Το σκοτάδι ήταν πυκνό και εγώ αναζητούσα
τη μελωδία του φεγγαριού που ήταν πλάσμα Θεού.
Το κορμί μου σαν μανιακός πυρπολούσε ο έρωτας
σαν οι νότες της με ταξίδευαν σε άνοιξης όνειρο.
Τα πλήκτρα θέλησα να αγγίξω για να τη προσεγγίσω
μα ήταν χρυσό φως, αέρας, θάλασσα, και πυρκαγιά
που γεννούσε μες στη σιγή η μαλαματένια της καρδιά
και πώς να πιάσεις το δείλι, τον ουρανό και την αυγή;
Στον ελαιώνα των λέξεων ζήτησα να προσκυνήσω
στο πέλαγο της με λευκά πανιά πόθησα να αρμενίσω.
Και με το θρόισμα των φύλλων με χάιδεψε η φωνή της
που νοσταλγούσε τα μελτέμια της γήινης ζωής της.
Και δάκρυσα από χαρά και ανείπωτη ευτυχία
και είδα στα κοχύλια και στα αηδόνια την αλήθεια,
που ανασαίνουν στην ηχώ της μακρινής μας ρίζας,
που την γρικά η ψυχή μας και φως απλώνει στη ζωή μας.
_
γράφει ο Θεόδωρος Μαντάς
0 Σχόλια