Νησί θα πει κρούστα στεριάς ζωσμένη στο λουλάκι
με βράχια ολοτσαλάκωτα, με δαντελένια μέρη,
μια φούχτα σπόρια για τ’ αηδόνια στ’ άσπρο πεζουλάκι,
κι ένα ραδιόφωνο ανοιχτό, χειμώνα-καλοκαίρι.
Νησί θα πει μοσκοβολιά από σκίνους και θυμάρια,
παπαρουνίτσες ντροπαλές -χλωρές και μαυρομάτες,
αρνάκια στ’ αγιοχώραφα, κουνέλια στα χορτάρια,
και γαϊδουράκια ήσυχα με βελουδένιες πλάτες.
Νησί θα πει ηλιοξύπνημα κάτω από τ’ αρμυρίκια,
γάτες που τρύπωξαν στη ζούλα σ’ υγραμένα αμπάρια,
δίχτυα γιομάτα κόκκινη σαρδέλα στα καΐκια
κι από νωρίς τ’ απόγευμα, να βγαίνουν τα φεγγάρια.
Νησί θα πει καμπαναριά σαν χάλκινες μπουρούδες,
τρούλοι θαλασσοβούτηχτοι, λιβάνι, ήλιος κι αφρός,
κεράκια από αγριομέλισσες, τέμπλα με πεταλούδες,
κι απ’ τα στενά παράθυρα να μπαίνει αφράτο φως.
Νησί θα πει, Αρχόντισσα του τόπου -ότι είναι μία:
η Παναγιά, που τρυφερά βαστά όλη τη Ζωή
και που, με την πελαγοκάμωτη Χάρη Της κι ηρεμία,
φρουρεί, στεριώνει κι οδηγεί ό,τι έχει μέσα του πνοή.
Κι είναι -θαρρώ- χρόνοι πολλοί και μερονύχτια μύρια,
που ο ταπεινός μας ο λαός Τήν έχει Πρώτη Μάνα
έτσι που, σ’ όλα τα νησιά, στους κάμπους, στ’ ακρωτήρια,
εκκλησαράκια χίλια δυό γράφουνε στην καμπάνα:
Γαλανοσκέπαστη, Ηλιοδόχα, Φωτοστεμμένη, Κρατερή,
Γιασεμομύρωτη, Ανθοσπάρτη, Μαλαμολάξευτη, Αυγερή,
Κυματοφώτιστη, Λευκούσσα, Ακριβοδώρητη, Αργυρή,
Αιθεροστόλιστη, Ζωοδότρα, Γαλακτοτρέφουσα, Ισχυρή.
Και Παιδοπροστατεύουσα, και Σπιτοθεμελιούσα,
και Δικαιοϋπερασπίζουσα, κι Αγνοπαρηγορούσα!
Και Θησαυροκρατόρισσα, κι Ανεμοκυριαρχούσα,
κι Υδατογαληνεύουσα, και Θανατοσπαθούσα!
Νησί θα πει ευλαβικοί παππούδες με μπαστούνια,
θα πει παιδιά που κυνηγούν τζιτζίκια μες στις γλάστρες,
Σαρακοστή με πένθιμες βιολέτες στα καντούνια
κι Ανάσταση μες στη χαρά με λαμπαδίτσες άσπρες.
Νησί θα πει κατεβασιά των άγγελων στο χώμα
να ψάλουν ύμνους γυάλινους και Δόξα Σοι από ζάχαρη,
θα πει κληματαριές βαριές -στου σιταριού το χρώμα,
και πέρα, σε μια μπλε σπηλιά, ν’ ανθίζει μαύρη κάπαρη.
Σ’ αυτή τη θαλασσοσπηλιά, θα πάω να χτίσω σπίτι:
δυό τσιμεντόλιθους χοντρούς και μια τσίγκινη στέγη,
προσευχητάρι ξύλινο, μια γούβα-νεροχύτη,
και στην αυλή, δυό ζωντανά που όποιος μπορεί θ’ αρμέγει.
Θα πάρω και μενεξελή κουβά, μ’ όποιο μ’ αρέσει χρώμα
να γράψω πάνω στη σκεπή λέξεις στρωτές και λίγες:
πως τούτη εδώ η κρούστα γης από αίμα κι από χώμα
φέρει λευκό Σταυρό τιμής κι ασπρογαλάζιες ρίγες.
Και κάθε όρθρο, που θα σκάει του ήλιου το στεφάνι
και που η καμπάνα θα χτυπά στη μέση της ερήμου,
θα παίρνω λούλουδα του αγρού, θα πιάνω το λιμάνι,
και δρόμο-δρόμο θα ‘ρχομαι ν’ ανάψω το κερί μου.
Κι απάνω στο στερέωμα, στο πέλαγο τριγύρω,
θα ‘ναι χελιδονόπουλα, σπουργίτια, περιστέρια
και τσίου τσίου θα δένουνε κλωστούλες από μύρο
για να ‘χει η μέρα φως γλυκό κι η νύχτα πεφταστέρια.
_
γράφει η Ιωάννα Μαρία Νικολακάκη
0 Σχόλια