Σε μια πόλη του Νότου, όπου οι έγχρωμοι δουλεύουν ακόμη σαν σκλάβοι και η Κου Κλουξ Κλαν δρα ανενόχλητη, μια γυναίκα θα δεχτεί να φιλοξενήσει έναν κοντόσωμο άντρα που διατείνεται πως είναι συγγενής της και αυτό θα είναι η αρχή μιας ιδιαίτερης σχέσης που θα πυροδοτήσει τα κουτσομπολιά των ντόπιων.
Η νουβέλα «Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου» της Carson McCullers πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Harper’s Bazaar» το 1943 και κυκλοφόρησε ως βιβλίο το 1951 σε μια συλλογή έργων της συγγραφέως. Από την αρχή με αιχμαλώτισε ο τρόπος γραφής της, η παραστατικότητά της και η πρωτότυπη δομή του κειμένου της. Ξεκινάμε με τη γνωριμία της πόλης, στη συνέχεια μαθαίνουμε για την καθημερινότητα της Αμέλια Ίβανς, αργότερα έρχεται και ο εξάδελφος Λάιμον Γουίλις και στο τέλος βλέπουμε τι συνέβη με την παρουσία του Μάρβιν Μέισι στην πόλη. Η ατμόσφαιρα είναι υποβλητική και παραστατική, η πόλη είναι πληκτική, μοναχική, θλιβερή, ένα μέρος ξεκομμένο κι αποξενωμένο, οι χειμώνες είναι σύντομοι και παγεροί, τα καλοκαίρια λευκά από το εκτυφλωτικό φως και καυτά, η μυρωδιά της ροδακινιάς μπλέκει με την ξινή οσμή της κοντινής λιμνοθάλασσας και κάπου κάπου μια αίσθηση ανάπαυλας. Η Αμέλια Ίβανς, ψηλή και αλλήθωρη, μοναχική, αδιάφορη για την αγάπη των αντρών, διατηρεί κατάστημα και οινοπνευματοποιείο με εκλεκτό ουίσκι και όχι μόνο, με αποτέλεσμα να θεωρείται η πλουσιότερη της περιοχής, μόνο που συνηθίζει να ξοδεύει τα χρήματά της σε δίκες και μηνύσεις. Ο δεκαήμερος γάμος της με τον Μάρβιν Μέισι άφησε την πόλη απορημένη και σοκαρισμένη.
Ο καμπούρης Εξάδελφος Λάιμον Γουίλις ήρθε ξαφνικά μια μέρα ισχυριζόμενος πως είναι συγγενής της Αμέλια. Η εμφάνισή του, ο λόγος της άφιξής του και οι επακόλουθες κινήσεις της Αμέλια που δεν ταίριαζαν με τον χαρακτήρα της, ή τουλάχιστον με ό,τι είχε δείξει ως τότε στους κατοίκους, πυροδότησαν μια σειρά από φήμες και προκάλεσαν ολόκληρο πανηγύρι ψεύτικων λόγων και μυθευμάτων που ξύπνησε την πόλη, αφού οι νέες συνθήκες είχαν κάτι που έσπαγε τη ρουτίνα της. Ο Λάιμον είναι ένας άντρας που σύντομα κέρδισε τους κατοίκους της πόλης, έχει ένστικτο που τον κάνει να εδραιώνει μια άμεση και ζωτική επαφή ανάμεσα στον ίδιο και στους συνομιλητές του, στους οποίους χάριζε ατέλειωτες ώρες κι αλλάζει ριζικά τις συνήθειες της Αμέλια, η οποία, μεταξύ άλλων, σταδιακά μεταμόρφωσε το κατάστημά της σε καφενείο σχεδόν πλήρους λειτουργίας, δημιουργώντας έτσι θαλπωρή και συντροφικότητα στους πελάτες της! Πώς ήταν η σχέση μεταξύ τους, τι συζητούσαν, πώς συμπεριφέρονταν ο ένας στον άλλον, γιατί η Αμέλια δεν του είπε για τον γάμο της κλπ. είναι μικρά κομμάτια μιας ιδιαίτερης καθημερινότητας που άφηνε πολλές νύξεις και αμφιβολίες. Ήταν αγάπη, ήταν σεβασμός, ήταν συγκατοίκηση αυτό που βίωναν οι δύο τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους χαρακτήρες;
Και στο τέλος, αφού εξέτισε μακρόχρονη φυλάκιση, έρχεται, φέρνοντας μιαν εποχή χαραμίσματος και σύγχυσης, ο Μάρβιν Μέισι, πρώην σύζυγος της Αμέλια, τον οποίο γνωρίσαμε σε μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν και την άφιξη του οποίου ετοίμαζε εντατικά η συγγραφέας με συνεχόμενες προοικονομίες. Ο Μάρβιν λοιπόν και ο αδερφός του, Χένρι, οι μόνοι που επέζησαν από τα αδέλφια τους, μεγάλωσαν από μια καλή γειτόνισσα αφού οι γονείς τους δεν ήθελαν κανένα από τα παιδιά τους και τα παράτησαν στην ελεημοσύνη της πόλης. Πώς συμπεριφέρονταν λοιπόν τα αδέλφια ο ένας στον άλλον και απέναντι στην πόλη, πώς, πότε και γιατί άλλαξε ο Μάρβιν, γιατί και πώς δημιουργήθηκαν οι τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες τους αφού μεγάλωσαν και οι δύο χωρίς γονική αγάπη κ. ά. είναι ερωτήματα που απαντώνται μέσα από σύντομα και ολοζώντανα περιστατικά.
Η Carson McCullers πρώτα αφηγείται τα γεγονότα και μετά τα αναλύει, πάντα όμως με συναρπαστικό και καθόλου κουραστικό τρόπο. Η παραστατική, λυρική γραφή της ζωντανεύει κάθε χαρακτηριστικό γνώρισμα της νότιας Αμερικής της εποχής μετά τον Εμφύλιο, π. χ. τα βράδια ακούς «το αργό τραγούδι ενός νέγρου» που πάει να δει την αγαπημένη του ή κάποιος γρατζουνάει μια κιθάρα. Μια αταύτιστη πόλη που δείχνει μονότονη, βαρετή και κλειστή ζωντανεύει με άφθαστες και πρωτότυπες παρομοιώσεις και μεταφορές, ντύνεται με εξαίσια χρώματα καλοκαιριού και χειμώνα, με τα ίδια σημεία, τους ίδιους δρόμους, τα ίδια σπίτια να αποκτούν νέα μορφή σε κάθε αλλαγή του καιρού. Δε θα ξεχάσω πόσο όμορφα αποδόθηκε η εντύπωση των κατοίκων από το πρώτο χιόνι που είδαν στη ζωή τους και πώς άλλαξε (και) αυτό την καθημερινότητά τους που είναι γεμάτη με αγροτικές δουλειές, άφθονο επιβλαβές κουτσομπολιό και ελάχιστα μαγαζιά. Η συγγραφέας παρεμβαίνει σε κάποια σημεία του κειμένου: «Έτσι, για την ώρα, ας δούμε αυτά τα χρόνια από τυχαίες και ασύνδετες σκοπιές» (σελ. 54) και «Ας αφήσουμε λοιπόν να κυλήσουν τα έξι αργά χρόνια…» (σελ. 73) ενώ κάπου κάπου πασπαλίζει με λίγο χιούμορ τα γεγονότα: «…σύμφωνα με την κυρία Μακφέιλ, μια γυναίκα με κρεατοελιές στη μύτης της, που την έχωνε παντού…» (σελ. 56). Στο σχετικά σύντομο κείμενο υπάρχουν ακόμη και σκέψεις, προβληματισμοί, ενδιαφέρον για τις ανθρώπινες σχέσεις γενικά. Τονίζει για παράδειγμα πως «η αγάπη είναι μια κοινή εμπειρία ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, όμως το ότι είναι κοινή εμπειρία δεν σημαίνει πως είναι και παρόμοια εμπειρία για τους δύο εμπλεκόμενους» (σελ. 56), επομένως ποια είναι η διαφορά μεταξύ αγαπημένου και ερωτευμένου; Στο βιβλίο υπάρχουν επιπλέον έξι διηγήματα της Carson McCullers που όλα δημοσιεύθηκαν μεταξύ 1936 και 1951 σε διάφορα περιοδικά και καταγράφουν εξίσου ιδιαίτερες, ξεχωριστές ιστορίες με το γνωστό ύφος της συγγραφέως. Κάποια από αυτά έχουν μια πλοκή γεμάτη υπονοούμενα, κάποια ένα ασαφές τέλος, όλα τους όμως αποτελούν σημαντικό κομμάτι της εργογραφίας της συγγραφέως.
0 Σχόλια