Το μυστηριακό κλίμα φαίνεται να υπερτερεί («κάτι κόκκινο πρίν ἀπ’ τό αἷμα») αυτονομημένο. Τα χρονικά μέρη πλεοναστικά στο ύφος αυτό («πρίν», «μόλις», «τό παρ’ ὀλίγον μέλλον») αναλογούν στην αιτιώδη σχέση ανάμεσα στο νοούμενο άλγος των ανθρώπων (που «ὠμές τρῶνε τίς ἀλήθειες», όπως αναφέρεται αρχικά στο κείμενο) και το αόριστο επερχόμενο διάβα τους («τό παρ’ ὀλίγον μέλλον»).
Βεβαίως η ανίχνευση του απροσέγγιστου οδηγεί σε διαπιστώσεις αδόκητες για την επαναπαυμένη νόηση, όπως γίνεται κατανοητό στο «Περί αυταπάτης» κείμενο του Ανέστη Μελιδώνη[4].
Άστατος εφήμερος ανήκουστος εσπερινός
μια βραδιά του νου προσμένουμε χωρίς τέλος
για να μη βλέπουμε πια ότι ο ουρανός λιγόστεψε.
Σας παρακαλώ ακούστε λίγο τον κότσυφα
δεν έχει λόγο που τραγουδάει.
Η άπιαστη ηχηρή ροπή του «εσπερινού» μοιάζει ατέρμονη, ώστε οι επιθετικοί προσδιορισμοί με την άρνηση προέχουσα («άστατος εφήμερος ανήκουστος») εξαίρουν το θλιβερό απόφθεγμα («ο ουρανός λιγόστεψε»). Ο χρονικός παλμός της λογικής εκπέμπει την αδημονία για ολοκληρωτική γνώση («προσμένουμε χωρίς τέλος») των παραμέτρων του βίου, όπως καθολικά διαγράφεται (σε α πληθυντικό ρηματικό πρόσωπο).
Η άρνηση της παραδοχής της πραγματικότητας («για να μη βλέπουμε πια») πιο πολύ αντιστοιχεί στη δυνατότητα της εγρήγορσης («μια βραδιά του νου»). Εντούτοις η απότομη πειθαρχία στον παρακλητικό τόνο του β πληθυντικού προσώπου γεφυρώνει μόνο την ηχητική ροή των μηνυμάτων («εσπερινός», «κότσυφας») προς επίγνωση του άστοχου αποτελέσματος στον τελευταίο στίχο.
Η συντελεσμένη φυγή για τη μάνα όμως δεν αποτελεί έναυσμα αναζήτησης στην αχανή ξένη γη, αλλά απεγνωσμένης ενατένισης του δικού της ορίζοντα, στην ποιητική συλλογή, «Τῆς ξενιτειάς ἀπόηχα», της Ευαγγελίας Παπαχρήστου Πάνου[5].
Ρίχνει τό δάκρυ στό γυαλό.
Τό στεναγμό στ’ ἀγέρι.
Στό τελευταῖο μαντήλι της
κλείνει τό σπαραγμό.
Έτσι σκιαγραφούνται τα όρια του καημού («στό γυαλό», «στ’ ἀγέρι», «στό τελευταῖο μαντήλι της») εξαιτίας του μισεμού σε συμπυκνωμένη διατύπωση. Χρησιμοποιούνται οι παραπάνω εμπρόθετοι προσδιορισμοί κατά την τακτική των δημοτικών τραγουδιών σε τρεις πόλους (σύνθεση στοιχείων ανά τρία), ώστε απογειώνεται η συγκίνηση («κλείνει τό σπαραγμό»).
Κράτα τή φλόγα λαμπερή
στό μακρινό σου δρόμο.
Ἡ πίστη μας ξεθώριασε.
Ἀλλάξαν οἱ καιροί[6].
Αλλά για τον αποδημούντα ο παραινετικός τόνος σχετίζεται με το ακαθόριστο του επιδιωκόμενου προορισμού, οπότε η διάθεση απομάκρυνσης απ’ τη βάση ως αναγκαιότητα, λόγω των συνθηκών της εποχής, έχει άλλο ηθικό βάρος («ἡ πίστη μας ξεθώριασε»). Η μεταλλαγή των ιδεωδών συνδέεται με την απαίτηση της δέουσας ελπιδοφόρας φυγής («κράτα τή φλόγα λαμπερή»).
Η απελπισμένη στόχευση στη μετακίνηση σε περιοχές νοερές στον Κ. Γ. Καρυωτάκη («Πεζά, ΙV»[7]) είναι το εγχείρημα που απολυτρώνει τουλάχιστον από το εξακολουθητικό ψυχικό αδιέξοδο («ἔχασα τὴν ἤρεμο ἐνατένιση»).
Καὶ τώρα ἔχασα τὴν ἤρεμο ἐνατένιση. Ποῦ ν᾿ ἀφήσω τὸ βάρος τοῦ ἑαυτοῦ μου; Δὲν μπορῶ νὰ συμφιλιωθῶ μὲ τοὺς κήπους. Τὰ βουνὰ μὲ ταπεινώνουν. Γιὰ νὰ δώσω τροφὴ στοὺς λογισμούς μου, παίρνω τὸ μεγάλο, δημόσιο δρόμο. Δυὸ φορὲς δὲ θὰ ἰδῶ τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Οἱ χωρικοὶ ποὺ στέκονται ἀπορημένοι, ἔχουν τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ὑγεία. Τὰ σπίτια τους εἶναι παλάτια παραμυθιοῦ. Οἱ κατσίκες τους δὲ μηρυκάζουν σκέψεις. Χτυπῶ τὸ πόδι καὶ φεύγω. Περπατῶ ὁλόκληρες μέρες. Ποῦ πηγαίνω; Ὅταν γυρίσω τὸ κεφάλι, ξέρω πὼς θ᾿ ἀντικρίσω τὸ φάσμα τοῦ ἑαυτοῦ μου.
Πουθενά λοιπόν δεν εντοπίζεται εχέγγυο νηνεμίας ή έστω καταστάλαγμα κατόπιν αγωνιώδους βιώματος σ’ εξομολογητικό τόνο («Δὲν μπορῶ νὰ συμφιλιωθῶ»). Το ερώτημα («ποῦ ν᾿ ἀφήσω τὸ βάρος τοῦ ἑαυτοῦ μου;») αποτελεί κορύφωση της αναζητητικής προσπάθειας για μια ζωοδότρα νοητική σταθερότητα («γιὰ νὰ δώσω τροφὴ στοὺς λογισμούς μου»). Εδώ η επιδίωξη φυγής ατελέσφορη προσκρούει στην ανοίκεια πραγματικότητα, μολονότι αυτή σκιαγραφείται με βάση το ειδυλλιακό καλούπι κάτω απ’ την αποφατική σκέψη («δὲν μπορῶ νὰ συμφιλιωθῶ μὲ τοὺς κήπους», «τὰ βουνὰ μὲ ταπεινώνουν», «οἱ κατσίκες τους δὲ μηρυκάζουν σκέψεις»).
Ενώ εξαρχής διαφαίνεται η απόφαση αντιμετώπισης της συναισθηματικής αστάθειας, μέσω της διασάφησης της πορείας («παίρνω τὸ μεγάλο, δημόσιο δρόμο»), δεν κατορθώνεται πράγμα που τεκμηριώνεται μέσα από μια σειρά διακριτών όψεων μεταφορικότητας («τὰ σπίτια τους εἶναι παλάτια παραμυθιοῦ», «οἱ κατσίκες τους δὲ μηρυκάζουν σκέψεις»). Αποκορύφωση, η ενώπιος ενωπίῳ αναμέτρηση, κλείνει ερμητικά τον κύκλο της επιζήτησης μάταιης καταφυγής («θ᾿ ἀντικρίσω τὸ φάσμα τοῦ ἑαυτοῦ μου»).
Πάλι στο ποίημα, «Άμαθος είναι ακόμη του Νέστου ο παραπόταμος γι’ αυτό κι αργεί να φτάσει», ο Οδυσσέας Ελύτης τολμά, συγκρίνοντας, μια υπέρβαση των ορίων, προκειμένου να γίνει καταφανής η ευτελής πρόθεση επικοινωνίας, η τρανταχτή απαξία των αξιόλογων επιτευγμάτων σ’ ευρύ φάσμα[8].
Ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα στό τίποτε καί τό ἐλάχιστο εἶναι κατά
πολύ μεγαλύτερη ἀπ’ ὃ,τι ἀνάμεσα στό ἐλάχιστο καί τό πολύ.
Όμως η διαλεύκανση των λεπτών ψηφίδων σαφούς προσδιορισμού της οριοθετημένης κατεύθυνσης της ζωής, περιορίζεται στην τέχνη[9].
Τόν κορυδαλλό τόν ἀκοῦς μόνον ὃταν δέν τόν βλέπεις, ὃπως
τήν ἒμπνευση τή βρίσκεις μόνον ὃταν δέν τήν κυνηγᾶς.
Η εύστοχη αναλογία ανάμεσα στον ήχο και τη μετατόπιση («τόν ἀκοῦς», «ὃταν δέν τήν κυνηγᾶς») συνιστά ακόμα μια συνοπτική εξήγηση της θήρευσης προοπτικής για την ενεργή συνείδηση. Σ’ αυτή την περίπτωση ακυρώνεται η διεκδίκηση κοπιαστικής μεταβίβασης από μια κλήτευση σε άλλη, κοινή για κάθε εμπειρία (οι προτάσεις σε β ενικό πρόσωπο)˙ δίχως εκούσια δρομολόγηση («μόνον ὃταν δέν τόν βλέπεις», «μόνον ὃταν δέν τήν κυνηγᾶς») διεκπεραιώνεται η φυγάδευση.
Η αποχώρηση προς συγκεκριμένη ρότα ενίοτε εξισώνεται με την περιδίνηση στα πάτρια εδάφη («Κάτι σάν ἀπεικόνιση»[10]), σύμφωνα με την οπτική του Δημήτρη Πέπα.
Ἐκεῖ πετοῦσες. Ἒδωσες καί σέ μένα φτερά,
νάτος ὁ κόσμος ὁ δικός μας, εἶπες.
Κυκλάμινο καί βράχος, εἶπα. Νάτος ὁ τόπος μου.
Εξαρχής η ταύτιση με τον τόπο γίνεται προνόμιο ανάτασης («ἐκεῖ πετοῦσες») που χαρίζεται στο «εσύ» («ἒδωσες καί σέ μένα φτερά») μέσα από τη διαλογική, αλληγορική απόδοση της ουσιώδους συμπόρευσης. Με αφαιρετική διατύπωση («κυκλάμινο καί βράχος»), ανακαλύπτεται ο ειδικός θησαυρός της πολιτισμικής ταυτότητας.
Στο απόσπασμα από το ποίημα του Κωστή Παλαμά, «Σαν των Φαιάκων το καράβι»[11], παρατίθενται διάφορες περιοχές φανταστικές ως προορισμοί.
Σαν των Φαιάκων το καράβ' η Φαντασία
χωρίς να τη βοηθάν πανιά και λαμνοκόποι
κυλάει· και είναι στα βάθη της ψυχής μου τόποι
………………………………………………………………….
………………………………………………και χίλια μύρια
Ταξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμον όλο.
Και τι 'μαι; Χόρτο ριζωμένο σ' ένα σβώλο
απάνω, που ξεφεύγει κι απ' τα κλαδευτήρια.
Μέσα από την παρομοίωση («σαν των Φαιάκων τό καράβ’ η Φαντασία»), η διάθεση μετακίνησης σίγουρα αντιβαίνει τους νόμους της λογικής. «Σημασιοδοτείται ασφαλώς εδώ ένα ταξίδι και μια αναζήτηση. Το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να αναλαμβάνει «μύρια ταξίδια», πράγμα που σημασιοδοτεί ότι βρίσκεται σε μια διαρκή κίνηση. Αυτό σημαίνει ότι βρίσκει μια αξία σ’ αυτούς τους χώρους που επισκέπτεται διαδοχικά»[12]. Στα πλαίσια της αυτοαναφορικότητας καταδεικνύεται το θεωρητικά εμπειρικό στίγμα, ότι δηλαδή η πνευματική διεύρυνση τελικά προέρχεται από την εμβάθυνση στα φαινόμενα («χίλια μύρια ταξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμον όλο»).
Η ασημαντότητα του ανθρώπου στον απέραντο, ανομοιόμορφο κόσμο στηρίζεται στον εφήμερο χαρακτήρα της ύλης˙ αυτό διαφαίνεται με τον ερωτηματικό τόνο («και τι 'μαι;»), τον προβληματισμό για τον προορισμό της ύπαρξης. Και η απάντηση εμπεριέχει την αλληγορική σκοπιά («Χόρτο ριζωμένο[13] σ' ένα σβώλο απάνω»).
Εξάλλου η τάση αποδέσμευσης απ’ τη σιγουριά της εγκατάστασης εντοπίζεται σχηματικά σε λογής λογοτεχνικά ρεύματα αλλού ως κίνητρο αναπτέρωσης του ουτοπικού, αλλού ως διείσδυση στο μεδούλι των φαινομένων, αλλού ως κατευθυντήρια πράξη εναντίωσης στην πρακτικότητα της ασφάλειας. Εν γένει προσιδιάζει με τη στοίχιση των νοηματικών δογμάτων, παράγωγο κάθε τέχνης.
[1] http://thepoetoftheuniverse.wordpress.com: John Keats, Ode to a Nightingale (Ωδή σε ένα αηδόνι)-μετάφραση, Ελπίδα Δ. Γκίνη
[2] Rene Wellek- Austin Warren, «Θεωρία Λογοτεχνίας», μετάφραση Σταύρου Γεωργίου Δεληγιώργη, 6η έκδοση, Δίφρος
[3] Οδυσσέα Ελύτη, Ἐκ τοῦ πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998
[4] Ανέστη Μελιδώνη, «Αντί αυταπάτης», περιοδικό Κουκούτσι, τεύχος 3, χειμώνας-άνοιξη 2011
[5] Ευαγγελίας Παπαχρήστου Πάνου, «Τῆς ξενιτειάς ἀπόηχα», Ιωλκός, Αθήνα 1974
[6] όπ. π.
[7] Κ.Γ. Καρυωτάκη, Τα πεζά, επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη, Νεφέλη, Αθήνα 1989
[8] Οδυσσέα Ελύτη, Ἐκ τοῦ πλησίον, όπ. π.
[9] όπ. π
[10] Δημήτρη Πέπα, «Πέντε ποιήματα σε δική τους ἀπεικόνιση», Διογένης, Αθήνα, 1983
[11] Κωστή Παλαμά, «Η ασάλευτη ζωή», επιμέλεια Ηλίας Λάγιος, Ιδεόγραμμα, Αθήνα, 2004
[12] www.eens-congress.eu-Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών: Αποστόλου Μπενάτση, «Χρόνους μας ταξιδεύει…: Το ταξίδι στην ποιητική μυθολογία του Παλαμά, του Καρυωτάκη και του Ελύτη»
[13] χόρτο ριζωμένο: πρβλ. Ησαΐα, Μ 7-8 «Πᾶσα σάρξ χόρτος καί πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἂνθος χόρτου...». Επίσης Ιλιάδα, Ζ, 146 «οἳη πέρ φύλλων γενεή, τοίη δέ καί ανδρών»
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Εξαιρετικό!