Αυτή την αλλόκοτη ιστορία μού την εκμυστηρεύτηκε ένας φίλος μου.
Όταν ήταν μικρός και ο πατέρας του διάβαζε την εφημερίδα του, του άρεσε να διαβάζει την σελίδα που είχε αντίκρυ του. Είχε συνηθίσει τόσο πολύ στην λαθρανάγνωση της εφημερίδας του πατέρα του που του κακοφαίνονταν εάν δεν την διάβαζε ο πατέρας του στο τραπέζι κατά την ώρα του πρωινού πριν να φύγει για το σχολείο.
Συνήθισε τόσο πολύ στην λαθρανάγνωση που ακόμη και στο σχολείο όταν οι συμμαθητές ή οι συμμαθήτριές του κρατούσαν στα χέρια τους και διάβαζαν περιοδικά ή βιβλία, αυτός βιαζόταν να πάρει την πιο πρόσφορη θέση, έτσι ώστε να είναι σε θέση να διαβάζει άνετα την σελίδα που του προσέφεραν χωρίς οι αναγνώστες να τον πάρουν είδηση.
Πολύ σύντομα όμως οι συμμαθητές και οι συμμαθήτριές του το αντιλήφθηκαν και του διέθεταν προς λαθρανάγνωση την σελίδα τους ώστε αυτός να μην ταλαιπωρείται και κυρίως χωρίς να το καταλαβαίνει. Μερικοί μάλιστα αγοράζανε τα περιοδικά που του αρέσε να διαβάζει – ή μάλλον να λαθραναγνώσκει- και τα προέτειναν με τα χέρια τους, ώστε να έχει την καλύτερη θέα.
Όταν τελείωσε το σχολείο, συνέχισε την λαθρανάγνωση στα λεωφορεία, σε χώρους αναμονής, σε καφέ και όπου είχε την ευκαιρία να διάγει την προσφιλή του δραστηριότητα. Είχε φτάσει στο σημείο να μην μπορεί να διαβάσει τίποτε χωρίς λαθρανάγνωση. Αποφάσισε, λοιπόν, να δημιουργήσει μια λέσχη λαθραναγνωστών, όπου τα μέλη της να μπορούν να λαθραναγνώσκουν ο ένας από τον άλλον ακίνδυνα.
Απρόσμενα, η ανταπόκριση ήταν αθρόα και πολύ γρήγορα έγινε της μόδας σε τέτοιο βαθμό που ένας στους δύο έγινε λαθραναγνώστης.
Το αληθινά τρομακτικό είναι ότι όση ώρα έγραφα αυτό το διήγημα ένιωθα πως κάποιος το διάβαζε- ή μάλλον το λαθρανάγνωσκε!
_
γράφει ο Αδαμάντιος Τσακαλούδης
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
0 Σχόλια