Η κατάλυση του χρόνου
Μιχάλης Αλμπάτης
Εκδόσεις Νήσος 2024
Επιμέλεια: Δημήτρης Λυμπερόπουλος
–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Φιλόσοφος ή επαναστάτης; Συμβιβασμένος ενήλικας ή ανένταχτος έφηβος στην Χώρα του Ποτέ, στην Ουτοπία; Και αν είναι κατακριτέα η πρώτη επιλογή, πόσο σκληρή μπορεί να αποβεί η δεύτερη; Αυτά είναι μερικά ερωτήματα που θέτει ο Μιχάλης Αλμπάτης στο έργο του «Η Κατάλυση του Χρόνου».
Ο Γιόσουα, ένα δεκατριάχρονο Εβραιόπουλο, ζει σε μια πόλη της Τσεχίας και περνά τα χρόνια της Γερμανικής κατοχής κρυμμένος στην σοφίτα της γριάς Γκρόσοβα, μια και οι γονείς του αγνοούνται σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως και φυσικά απειλείται και η δική του η ζωή. Τα τριάμισι χρόνια του εγκλεισμού του στον χώρο αυτό αποτελούν για τον ήρωα μια αποκάλυψη, καθώς βιώνει τις τυραννικές αλλαγές τις εφηβείας με τον πιο έντονο τρόπο. Η σοφίτα της ηλικιωμένης γυναίκας είναι ένα άντρο βιβλίων κάθε είδους, που «γέννησαν» χρόνια πριν τον επαναστάτη αδερφό της. Τον «χάλασαν», όπως υποστηρίζει και η ίδια, μια και η πορεία του υπήρξε ενάντια σε κάθε κατεστημένο με πολεμική χροιά και τραγική κατάληξη. Ο Γιόσουα βυθίζεται στον κόσμο αυτό, ενώ η μοναδική του επαφή με τον έξω κόσμο είναι οι δύο συμμαθητές του, που τον επισκέπτονται κάθε Κυριακή.
Πλήθος βιβλίων παρελαύνει από το έργο αυτό, παγκόσμιας αναγνώρισης, χωρίς ωστόσο να αναφέρονται τίτλοι. Ο αναγνώστης όμως μπορεί ν’ αναγνωρίσει τα σημάδια, επομένως και την ταυτότητά τους: Λογοτεχνία, φιλοσοφία, βιογραφίες, ιστορία και τελικά ποίηση είναι μερικά από τα είδη που έρχεται σε επαφή ο Γιόσουα. Το μοναδικό όνομα που αναφέρεται είναι αυτό του Νίτσε, με το οποίο βαφτίζεται ο άσπρος κουφός γάτος της Γκρόσοβα , αχώριστος φίλος του ήρωα. Ο γάτος αυτός είναι ό,τι και ο σκύλος στην τριλογία του Ζοζέ Σαραμάγκου: το απομεινάρι ανθρωπιάς, που παραμένει αναλλοίωτο, ακόμα και όταν αυτή έχει χαθεί από τους ανθρώπους.
Η ωρίμανση του Γιόσουα πραγματοποιείται παρόμοια με τη γέννηση του νέου κόσμου μετά την Γερμανική κατοχή: επώδυνα, με ένα ωμό και ακανόνιστο σχήμα. Το αγόρι μέσα στην σοφίτα, αλλά και έξω από αυτήν, στα κεραμίδια της σκεπής (το μόνο σημείο επαφής με τον κόσμο επί τέσσερα σχεδόν χρόνια, αλλά κυρίως με τα άστρα και κατ’ επέκταση τον οραματισμό) γνωρίζει τις ερωτικές ορμές του σώματος, το ξύπνημα του πνεύματος, που βρίσκει αυτόν τον κόσμο άδικο και απαράδεκτα απαθή μπροστά στα ανθρώπινα τερατουργήματα. Φιλόσοφος λοιπόν ή επαναστάτης; Φυσικά ο Γιόσουα επιλέγει το δεύτερο, δημιουργώντας έναν στρατό εφήβων ενάντια στο σώμα των συμβιβασμένων ενηλίκων και στην προδοσία τους. Ως Προφήτης, οραματιστής, πύρινος κήρυκας δημιουργεί το δικό του καθεστώς μετά την πτώσης της Κατοχής, την ονομαζόμενη Κομμούνα. Ένας φανταστικός βραχύβιος κόσμος γεννιέται που στόχο έχει την κατάλυση των ορίων, του υποκριτικού πουριτανισμού και βέβαια του μεγαλύτερου τυράννου: του χρόνου.
Ο χρόνος λοιπόν είναι αυτός που δυναστεύει τον άνθρωπο στο σύντομο διάστημα της διαβίωσής του ανάμεσα στις δύο καταστάσεις ανυπαρξίας, πριν την γέννηση και μετά τον θάνατο. Ο χρόνος είναι αυτός που κυρτώνει την ανθρώπινη ζωή ακολουθώντας έναν ατέρμονα και αδιέξοδο κύκλο, παρόμοιο με την ζωή του ήρωα: παιδί- επαναστάτης- (αιώνιο)παιδί. Η κατάργησή του λοιπόν δεν θα μπορούσε παρά να αποτελέσει απελευθέρωση του ανθρώπου σε έναν πιο δίκαιο κόσμο, απενοχοποιημένο πλήρως σχετικά με κάθε πηγή ευχαρίστησης και ελευθερίας.
Πόσο όμως μπορεί να διαρκέσει μια ουτοπία; Είναι άραγε περισσότερο ισχυρή στην ανθρώπινη φύση, από την διχαστική της τάση, τον φθόνο και την προδοσία; Επίσης, μια επανάσταση δεν μπορεί να είναι αναίμακτη και όλοι πληρώνουν τελικά το τίμημα, ωστόσο μήπως αποτελεί μονόδρομο;
Οι περιγραφές του συγγραφέα είναι γλαφυρές, ποιητικές, ο λόγος διαθέτει μουσικότητα ακροβατώντας ανάμεσα στο δοκιμιακό ύφος και στον λυρισμό. Η επιλογή των λέξεων είναι αυστηρή (μια και διαθέτουν τυραννική δύναμη, όπως αναφέρεται στο κείμενο), τα ρήματα συχνά υπογραμμίζουν δυναμικά το νόημα της φράσης στο τέλος της. Ο λόγος είναι μακροπερίοδος, ένα επικίνδυνο εκφραστικό μονοπάτι, που όμως γοητεύει και είναι επιβεβλημένος προκειμένου να συμπορευτεί με τον ρυθμό του κειμένου. Ωστόσο, όλα αυτά ωχριούν μπροστά στην μυρωδιά ενός γυμνού γυναικείου σώματος καλυμμένου με σπέρμα και ιδρώτα, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά. Το συγκρουσιακό μότίβο (εντός και εκτός του ήρωα, σε ατομικό, κοινωνικό επίπεδο) κάνει συχνά την εμφάνισή του, όπως και τα στοιχεία χιούμορ.
Παράλληλα, δεν απουσιάζει η νοσταλγία που χαρακτηριστικά διέπει ολόκληρο το κείμενο. Ακόμα και το ερωτικό στοιχείο έχει τελετουργικό χαρακτήρα και κατατρύχει τον ήρωα με διάφορα συναισθήματα από την παραφορά ως τον πόνο της προδοσίας και της ζήλιας. Η σάρκα και η ψυχή μερικές φορές έρχονται σε ρήξη.
Τελικά, ο Γιόσουα παραμένει το «παιδί της σοφίτας», που ανυποψίαστο οδηγείται στην μοίρα του. Χαρακτηριστική και άκρως τρυφερή είναι η σκηνή που ο ήρωας επιστρέφει νοητά στην εποχή του σχολείου, όταν ο δάσκαλός του τον στέλνει σε μια αγγαρεία στην αποθήκη και διασχίζει μόνος του τον σκοτεινό διάδρομο: «Βρέθηκε στον διάδρομο τον τόσο οικείο, τον τόσο γνωστό, που ήταν όμως ολότελα άδειος, σκοτεινός, μ’ έναν ψιθυριστό αχό να’ ρχεται από τις τάξεις που έστεκαν με τις θύρες τους κλειστές, κι έγινε άξαφνα ένας διάδρομος άλλος, άγνωρος, και κατεβαίνοντας τις σκάλες ένιωσε να τον τυλίγει μια αλλόκοσμη, ανεξιχνίαστη σιωπή, μια ελευθερία πρωτόφαντή, και δεν ήταν πια καμιάς τάξης μαθητής, μόνο ένας διαβάτης ενεός που εδώ και εκεί πλανιέται, κι ήταν σα να του φανερώθηκε η πίσω όψη, όλο κόμπους, από της πλάσης το υφαντό, κι είδε το πως είναι οι διάδρομοι, οι σκάλες, η αυλή, όταν κανείς δεν είναι, είδε την ερημιά και την σιωπή που φτιάχνουμε τον κόσμο, τη γαλήνη που αναμένει…»
Πρόκειται για ένα μεταφυσικό στίγμα, σαν το τρεμάμενο πέταγμα μιας πεταλούδας, κάθε εφήμερης ύπαρξης κατ’ επέκταση. Είναι αυτός ο «διάδρομος» που κάποτε θα κληθούμε να βαδίσουμε όλοι, αλλά χωρίς φόβο, παρά μόνο με γαλήνη μέσα στην σιωπή. Το σημείο εκείνο που ο χρόνος επιτέλους καταλύεται και δεν έχει καμιά απολύτως εξουσία.
0 Σχόλια