Η πόρτα πίσω του έκλεισε με έναν αγωνιώδη κρότο και μια έκδηλη
ανυπομονησία, μάρτυρες της οποίας υπήρξαν μερικά αλαβάστρινα
αγγελάκια, που μέχρι πριν λίγο απολάμβαναν απρόσκοπτα τον ερχομό του
δειλινού στην αγκαλιά ενός επιχρυσωμένου καθρέφτη. Με απεγνωσμένες
κινήσεις προσπάθησε να απεγκλωβιστεί από το κασκόλ, το καπέλο κι
έπειτα το παλτό του. Μολονότι ήταν Αύγουστος και όλοι οι κάτοικοι του
νησιού αισθάνονταν σαν ταξιδιώτες σε σαφάρι κάπου στην Κένυα, εκείνος
επέμενε να προστατεύει τον εαυτό του από τη βδελυρή ματιά τους. Δεν
ήταν τίποτα παραπάνω από οκνηρά, τηλεκατευθυνόμενα ανθρωπάκια, που
αμφιταλαντεύονταν μεταξύ της ματαιοδοξίας και της αμάθειας. Ελάχιστα
τον ενδιέφεραν τα αδιάκριτα σχόλιά τους, αλλά κι αυτή η
κουτσομπολίστικη διάθεση που τύλιγε κάθε τόσο σαν ακάνθινος μανδύας
κάθε γωνιά αυτού του τόπου. Εκείνος βίωνε τη δική του, προσωπική
αλήθεια, έχοντας ριγμένο στους ώμους το χιτώνα της γνώσης, που σαν
αστείρευτη βρυσομάνα ανάβλυζε μέσα από τα βιβλία του.
Τράβηξε με δύναμη τις κουρτίνες, σκοτώνοντας αδυσώπητα ακόμη και την
πιο πενιχρή αχτίδα φωτός. Έπειτα, τοποθέτησε με ευλάβεια στο τζάκι το
τελευταίο κούτσουρο που είχε απομείνει από τον περασμένο χειμώνα,
χωρίς ωστόσο να εμφανίζει την προδιάθεση να το ανάψει, όπως άλλωστε
συνήθιζε. Απόψε δε θα πραγματοποιούσε την αγαπημένη του συνήθεια. Δε
θα παρέδιδε στη φωτιά κανένα βιβλίο, ούτε θα λεηλατούσε καμιά
πολυβασανισμένη σελίδα. Αυτή η βραδιά ήταν αφιερωμένη σε εκείνον και
στον επισκέπτη του. Ήταν απόλυτα σίγουρος πως θα ερχόταν, γι’ αυτό και
τον περίμενε σκυθρωπός, καθισμένος στην ξύλινη, κουνιστή του καρέκλα,
που χρόνια τώρα βρισκόταν τοποθετημένη με μαθηματική ακρίβεια στο
χώρο. Το γεγονός αυτό, του επέτρεπε να είναι ο κυρίαρχος του σπιτιού,
να μπορεί δηλαδή να ελέγχει κάθε κίνηση, σημαντική ή ασήμαντη,
ανθρώπινη ή και υπερφυσική. Με τις υπερφυσικές κινήσεις μάλιστα, του
άρεσε να συνδιαλέγεται. Για την ακρίβεια ήταν η σκιά τους που τον
ενδιέφερε.
Κάθε σκιά είχε τη δική της, μοναδική ιδιοσυγκρασία, που την έκανε
άλλωστε να ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες. Καμιά σκιά δεν ήταν ακριβώς
ίδια με κάποια άλλη, όπως ακριβώς συμβαίνει με τους ανθρώπους. Αυτό
όμως ήταν εξαιρετικά δύσκολο να το αφουγκραστεί κάποιος που έριχνε μια
φευγαλέα ματιά. Εκείνος όμως ήθελε να γίνει ο ιχνηλάτης τους.
Προσπαθούσε να διαπρέψει σε ένα πρωτοπόρο κλάδο, αυτόν του
ιχνογραφήματος των γκρίζων αυτών μορφών, που αγόγγυστα υπομένουν την
αδιαφορία των ανθρώπων. Κανείς δεν είχε σταθεί ποτέ να τους απλώσει το
χέρι, να πει ένα «κουράγιο», ένα ξερό έστω καλημέρα. Έτσι άρχιζε να
χωρίζει τις σκιές σε κατηγορίες, προκειμένου να τις αποκωδικοποιήσει.
Άλλες έπεφταν στον τοίχο σαν αβάγιστα κλαδιά και περνούσαν το βράδυ
αμίλητες, καρτερώντας την αμείλικτη εκτέλεση της αυγής. Αυτοί θα ήταν
σίγουρα που θα κινούσαν τα νήματα˙ οι ισχυροί. Άλλες πάλι έστηναν τον
πιο δερβίσικο χορό και με μάτια στεφανωμένα δάφνες έπαιρναν σίγουρα
τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Αυτοί θα ήταν οι ήρωες.
Κι έγραφε ασταμάτητα. Έγραφε πιο γρήγορα από τις αναπνοές του, η πένα
ανταγωνιζόταντους ρυθμούς της καρδιάς. Έγραφε για τους απόκληρους της
κοινωνίας, για τους προδομένους εραστές της τύχης˙ για όλους όσους
έγιναν σκιά του εαυτού τους και που πλέον δεν δικαιούνται να κρυφτούν
κάτω από τα στοργικά κλινοσκεπάσματα λήθης. Είχε αναλάβει να τους βρει
ένα καταφύγιο˙ κάλπικο, μα καταφύγιο. Πάνω στους καπνισμένους
ασβέστες του σπιτιού του δεν θα άντεχαν για πολύ. Σκέφτηκε έτσι να τις
κρύψει πίσω από ξεχαρβαλωμένες σελίδες, πίσω άγνωστες λέξεις, που όσο
δύσκολα προφέρονται, τόσο εύκολα ξεχνιούνται.
Μια τέτοια βραδιά, που ο ιδιόρρυθμος κύριος Τηλέμαχος βγήκε για τον
εβδομαδιαίο του περίπατο και που τα αλαβάστρινα αγγελάκια σάστισαν από
το γρατζούνισμα της πόρτας, παραδομένα στη μέθη του δειλινού, έκανε
την εμφάνισή του ο Ατίλ. Ποτέ δεν είχε μπορέσει να καταλάβει αν ο Ατίλ
ήταν μια σκιά σαν όλες τις άλλες. Μπορεί και να ήταν αποκύημα της
φαντασίας του ή και εκείνο το ανθρωπάκι που είχε ξεβράσει το κύμα στο
νησί. Το σίγουρο ήταν πως είχε έρθει την πιο κατάλληλη στιγμή. Η
ενασχόληση με τις άλλες σκιές του είχε απομυζήσει την έμπνευση˙
έπρεπε να πέσει η αυλαία. Ο Ατίλ ήταν το εξιλαστήριο θύμα σε μια
δυσμενή φάση αποστράγγισης ιδεών, ενώ παράλληλα αποτελούσε το πιο
δυνατό φινάλε. Μετά από αυτόν θα παρέδιδε την πένα του στις λυσσαλέες
φλόγες, τα μολύβια θα μοιρολογούσαν γυμνά και παράλυτα, κι εκείνος
νηπενθής θα είχε εκπληρώσει το στόχο του.
Ο Ατίλ ήταν ένας εξπρεσιονιστής ήρωας, στους κόλπους μιας κοινωνίας
ιμπρεσιονιστικών προδιαγραφών. Στα καστανά του μάτια καθρεφτιζόταν η
δασώδης έκταση στο ψηλότερο σημείο του νησιού και από τη συνάντηση
αυτή γεννιόντουσαν όνειρα για μια καλύτερη ζωή˙ εδώ, στην αγκαλιά
αυτού του νησιού, που σαν παραδεισένια αιώρα μοίραζε αταλάντευτα τα
κάλλη της. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες ο Ατίλ είχε ξεχάσει τη
γενέτειρά του. Προσπάθησε να συμβαδίσει με τον τόπο που του έσωσε τη
ζωή. Πάσχιζε μάταια να αποδείξει κάτι από την ακεραιότητα των
προθέσεών του, να πιστοποιήσει την διαύγεια των υδάτων που κελάρυζαν
από το πηγάδι της ψυχής του. Κανένα αποτέλεσμα. Τα πρώτα κεφάλαια
πήγαν στράφι. Τότε και κείνος άλλαξε γραμμή πλεύσης, ακολουθώντας
πάντα τον απόηχο της κοινωνικής βούλησης.
Συνειδητοποιημένος πια για τον πρωταγωνιστικό του ρόλο, το ρόλο που
δεν επέλεξε ποτέ, μα του τον έδωσαν, για μια παράσταση που δεν ήταν να
παίξει, μα τα πόδια του πατούσαν ήδη στο σανίδι, άρχισε να
εκμεταλλεύεται τα προνόμιά του. Καθώς η παράσταση στον τοίχο
συνεχιζόταν και τα χειροκροτήματά της μετουσιώνονταν στο χαρτί, ο Ατίλ
βούλιαζε όλο και πιο πολύ στο βούρκο του κομπασμού του. Η ζωή του
περνούσε σαν ένα σύνολο εικόνων σε κακομονταρισμένο τρέιλερ. Κι
εκείνος, όλο προσπαθούσε να σπάσει τα δεσμά του, κι όλο πιο πολύ τον
εγκατέλειπαν οι δυνάμεις του. Και ήξερε πως είχε τυφλωθεί από το μίσος˙
όχι το δικό του, αλλά των άλλων. Και ήξερε τι ακολουθούσε. Το είχε
κρυφοκοιτάξει σε μια σελίδα, πριν γίνει άθυρμα στα χέρια της φωτιάς.
Αλλά δεν θα υπέκυπτε. Με όση δύναμη του είχε απομείνει, θα έφτιαχνε
την πιο άκαμπτη ετυμηγορία κατά του δημιουργού. Θα γινόταν ο πρώτος
ήρωας που θα επαναστατούσε κατά του δημιουργού του. Εκείνο το βράδυ
του μεγάλου επιλόγου, που ο κύριος Τηλέμαχος θα συναντούσε για
τελευταία φορά τον Ατίλ, έμελλε να γράψουν μαζί αυτή την τελευταία,
κενή μέχρι στιγμής σελίδα στο βιβλίο.
-Γιατί διάλεξες εμένα;
-Γιατί μου θύμιζες κάποιον που γνώριζα καλά.
-Και ποιο ήταν το τέλος του;
-Ήταν λίγο καλύτερο από το δικό μου και λίγο χειρότερο από το δικό σου.
-Και γιατί δεν αλλάζεις το τέλος σου και το τέλος μου;
-Γιατί γράφτηκαν τόσες σελίδες˙ βιβλίων και ζωής. Δεν έχει νόημα.
-Πάντα έχει νόημα. Ακόμη και στην τελευταία σελίδα. Στην τελευταία ανάσα.
-Σαν πολλά δεν ξέρεις για μια άμυαλη σκιά;
-Ε, όχι και σκιά! Τι επειδή με ονόμασες Ατίλ πίστεψες θα ξεγελούσες
τις λέξεις;
-Και πως κατάλαβες ποιος στʾ αλήθεια είσαι;
-Είδα στα λόγια σου τις σκέψεις μου. Τώρα πια ξέρεις τι πρέπει να κάνεις.
Οι κουρτίνες άνοιξαν και πάλι. Το παράθυρο ήταν ήδη ανοιχτό. Δεκάδες
σκιές, σαν φυλακισμένα σπουργίτια άνοιγαν τα φτερά τους προς την
ελευθερία. Το φεγγάρι εξέπεμπε ένα φως καθάριο, ένα φως εξιλέωσης.
Είχαν μείνει οι δυο τους. Ο Τηλέμαχος με τη δική του σκιά, τη σκιά που
χρόνια τώρα αναζητούσε, σε στάχτες βιβλίων και σε ανούσιους
περιπάτους. Τη σκιά που συμπορευόταν μαζί της όλα αυτά τα χρόνια της
μοναξιάς. Δεν ήταν ο Ατίλ εκείνος που τώρα όπλιζε το όπλο και
χαϊδολογούσε αλάρωτα τη σκανδάλη. Ήταν αυτή η ζεστασιά της αποδοχής
που τον έκανε να αφορίσει κάθε κίβδηλο, καλοκαιρινό παλτό. Για πρώτη
φορά δεν ένιωθε ξένος. Σε αυτή την τελευταία σελίδα, σ’ αυτή την
τελευταία ανάσα. Η αδέσποτη σφαίρα είχε πλέον αφεντικό˙ δεν ήταν
ξένη. Ακόμη κι αυτή η κόκκινη πινελιά πάνω από το τζάκι. Ήταν κι αυτή
κτήμα του. Ο Ατίλ και ο Τηλέμαχος συμφιλιώθηκαν, προτού στην τελευταία
σελίδα της ζωής γραφτεί με μεγάλα γράμματα ΤΕΛΟΣ.
_
γράφει η Ροδάνθη Πάντου
παρα πολύ δυνατή η περιγραφή αυτής της εσωτερικής συμφιλίωσης
γιατί….”Πάντα έχει νόημα. Ακόμη και στην τελευταία σελίδα. Στην τελευταία ανάσα.”
Σας ευχαριστώ πολύ. Χαίρομαι που σας άρεσε!
Εξαιρετικό το κείμενό σας!!
Αρκετά ιδιαίτερος ο τρόπος που σκέφτεστε!!!
Αρχικά με μπερδέψατε λίγο.
Στο τέλος όμως έγινε ξεκάθαρο στο μυαλό μου το νόημα της σκιάς.
Η σχέση με τον εαυτό-σκιά μας είναι η πιο δύσκαμπτή, δύσβατη.
Η ψυχή λυτρώνεται με την αποδοχή της σκιάς μας, ναι, ακόμα και στην τελευταία σελίδα.
Καλή σας ημέρα!!!
Πολύ ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερη η προσέγγιση η σχέση με τον εαυτό μας. και πόσο σημαντική η συμφιλίωσή μας μαζί του. Μπραβο!!
Σας ευχαριστώ θερμά. Χαίρομαι που η τελευταία γεύση που μένει σε κάποιον που διαβάζει την ιστορία είναι η ανάγκη αποδοχής του εαυτού μας και η συμφιλίωσή μας μαζί του.
Όμορφα λόγια, εικόνες φτιαγμένες από ψυχή και με μια αγωνιώδη προσμονή βίου τέλους που ευτυχώς δεν έρχεται.
Μου αρέσει η γραφή σας!
*βίαιου τέλους
Καλησπέρα σας! Συγχαρητήρια, για την τόσο όμορφη ιστορία σας! Μου άρεσε πολύ, καθώς και ο τρόπος γραφής σας. Επίσης με γοήτευσε η οπτική σας! Και πάλι συγχαρητήρια!
Σας ευχαριστώ πολύ ! Χαίρομαι που σας άρεσε η ιστορία μου !