Η αύξηση της ποιητικής παραγωγής των τελευταίων ετών έφερε στο προσκήνιο και την ελληνική περιφέρεια. Έχουμε ξανασημειώσει το γεγονός ότι έως τώρα οι περισσότερες ανθολογίες και ποιητικές εκδόσεις προέρχονταν από τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα, δίνοντας μία καθαρά αστική οπτική στην ποίηση. Η εγγύτητα των ποιητών των αστικών κέντρων και οι συχνές μεταξύ τους επαφές διαμόρφωσαν όχι μόνο κοινά χαρακτηριστικά, αλλά και οδήγησαν στην αδιαφορία για ποιητές της περιφέρειας, των μικρών ή μεσαίων πληθυσμιακά αστικών κέντρων.
Τούτοι μακριά από τις επαφές και τις άμεσες επιρροές από ομοτέχνους διαμόρφωσαν ένα δικό τους ύφος συνδυάζοντας προσωπικά χαρακτηριστικά με κυρίαρχες -σε εθνικό επίπεδο- ποιητικές τάσεις και ρεύματα. Συνέδεσαν τις δικές τους κοινωνικές παραστάσεις κι εμπειρίες συνδέοντάς τις με τον περιβάλλοντα χώρο, το πλούσιο ελληνικό τοπίο.
Έτσι, αποκαλύπτεται μία νέα ομάδα ποιητών (που ακόμα δεν μελετήθηκε ως ομάδα λόγω ακριβώς τη μη συλλογικής καλλιτεχνικής έκφρασής τους) με πολλά κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους και κυρίαρχη τη βιωματική φυσιολατρική προσέγγιση, που απέχει σημαντικά από την αστική ποίηση, παρά τα κοινά ποιοτικά στοιχεία που ίσως εντοπίσουμε. Σε αυτή την ομάδα θα εντάξουμε και την Κυριακή Λυμπέρη, «Ζητήματα ύψους» (τυπωθήτω, 2015).
Η ποίηση της Κυριακής Λυμπέρη είναι ανθρωποκεντρική και υπαρξιακή κατά βάση. Ο αναγνώστης ταξιδεύει στον ονειρικό της κόσμο· μαγεμένος ονειρεύεται κι αυτός. Και αν στόχος της τέχνης και της ποίησης είναι το ταξίδι του αναγνώστη/ακροατή, τότε ο στόχος της δημιουργού έχει επιτευχθεί στο απόλυτο καθώς το κοινό βιώνει τον αισθησιασμό της αισιοδοξίας μέσα από την ποιητική μαγεία της Κυριακής Λυμπέρη .
Ένας αξιοπρόσεκτος πλούτος διαφορετικών φυσικών παραστάσεων (χλωρίδα και πανίδα) εμπλουτίζουν την εικαστική, χωρίς βέβαια να εκλείπουν οι κοινωνικές παραστάσεις. Το λυρικό στοιχείο διαποτίζει όλη τη συλλογή και αναδύει μία νότα αισιοδοξίας, ακόμα κι όταν αγγίζει αποφάγια και σκουπίδια (οι αντίποδες). Και ακριβώς ζώντας στην ελληνική περιφέρεια, τόσο κοντά στην ύπαιθρο, η δημιουργός έχει πλούσιες εικόνες φύσης· σκηνές που καθώς τις μεταχειρίζεται με στιχουργική μαεστρία σε μία μείξη με βασικό συστατικό το σουρεαλισμό, αναδύουν ένα άρωμα ποίησης μακριά από την αστική απομόνωση και το μουντό της περιβάλλον.
…μη ζητήσεις
να επιστρέψω αμέσως, ώρες που
με άγρια βότανα το αίμα μου τροφοδοτώ.
Μα όταν βγαίνω από εκεί,
πόσα κομμάτια ουρανού
μπορώ και θέλω να χαρίζω!…
Η γλώσσα της είναι άμεση και ρέουσα. Η απλότητα του αφηγηματικού ύψους και η ροή της επιτρέπουν την ήπια κίνηση των εικόνων και έτσι το συναίσθημα εισχωρεί ταχύτερα στην ψυχή του αναγνώστη. Ωστόσο, η αφηγηματική απλότητα, δε σημαίνει γλωσσική ή εκφραστική απλότητα. Αντίθετα, υιοθετεί μία πλούσια εκφραστική.
Πολλά είναι τα επίθετα και οι άκλιτες λέξεις που πλουταίνουν την έκφρασή της. Παράλληλα, οι συχνές εναλλαγές προσώπων και ποιητικών υποκειμένων με τη σαγηνευτική γλώσσα μαγνητίζουν τον αναγνώστη. Ταυτόχρονα, μεταχειρίζεται με επιδεξιότητα τη μεταφορική χρήση των λέξεων, τις παρομοιώσεις, τις αντιθέσεις (δόκτωρ Φάουστους) και το ασύνδετο σχήμα (να επιμένεις) εντείνοντας ή χαλαρώνοντας τη συναισθηματική ένταση των στίχων της.
Η χρήση ερωτήσεων (οι αντίποδες, πορτραίτο, επί υδάτων, το κήτος, Ιώβ) και το β΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο (η μουσική, μια ομοταξία για ν’ ανήκω, στην επικράτεια του βράχου, δόκτωρ Φάουστους, στα σύννεφα) προσδίδουν μαζί με το α΄ ενικό (ο τόπος μου, στη φλούδα μου, ο δράκος μου, ζητήματα ύψους, έτσι κι αλλιώς) μία θεατρικότητα· αναδύουν μία υποκριτική διάσταση μέσα από τον -φενάκη σκηνικό- διάλογο.
…Τρέχει το ελάφι πάνω κάτω στα ψηλώματα,
ξεραίνεται το γέλιο μου στην άκρη του λαιμού,
η δίψα μου είναι των άστρων…
Η ποιήτρια αξιοποιεί τον υπερρεαλισμό στο γλωσσικό επίπεδο διευρύνοντας τη γλώσσα με καινοφανή ονοματικά ή ρηματικά σύνολα (των ελαχίστων, έτσι κι αλλιώς, χαρμολύπης εγκώμιον, γένοιτο). Άλλοτε ο υπερρεαλισμός γίνεται ένα όχημα αλληγορίας για να εκφράσει τις αγωνίες για την πολιτική (στην επικράτεια του βράχου, το φαρμακείο), την κοινωνία (των ελαχίστων, τα μικρά άνθη, μια ομοταξία για ν’ ανήκω, Ιώβ), τον ίδιο τον άνθρωπο. Παρά την κρυπτικότητα του συμβολισμού το γενικό μήνυμα είναι εύληπτο και αγκαλιάζει τον αναγνώστη.
Βέβαια, βασικό γνώρισμα του υπερρεαλισμού είναι η εικονοπλαστική του ισχύς· μία δυναμική την οποία η Κυριακή Λυμπέρη αξιοποιεί επιτυχημένα. Εμπλουτίζει τη φυσική ροή της αφήγησης με εικόνες μετωνυμικής και μεταφορικής υφής. Ονοματικά σύνολα με ρίζες στους σουρεαλιστικούς συνειρμούς όχι μόνο πυκνώνουν τις παραστάσεις στο ποιητικό της κάδρο, αλλά και επιτρέπουν στο λυρισμό να ρέει ελεγχόμενος από το στιχουργικό ρυθμό· διατηρεί τον έλεγχο της συναισθηματικής έντασης και κεντρίζει τον αναγνώστη με τον γλωσσικό της πλούτο.
Έτσι, μετατρέπεται σε εκφραστική δίοδο αποτύπωσης της στιγμής (βαθιά που ομορφαίνεις) ή λειτουργεί ως οδός με άμεσες αναφορές στον έρωτα και την αγάπη (ημίμετρο, μη μιλήσω άλλο για αγάπη, η προφητεία, θαύματα ερήμην, στη φλούδα μου), τη μοναξιά (ο δράκος μου, το μονοπάτι), την ποίηση και τις τέχνες (πορτραίτο, η μουσική, έτσι κι αλλιώς, χαρμολύπης εγκώμιον) ή την ίδια την ποιητική παράδοση του τόπου (επί των υδάτων) και υπαρξιακές προσεγγίσεις (η αρχή της αρχής, το μονοπάτι, στα σύννεφα, η δωδέκατη ώρα, το κήτος).
Ας μην παραβλέπουμε ότι το μόνο υλικό της ποίησης είναι οι λέξεις, η γλωσσική δημιουργία που επιτρέπει τη ροή των συναισθημάτων προκαλώντας τις αισθήσεις. Και ακριβώς με αυτό το υλικό -και λίγη από την ύλη των ονείρων εμποτισμένων σε λυρισμό και αισιοδοξία- πειραματίζεται και μαγεύει η Κυριακή Λυμπέρη.
…Με ολίγη από την υλη των ονείρων εμποτισμένων με λυρισμό…Τι ωραια που θα ειναι!!!!!!!!!!!!!