Τα πρόωρα γερασμένα δάχτυλά του άνοιξαν το μάνταλο της εξώπορτας της παιδικής χαράς. Τα μάτια του μαύρα από τα ξενύχτια και την κούραση.
Είναι μάλλον ίδιον της χώρας να υπάρχει ένα παγκάκι, ένα πεζούλι, ένας πεσμένος κορμός, κάτι που να βολεύει τέλος πάντων, για να κάθονται δίπλα-δίπλα, σαν σε κινηματογράφο παρεάκια και να σχολιάζουν όσα βλέπουν. Έτσι και στο παγκάκι της παιδικής χαράς. Οι μαμάδες που κάθονταν απέναντι από την είσοδο και κουβέντιαζαν ενώ τα παιδιά τους έπαιζαν, τον είδαν.
«Ωχ, ήρθαν πάλι.»
«Κάθε μέρα τα ίδια!»
«Δεν μπορώ, μου έρχεται να βάλω τα κλάματα!»
«Εγώ να δεις!»
«Τι έγινε βρε κορίτσια; Τι έχω χάσει;», ρώτησε η τρίτη της παρέας στο παγκάκι.
«Αν νιώσεις άσχημα ή σε πειράξει κανείς να μου το πεις αμέσως!», είπε ο πάντα προσεκτικός πατέρας στην κόρη του.
«Βρε μπαμπά, αφού κάθε μέρα σχεδόν εδώ ερχόμαστε! Μας ξέρουν καλά πια!», την άκουσε να του απαντάει. Κάθε μέρα τα ίδια τού έλεγε, αλλά κάθε επόμενη μέρα εκείνος της το έλεγε ξανά.
«Τι θέλεις να κάνεις;», τη ρώτησε.
«Κούνια», του απάντησε εκείνη.
«Σίγουρα δε θες να κάνεις τσουλήθρα;»
«Τσου»
«Τραμπάλα;»
«Τσου» και του έβγαλε τη γλώσσα.
«Καλά. Ό,τι θες. Αλλά άμα ζαλιστείς να μου το πεις αμέσως. Μην περιμένεις όπως την άλλη φορά και φτάσεις να κάνεις εμετό!», της είπε σε λίγο πιο αυστηρό τόνο.
«Μα πώς το θυμάσαι ακόμα; Έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε!», του είπε σχεδόν απηυδισμένο το κορίτσι. Είχε δίκιο. Είχαν περάσει ακριβώς έντεκα μήνες από τότε που με τις θεραπείες της είχε ανακατευτεί στην κούνια και έκανε εμετό στην ίδια εκείνη παιδική χαρά.
Η προσοχή των μαμάδων είχε στραφεί από τα παιδιά τους, στην κούνια.
«Κοίτα τον. Πάλι τη σηκώνει να τη βάλει στην κούνια», είπε η μία.
«Ωχ!», έβγαλε ένα επιφώνημα η μοναδική της παρέας που δεν είχε ξαναδεί τον υπερπροστατευτικό μπαμπά και την κόρη του.
«Τι έγινε κορίτσια;»
«Καρκίνος!»
«Αυτός;»
«Το κορίτσι μωρή!» Αν ήταν αντροπαρέα, η απάντηση θα συνοδευόταν κι από σφαλιάρα!
Η μία βούρκωσε ξανά, όπως και τις προηγούμενες φορές που ερχόταν αντιμέτωπη με το ίδιο σκηνικό. Η άλλη έκρυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της, ενώ η τρίτη απλά κάλυψε το στόμα της για να μη φανεί πόσο ανοιχτό είχε μείνει.
«Μπαμπά, πρόσεχε μη χτυπήσουμε κάποιο παιδάκι με την κούνια!»
«Εγώ θα προσέχω, αλλά πρέπει να προσέχουν κι εκείνα!», είπε εκείνος και γέλασε ελαφρά.
Για κάποια λεπτά - τους ήταν αδιάφορο το πόσα - κουνούσε απλά ο μπαμπάς την κούνια με τη σιωπή μεταξύ τους πιο έντονη κι από το μαύρο της νύχτας.
«Μπαμπά, να σε ρωτήσω κάτι;» την άκουσε με δυσκολία να του λέει λόγω της κίνησης της κούνιας.
«Πες μου!»
«Είμαι όμορφη;»
Η ερώτηση αυτή του σπάραζε την καρδιά. Ποτέ δεν την μπορούσε. Πόσο μάλλον από ένα μικρό κορίτσι.
«Φυσικά και είσαι όμορφη. Είσαι το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου. Του κόσμου μου. Το κορίτσι μου!»
Γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε. Τα γαλάζια της μάτια πιο διαπεραστικά από ποτέ και ακόμη πιο έντονα.
«Ακόμη κι αν δεν έχω μαλλιά;» τον ρώτησε με ειλικρινή γυναικεία φιλαρέσκεια παραλλαγμένη στην παιδική αθωότητα της κόρης.
Πόσο να κρατηθεί ο άνθρωπος; Ο πατέρας ο υπερπροστατευτικός που δεν ήθελε το κοριτσάκι του να πονάει; Σταμάτησε την κούνια και έσκυψε ελαφρώς από πάνω της.
«Θυμάσαι που όταν ήσουν μωρό σε έλεγα «μικρό μου πεζοναύτη» επειδή δεν είχες μαλλιά; Μπροστά σου οι πεζοναύτες τώρα δεν πιάνουν μία! Έχεις περάσει κι αν έχεις περάσει! Έχεις φανεί πολύ πιο δυνατή από όλους! Γι' αυτό και είσαι στα δικά μου μάτια όμορφη!»
Είδε στο πρόσωπο του κοριτσιού να ζωγραφίζεται ένα χαμόγελο. Και με το χαμόγελο αυτό της επιβεβαίωσης, γύρισε ξανά το κεφάλι μπροστά.
«Τι να λένε κορίτσια;» ρώτησε η μία μαμά την παρέα της.
«Δε ξέρω. Δεν έχω ακούσει ποτέ τι της λέει.»
Ένα αγοράκι έτρεξε προς την κούνια για να κάνει εκείνο. Η μαμά του το τράβηξε.
«Περίμενε λίγο αγόρι μου!», του είπε βλέποντας ότι η κούνια είχε άλλους «ενοίκους».
«Μα, μαμά γιατί να περιμένω; Όλο εγώ πρέπει να περιμένω!», αντέδρασε απότομα εκείνο.
«Αγάπη μου, να κατεβούμε να κάνουν κι άλλα παιδάκια;» είπε ο μπαμπάς μόλις είδε το αγοράκι.
«Ναι, γιατί κι εγώ κουράστηκα», άκουσε ο πατέρας την απάντηση της πάντα συναισθηματικής κόρης του. Την κατέβασε από την κούνια. Η μαμά του αγοριού τον ευχαρίστησε με μία απλή, αλλά και χαρακτηριστική κίνηση του κεφαλιού.
«Θες να φύγουμε;» ρώτησε τη μικρή.
«Ναι»
«ΟΚ! Πάμε!»
«Κοίτα τους. Φεύγουν. Αύριο πάλι τα ίδια. Η ίδια ρουτίνα. Έρχονται, την κάνει κούνια για κάνα μισάωρο και φεύγουν πάλι», σχολίασε το παρεάκι στο παγκάκι.
«Θεέ μου, πώς αντέχει να το κάνει;» είπε η δεύτερη μαμά της παρέας.
«Νομίζω ότι έχει ξεφύγει προ πολλού από τα όρια των αντοχών ο συγκεκριμένος!» κατέθεσε τη βαρύγδουπη άποψή του το τρίτο μέλος της κριτικής επιτροπής.
Ένα ελαφρύ αεράκι φυσούσε κάνοντας μικρά σφυρίγματα να ακούγονται ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων της παιδικής χαράς. Σαν μέσω του ανέμου να μιλούσε όλη η πλάση με το ιδιαίτερο αυτό δίδυμο που άφηνε πίσω του την παιδική χαρά.
Ο πατέρας, με την ίδια προσοχή που είχε ανοίξει την πόρτα κατά την είσοδό του στην παιδική χαρά, την άνοιξε και για να βγει. Βγήκε και την έκλεισε πίσω του. Έφυγε. Μόνος. Το ίδιο μόνος όπως είχε μπει. Τη μέρα εκείνη και όλες τις προηγούμενες.
_
γράφει ο Πασχάλης Παπατσολιάς
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους η ιστορία αυτή με κάνει να βουρκώνω και όχι μόνο.
Δεν παύει όμως να είναι όμορφα γραμμένη…
Μέσα σε μία αναμφίβολα διαστροφική γωνία του μυαλού μου υπήρχε αυτό το κείμενο. Και το λέω αυτό διότι ενώ βούρκωνα με τις σκέψεις που έκανα,όταν οι εικόνες που εγώ έβλεπα έπαριναν ουσία, εντούτοις εξακολουθούσα να γράφω…
Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια!
Όμορφη ιστορία, καλογραμμένη! Θεωρώ πολύ έξυπνο τον χαρακτηρισμό της μικρής ως πεζοναύτη!
Το σχόλιό σας με γέμισε χαρά. Αλλά αν ο χαρακτηρισμός του πεζοναύτη ήταν “έξυπνος”, θα μου επιτρέψετε όπως λένε και οι αγγλοσάξωνες ότι “it takes one to know one”.
Σας ευχαριστώ πολύ!
Πολύ όμορφη ιστορία μέσα στην τραγικότητά της!
Με τιμά ιδιαίτερα η τόσο καλή κουβέντα για το κείμενό μου, προερχόμενη από μία δημιουργό όπως εσείς. Να είστε καλά! Σας ευχαριστώ πολύ!