«Οι ανώριμοι ποιητές μιμούνται, οι ώριμοι ποιητές κλέβουν· οι κακοί ποιητές καταστρέφουν αυτό που παίρνουν και οι καλοί ποιητές το μετατρέπουν σε κάτι καλύτερο ή, τουλάχιστον, σε κάτι διαφορετικό» είχε γράψει, το 1920, σε δοκίμιό του ο νομπελίστας Αμερικανός ποιητής T. S. Eliot, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι το περίφημο έργο του «The Waste Land» ήταν προϊόν αντιγραφής από τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόυς.
Μρεχτ, Ναμπόκοφ, Νταν Μπράουν, Ίαν ΜακΓιούαν, Μπόμπ Ντύλαν, Μανέ, Ρούμπενς και πολλοί πολιτικοί (μεταξύ των οποίων ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ και ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν) είναι ορισμένα μόνο παραδείγματα διάσημων ανθρώπων των οποίων η αυθεντικότητα των έργων τους ή των ομιλιών τους έχει αποτελέσει αντικείμενο δημόσιας αμφισβήτησης ή κατακραυγής.
Τα τελευταία κυρίως χρόνια ένα από τα πρώτα πράγματα που τονίζουν οι καθηγητές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στους φοιτητές τους (πάντα δε με ιδιαίτερα δηκτικό τόνο και ύφος ανωτερότητας) είναι η απαγόρευση της λογοκλοπής, δηλαδή, όπως διευκρινίζουν συνήθως, του “plagiarism” που θεωρείται πιο κατάλληλος και διεθνοποιημένος όρος. Σε αυτό το πλαίσιο λογοκλοπή συνιστά η συγγραφή εργασιών με συρραφή αποσπασμάτων (αυτούσιων ή ελαφρώς τροποποιημένων) από μελέτες, βιβλία, δοκίμια και εν γένει έργα άλλων συγγραφέων. Οι πιο αυστηροί καθηγητές προειδοποιούν ότι δεν αρκεί η παράθεση της πηγής για να αποκλείσει τη διάπραξη της λογοκλοπής, αλλά θα πρέπει ο φοιτητής να παράγει τις δικές του ιδέες με βάση την πηγή του. Στο επίπεδο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αυτού του είδους η λογοκλοπή τιμωρείται με διαγραφή του φοιτητή, επανάληψη του εξαμήνου ή μη επικύρωση του μαθήματος. Μάλιστα, έχουν αναπτυχθεί και ειδικά λογισμικά που διευκολύνουν στον εντοπισμό της ύπαρξης λογοκλοπών, τα οποία φέρεται να διαθέτουν τα περισσότερα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα του κόσμου. Βέβαια, πολλοί από τους «κυνηγούς» της λογοκλοπής παραλείπουν να ελέγξουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο καταξιωμένοι ακαδημαϊκοί να ενσωματώνουν στο έργο τους έρευνες ή εργασίες των φοιτητών τους, χωρίς, φυσικά, να αναφέρουν τα ονόματα αυτών ή να έχουν λάβει την άδειά τους γι’ αυτό. Εν προκειμένω, υποστηρίζεται η άποψη ότι η λογοκλοπή από καταξιωμένους δημιουργούς/επιστήμονες δίνει αξία στο έργο των άσημων δημιουργών/επιστημόνων και, άρα, είναι λιγότερο επιζήμια σε σχέση με την αντίστροφη περίπτωση (βλ. R. Posner, The little book of plagiarism, Phaedon Books, 2007). Υπάρχουν, ακόμη, ακαδημαϊκοί που μεταφράζουν ξένες μελέτες στη γλώσσα τους και τις δημοσιεύουν ως δικές τους. Σημαντικότατο συναφές ζήτημα είναι και η αυτολογοκλοπή (επαναδιατύπωση σε νέο έργο παλαιότερης εργασίας ή απόψεων του ίδιου δημιουργού, χωρίς σημαντικές αλλαγές και χωρίς σχετική αναφορά στο προηγούμενο έργο του), με σκοπό την αύξηση των δημοσιεύσεών του.
Το φαινόμενο της λογοκλοπής δεν περιορίζεται στο παραπάνω επιστημονικό και ακαδημαϊκό πλαίσιο, αν και εκεί φαίνεται να αναγνωρίζεται εν μέρει έστω και ως πειθαρχικού τύπου παράπτωμα. Η λογοκλοπή αφορά και όλες τις μορφές τέχνης (εξ ου και ο ελληνικός όρος δεν είναι τόσο ακριβής) και μάλιστα εμφανίζεται από πολύ παλιά, με την ιδιαιτερότητα ότι στον τομέα αυτόν η λογοκλοπή μπορεί να νομιμοποιηθεί κατά κάποιον τρόπο ως ένα είδος δημιουργικής εργασίας πάνω σε υφιστάμενες ιδέες ή συνδιαλλαγής ιδεών μεταξύ δημιουργών ή ακόμη και ως τυχαία σύμπτωση ιδεών. Πολλοί διάσημοι καλλιτέχνες έχουν κατηγορηθεί για λογοκλοπή, όμως οι περισσότερες νομοθεσίες απαγορεύουν τη λογοκλοπή μόνον όταν αυτή συνιστά και παραβίαση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας του αρχικού δημιουργού.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ο όρος “plagiarism” προέρχεται από τη λατινική λέξη “plagiarius” που σήμαινε ο κλέφτης σκλάβων άλλου ή αυτός που σκλάβωνε έναν ελεύθερο άνθρωπο (βλ. R. Posner, ό.π.). Ο όρος αυτός εφαρμόστηκε μεταφορικά από τον Ρωμαίο ποιητή Μάρκο Βαλέριο Μαρτιάλη κατά ενός άλλου ποιητή, προκειμένου να τον κατηγορήσει ότι είχε οικειοποιηθεί την πατρότητα κάποιων στίχων του (βλ. R. Posner, ό.π.). Η μεταφορική αυτή έννοια του όρου επικράτησε από τον 17ο αιώνα, οπότε αρχίζει να χρησιμοποιείται ο λατινικός όρος “plagiarism”, για να δηλώσει την παράνομη ιδιοποίηση πνευματικών έργων άλλων δημιουργών (βλ. R. Posner, ό.π.).
Στην εποχή του διαδικτύου, θα λέγαμε πως η δημοσίευση έργων είναι ανεξέλεγκτη. Οποιοσδήποτε μπορεί να οικειοποιηθεί ένα έργο (ακόμη και γνωστού δημιουργού) και να το παρουσιάσει στο κοινό του (π.χ. στους ακολούθους του στα social media) ως δικό του δημιούργημα και το κοινό αυτό να το πιστέψει. Η σωρεία δε των έργων που δημοσιεύονται/παρουσιάζονται ανά τον κόσμο σε συνδυασμό με την προσβασιμότητα που παρέχεται σε όλους τους χρήστες λόγω των ψηφιακών εργαλείων καθιστά ακόμη πιο δύσκολο τον εντοπισμό λογοκλοπών (βλ. R.M. Howard, Understanding “Internet plagiarism”, Computers and Composition 24/2007, σελ. 5-7). Για παράδειγμα, είναι αρκετά δύσκολο να γίνει αντιληπτή η λογοκλοπή ενός μη βραβευμένου και μη μεταφρασμένου ποιήματος γραμμένου και δημοσιευμένου σε μία ασιατική διάλεκτο από έναν Έλληνα συγγραφέα. Το πρόβλημα του εντοπισμού της λογοκλοπής γίνεται ακόμη πιο δύσκολο, όταν ο λογοκλόπος ενσωματώνει ορισμένα μόνο σημεία από το έργο κάποιου άλλου ή προσαρμόζει το ξένο έργο στις δικές του προτιμήσεις και δεξιότητες. Έτσι, για παράδειγμα, και κατ’ αναλογία του αποφθέγματος του Έλιοτ, η ποιήτρια Paisley Rekdal δημοσίευσε στο προσωπικό της ιστολόγιο μία ανοιχτή επιστολή διαμαρτυρίας προς τον λογοκλόπο της Christian Ward, εκφράζοντας βαθιά συναισθήματα θυμού, θλίψης και «αηδίας» κυρίως επειδή έκρινε ότι με τη μορφή αυτής της λογοκλοπής (αλλαγή ύφους, προσθήκη κακόηχων λέξεων και αλλαγές στη διάταξη των στίχων της) το ποίημά της έγινε χειρότερο (“I feel angry that you made my poem worse”).
Γυμνάσματα, διακειμενικότητα, ηθελημένη ή ασυνείδητη επίδραση και τυχαία σύμπτωση ιδεών είναι ορισμένες μόνον από τις «νομιμοποιημένες» μορφές λογοκλοπής που έχουν καθιερωθεί στον πολιτισμό μας.
Όπως αναφέρουν πολλοί νομικοί του δυτικού κόσμου, η λογοκλοπή όσον αφορά τη δικαστική προστασία του δημιουργού συνιστά μια αρκετά αμφισβητήσιμη έννοια, καθώς δεν αναγνωρίζεται αυτοτελώς από το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας ως τέτοια, και συναρτάται άμεσα με την ερμηνεία της έννοιας της «πρωτοτυπίας» (A. Pennycook, Borrowing Others’ Words: Text, Ownership, Memory, and Plagiarism, TESOL Quarterly, vol. 30, no. 2, 1996, σελ. 207), ενώ περιορίζεται χρονικά βάσει της διάρκειας προστασίας που ορίζει το εκάστοτε εθνικό δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας. Κατά τον ομότιμο Καθηγητή Νομικής του Α.Π.Θ. Μ. Καράση, η λογοκλοπή αποτελεί ένα «οριακό πρόβλημα», δεδομένου ότι οι ιδέες που διατυπώνονται σε ένα δημιούργημα δεν προστατεύονται νομικά (Η Λογοκλοπή ως Οριακό Πρόβλημα «Πνευματικής Ιδιοκτησίας», Αρμενόπουλος 1/2009). Στην πράξη φαίνεται πολύ πιο πιθανή η επίτευξη δικαστικής ή εξωδικαστικής προστασίας της πατρότητας και του δικαιώματος εκμετάλλευσης του έργου βάσει του ισχύοντος δικαίου (Ν. 2121/1992) όταν πρόκειται για προφανή ή εκτεταμένη (ηθελημένη) λογοκλοπή, ενώ η προστασία αυτή είναι περισσότερο δυσχερής (αλλά όχι εξ ορισμού αδύνατη), όταν πρόκειται για συγκεκαλυμμένη ή μικρής έκτασης λογοκλοπή ή για λογοκλοπή που γίνεται χωρίς δόλο ή χωρίς γνώση του λογοκλόπου. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις πρέπει να αποδειχθεί, πρώτον, η πρωτοτυπία του έργου και, δεύτερον, η εγγύτητα (από άποψη μορφολογική και περιεχομένου) των επίμαχων έργων. Για παράδειγμα έχει κριθεί ότι η λέξη προς λέξη αντιγραφή μέρους ενός πρωτότυπου ιστορικού άρθρου (όπως προέκυψε από τη σύγκριση των δύο κειμένων) και η δημοσίευσή του, χωρίς άδεια, σε έναν συλλογικό τόμο με διαφορετικό τίτλο και υπογεγραμμένο από διαφορετικό συγγραφέα συνιστά προσβολή του περιουσιακού και ηθικού δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας του συγγραφέα του αρχικού άρθρου (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 1721/2014, ΔΙΤΕ (π. ΔΙΜΕΕ), 4/2014, σελ. 556 επ.). Ιδωμένη από την πλευρά του κοινού (αναγνώστη, θεατή, εκδότη, παραγωγού κ.λπ.) η λογοκλοπή μπορεί να συνιστά απάτη, εφόσον ο αγοραστής του πνευματικού δημιουργήματος δεν θα προέβαινε στη συγκεκριμένη αγορά, εάν γνώριζε την πραγματική πηγή του έργου, με αποτέλεσμα να έχει υποστεί οικονομική ζημία (κατ’ άρθρο 386 ΠΚ).
Συνεπώς, θα λέγαμε ότι το ζήτημα της λογοκλοπής, λόγω της ευρύτητάς του και των διαφορετικών μορφών που παίρνει και υπό τη γενικότερη θεώρηση της τέχνης ως ενός χώρου ελευθερίας και ελεύθερης ανταλλαγής ιδεών, όπου ο δημιουργός ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ίδια την τέχνη και δευτερευόντως για την προσωπική του ιδιοκτησία (Πρβλ. Γ. Μπλάνας, Μίμηση και Λογοκλοπή, (δε)κατά, 2012, τ. 29, σελ. 31), καταλήγει να είναι περισσότερο ηθικό παρά νομικό. Έτσι, ο περιορισμός ή η τιμώρηση της ιδιοποίησης ενός έργου άλλου δημιουργού ή του περιεχομένου του εναπόκειται στην κρίση του καθενός, δηλαδή του δημιουργού, του εκδότη, του διοργανωτή μίας έκθεσης ή ενός διαγωνισμού και των εκάστοτε εμπλεκόμενων προσώπων. Εξάλλου, εύλογα ανακύπτει το ερώτημα εάν μπορούμε, πράγματι, να μιλάμε για 100% πρωτοτυπία και αυθεντικότητα -ιδίως στη λογοτεχνία- μετά από τόσες χιλιάδες έτη συνεχούς παραγωγής έργων του λόγου.
Πηγές:
Pennycook, “Borrowing Others’ Words: Text, Ownership, Memory, and Plagiarism”, TESOL Quarterly, vol. 30, no. 2, 1996, pp. 201-230
Maurel-Indart, « Le plagiat littéraire : une contradiction en soi ? », Les Belles lettres, 3/2008 vol. 60, pp. 55-61
Μ. Bouville, “Plagiarism: Words and Ideas”, Sci Eng Ethics, no. 14, 2008, pp. 311–322.
Faye, « Le plagiat depuis les Lumières : une épée de Damoclès sur le panthéon littéraire », Postures, no. 27, Dossier « Trafiquer l’écriture : fictions frauduleuses et supercheries auctoriales »
R. Graham,«Γιατί έγινε το 2013 η χρονιά των λογοκλοπών;», μεταφρ. Μ. Σκιαδά, Poetix, τ. 10, 2014, pp. 58-64
R.M. Howard, Understanding “Internet plagiarism”, Computers and Composition 24/2007, pp. 3-15
Posner, The Little Book of Plagiarism, Phaedon Books, 2007
S. Eliot, Τhe Sacred Wood: Essays on Poetry and Criticism, Methuen & Company Ltd., 1920
Γ. Μπλάνας, «Μίμηση και Λογοκλοπή», (δε)κατα, τ. 29, 2012, σελ. 28-35
Μ. Καράσης, «Η Λογοκλοπή ως Οριακό Πρόβλημα “Πνευματικής Ιδιοκτησίας”», Αρμενόπουλος 1/2009, σελ. 3-6
0 Σχόλια