Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί
Γιώργος Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος
–
γράφει ο
–
Η ποιητική συλλογή του Βάκη Λοϊζίδη Αγκαθερά δίνει, ήδη από τον τίτλο, το στίγμα της συλλογής. Η επιλογή της κυπριακής λέξης αγκαθερά αντί της ελληνικής αγκάθια ή αγκαθωτά είναι μια δήλωση πως η συλλογή θα διατηρήσει τον τοπικό, κυπριακό χαρακτήρα, έναν χαρακτήρα που εμφανίζεται και στο ίδιο το φυτό που υποδηλώνει. Οι αγκαθωτοί θάμνοι ευδοκιμούν ιδιαίτερα σε θερμά και ξηρά κλίματα, όπως της Κύπρου, επομένως η συλλογή, όπως και οι θάμνοι, σκοπεύει να σταθεί στο αμιγώς κυπριακό στοιχείο. Βέβαια, τα αγκάθια αυτών των θάμνων κεντούν και τρυπούν το δέρμα, όπως η ποιητική συλλογή επιθυμεί να «τρυπήσει» τον αναγνώστη, να μιλήσει για πράγματα με ειλικρίνεια και ως εκ τούτου με μεγάλη δόση οδύνης.
Τα Αγκαθερά κινούνται σε δύο βασικές θεματικές που η μία εισχωρεί στην άλλη, μέσω του βασικού άξονα της συλλογής: Αφενός υπάρχει το προσωπικό στοιχείο, η υποκειμενική εμπειρία του ποιητή, αφετέρου το τοπικό στοιχείο, η ιδιαίτερη τοπική ταυτότητα. Και τα δύο εντάσσονται σε μια ευρύτερη προβληματική για την μνήμη.
Όσον αφορά το προσωπικό επίπεδο, τα ποιήματα παραμένουν απλά, διατηρώντας όμως το βάθος που απαιτείται από ένα τέτοιο εγχείρημα. O ποιητής ανακαλεί μνήμες, κυρίως από την παιδική του ηλικία, που προκύπτουν από μια πληθώρα ερεθισμάτων: Οι ζεπρούες (μικρές ζέβρες) που αγαπούσε μικρός, ο παππούς και η στετέ (γιαγιά) με την καθημερινότητά τους, τα οξυνούθκια (είδος λουλουδιού), οι μαστραππάδες (μεταλλικά δοχεία) ανασυνθέτουν όχι μόνο την παιδική ηλικία του ποιητή, αλλά την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής.
Το προσωπικό βίωμα είναι στενά συνυφασμένο με την τοπικότητα. Η μνήμη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ένα χρονικό και κυρίως ένα τοπικό πλαίσιο. Μέσα στην συλλογή παρατηρούμε πλήθος από τοπικές αναφορές της Χώρας (Λευκωσίας), όπως το «Σπιτφάιρ» και η οδός Μεζίτ, κι ακόμη αναφορές σε κατεχόμενες περιοχές όπως η Καντάρα κι ο Άγιος Ανδρέας, που συνθέτουν το όραμα του ποιητή: την ψυχή της Κύπρου πριν την εισβολή.
Η συλλογή ισορροπεί μεταξύ του προσωπικού και του τοπικού, του υποκειμενικού και του συλλογικού, μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος, μεταξύ μιας ευχάριστης και μιας απαισιόδοξης νοσταλγίας, μεταξύ ενός σαρκαστικού χιούμορ και ενός σοβαρού προβληματισμού.
Τα Αγκαθερά του Λοϊζίδη είναι ένα πρόταγμα. Εμμέσως πλην σαφώς, ο ποιητής προσπαθεί να περάσει ένα μήνυμα στον αναγνώστη: «Αν θέλεις να ανακαλύψεις την συλλογική μνήμη αυτού του τόπου, αν θέλεις να ανακαλύψεις τι ήταν η Κύπρος πριν την Εισβολή, τότε πρέπει να ξεκινήσεις από τα πολύ βασικά. Πρέπει να ξεκινήσεις από τις προσωπικές μνήμες», μοιάζουν να λένε όλα του τα ποιήματα.
Η προσωπική μνήμη είναι, για να δανειστώ τον τίτλο ενός ποιήματος, ένα μωσαϊκό, μια συνεχής αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφόρων εθνικών στοιχείων, της ιστορικής πορείας, της σύγχρονης ζωής και του τοπικού, προσωπικού στοιχείου. Για αυτό ο Λοϊζίδης ασκεί κριτική στον Βασίλη Μιχαηλίδη και τον περίφημό του στίχο για την Ρωμιοσύνη, ανταπαντώντας του πως μόνο οι πέτρες είναι «συνότζιαιρες του κόσμου». Η κυπριακή ιδιαιτερότητα είναι αυτή, το ότι αποτελεί μια δεξαμενή διαφορετικών πληθυσμών, σε αντίθεση π.χ με την άποψη του Μόντη πως η κυπριακή ταυτότητα ισοδυναμεί με έναν αναλλοίωτο ελληνισμό που αντιστέκεται στις «χρόνια σκλαβιές ατέλειωτες».
Παρόλο που η ποιητική συλλογή προεξοφλεί την προκλητικότητα της, καθώς σε μερικά ποιήματα ο ποιητής απολογείται ειρωνικά για τις απόψεις του, εντούτοις αυτή η προκλητικότητα δεν ξενίζει τον αναγνώστη. Η τοπική ιδιότητα δεν είναι μονοπώλιο των Κυπρίων. Την ίδια έντονη τοπική ταυτότητα έχουν σχεδόν όλοι πληθυσμοί που τείνουν να βρίσκονται μακριά από το «εθνικό κέντρο» (ακόμη μία έννοια στην οποία εναντιώνεται ο Λοϊζίδης). Οι Κρητικοί και οι Επτανήσιοι, οι Μικρασιάτες και οι Πόντιοι έχουν κι αυτοί την ιδιαιτερότητά τους, έχουν κι αυτοί την δική τους ξεχωριστή ιστορική διαδρομή. Το εθνικό καταλήγει επιγιγνόμενο: Οι Κύπριοι είναι πρώτα Κύπριοι και μετά Έλληνες, όπως αναλογικά κάποιος θα θεωρούσε τους Πόντιους πρώτα Πόντιους και μετά Έλληνες. Το τοπικό υπερισχύει του εθνικού, ως πιο απτό και συγκεκριμένο.
Σε ένα ποίημα μόνο, ο Λοϊζίδης ασχολείται με την παγκοσμιοποίηση, ψέγοντας τους Τουρκοκύπριους που προτιμάν τον φρέντο καπουτσίνο από τον τούρκικο καφέ. Παρόλο που δεν εμβαθύνει προς αυτή την κατεύθυνση, εντούτοις πιστεύω πως μπορεί να ενταχθεί στην γενικότερη συλλογιστική. Το τοπικό κινδυνεύει, όχι μόνο από μια γενικόλογη εθνική ταυτότητα (η οποία εντοπίζεται μόνο ως μία ψηφίδα σε ένα μεγαλύτερο μωσαϊκό), αλλά κι από μια τάση παγκοσμιοποίησης, μιας ομογενοποίησης πολιτισμών κατά την οποία αμβλύνεται ή εξαφανίζεται η τοπική ιδιαιτερότητα.
Εδώ εντοπίζω και το βασικό πρόβλημα αυτής της συλλογής. Έχω γράψει κατά καιρούς πως ένα βασικό γνώρισμα της (ελληνο)κυπριακής ποίησης είναι ο αυτοεγκλωβισμός της στο τοπικό της στοιχείο και στην εθνική της ταυτότητα. Από τον Μιχαηλίδη και τον Λιπέρτη μέχρι τον Μόντη και τον Παντελή Μηχανικό, η κυπριακή ποίηση μοιάζει με ποίηση εσωτερικής κατανάλωσης. Εμείς τα λέμε, εμείς τ’ ακούμε. Παρόλο που υπάρχει έντονο το στοιχείο της πολυπολιτισμικότητας στα Αγκαθερά, αυτή η πολυπολιτισμικότητα είναι τοπική. Τα σύνορα της συλλογής είναι τα σύνορα της πόλης, του χωριού, ενός χωριού που τα νέα για τον έξω κόσμο δεν έχουν έρθει ακόμη, όπως χαρακτηριστικά λέγεται για την κυπριακή κοινωνία πριν και (δυστυχώς) μετά την εισβολή. Η συλλογή του Λοϊζίδη δεν απευθύνεται απλώς στους Κύπριους, αλλά το μήνυμά της εξαντλείται σε αυτούς.
Όπως η ευρύτερη τάση της κυπριακής ποίησης, τα Αγκαθερά παραμένουν σκαλωμένα στο παρελθόν. Οι μνήμες, η νοσταλγία, η ανασυγκρότηση της «παλιάς, καλής κι αθώας εποχής» είναι εκεί – και ο Λοϊζίδης κάνει εξαιρετική δουλειά – όμως αποκομίζει κανείς την αίσθηση πως η συλλογή πέφτει μονίμως σε αδιέξοδα. Δεν αναφέρομαι μόνο στην αδιέξοδη προσπάθεια επιστροφής σε μια προγενέστερη κατάσταση, από την οποία έχουμε παρέλθει ανεπιστρεπτί. Αναφέρομαι στην αδιέξοδη προσπάθεια αναχαίτισης της πορείας του χρόνου, στην αδιέξοδη προσπάθεια υπέρβασης των δυσκολιών που αναγνωρίζει. Τα Αγκαθερά αποτελούν ένα πρόταγμα, όμως από ένα σημείο και μετά, ειδικά στην κρίσιμη στιγμή όπου πρέπει να γίνει μια υπέρβαση, αυτό το πρόταγμα μένει στάσιμο και πέφτει σε τέλμα.
Από τεχνικής άποψης, τα ποιήματα είναι άρτια. Η λεπτή, μα τόσο δηκτική, ειρωνεία του Λοϊζίδη είναι απολαυστική, όσο και η θεατρικότητα που παρουσιάζουν κάποια από τα ποιήματά του. Δεν είναι μόνο οι εικόνες που τόσο γλαφυρά περιγράφονται, αλλά το ίδιο το ύφος του αφηγητή-ποιητή, που μοιάζει πραγματικά με έναν σαρδόνιο κομπέρ. Ο Βάκης Λοϊζίδης είναι ένας αληθινός μάστορας της ειρωνείας και αυτό το αποδεικνύει σε αυτή τη συλλογή του.
Συνοψίζοντας, τα Αγκαθερά είναι μια αξιόλογη συλλογή, άρτια τεχνικά, που τηρεί ουσιώδη στάση απέναντι στα ζητήματα που αναγνωρίζει και θίγει. Βεβαίως έχει και τις αδυναμίες της. Η συλλογή είναι γραμμένη στο παρόν, όμως ζει και αναπνέει στο παρελθόν, αφήνοντας μετέωρο το μέλλον. Θέλει – και σε αρκετά σημεία το καταφέρνει – να αποστασιοποιηθεί από τα τετριμμένα στοιχεία της κυπριακής λογοτεχνίας, αλλά και πάλι καταλήγει να υιοθετεί πολλά από τα χαρακτηριστικά που, κατά την γνώμη μου, κρατούν την κυπριακή λογοτεχνία στάσιμη: Έντονο τοπικό/τοπικιστικό πνεύμα, αναφορές στην κυπριακή ιστορία, σαφείς πολιτικές τοποθετήσεις. Τα Αγκαθερά είναι μια ποιητική συλλογή «εσωτερικής κατανάλωσης», μια συλλογή που απευθύνεται αποκλειστικά σε Κύπριους (εκατέρωθεν των πλευρών) και ως εκ τούτου δεν κάνει το ένα βήμα παραπάνω που θα την αναβάθμιζε από μια αξιοπρεπή συλλογή σε μια πραγματικά σπουδαία, ένα αληθινό σημείο αναφοράς.
Προσωπικά, θεωρώ πως η αξία αυτής της συλλογής βρίσκεται όχι μόνο στα πραγματικά έξυπνα ποιήματά της, αλλά στο γεγονός πως μπορεί να αποτελέσει μια αφορμή για έναν ειλικρινή διάλογο που αφορά την κυπριακή ποίηση. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, λες και η κυπριακή ποίηση κοιτάει τον εαυτό της στον καθρέφτη, βλέποντας τα αρνητικά και τα θετικά της, και καθώς ο Λοϊζίδης μας παρουσιάζει ένα ενδεικτικό είδωλο για το ποιοι ήμασταν και ποιοι είμαστε σήμερα, η νέα γενιά ποιητών οφείλει να εγείρει πάνω σε αυτή τη συλλογή τα φλέγοντα ερωτήματα: Ποιοι θέλουμε να γίνουμε; Τι είδους ποίηση θέλουμε να γράψουμε;
0 Σχόλια