( ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΕΜΠΩ )
Ο ποιητής βγαίνει απ’ την έρημο.
Στα χέρια του κρατά πιθάρια,
για να βάλει τα κρανία των υποκριτών.
Κορόιδευαν τους ευτυχισμένους
τις νύχτες των Κρυστάλλων.
Περίμεναν τον ποιητή,
κάνοντας περιφορά τον θάνατο,
γύρω από ξερά πηγάδια.
Εκεί -από παλιά- παρακαλούσαν τα πνεύματα της γης
να χαρίζουν σκοτεινούς ήλιους,
σ’ εκείνους που θέλανε την ευτυχία.
Ω! ο ποιητής δεν άντεξε τη χυδαιότητα.
Προχώρησε μπροστά!
Τους δαίμονες εύκολα προσπέρασε,
μα, στους υποκριτές
σταμάτησε ανησυχαστικά.
Τους παρίες της κολάσεως αναζήτησε
«Μακάριοι, ευτυχισμένοι
που στέκεστε στις άκρες της αβύσσου,
σπεύσατε…
Πλημμύρισε η έρημος ψευτοδυστυχισμένους »
Ο αρχιερέας Λοράν στα τείχη του Εσκοριάλ πρόβαλε.
Γύρω το λυκόφως
θλίψεις και θάνατο έσπερνε.
Φίλησε τον ποιητή:
«Δεν μπορείς να παρακαλάς άλλο!
Στοχάσου καταραμένε λογοπλάστη !
Είσαι της σκέψης…
Πολέμα!
Η ευτυχία σού ανήκει…
Σκότωσε τους άθλιους της δυστυχίας,
τους κόλακες των παραδείσων!
Τα χέρια σου είναι οι ρομφαίες της τιμωρίας!
Μετά θα σ’ ανεβάσω στο τέλος των λέξεων.
Των ιδεογραμμάτων τη σημασία
θα σου φανερώσω.
Θα δεις τον Θεό, δίχως αγγέλους,
για μια στιγμή.
Κι ύστερα θα βυθιστείς
στη θάλασσα της ανυπαρξίας,
για πάντα…»
_
γράφει ο Χριστόφορος Τριάντης
0 Σχόλια