Ενώ εσείς τρέχατε στα κύματα με φωνές,
με ρούχα βρεγμένα και άμμο στα γόνατα,
εγώ καθόμουν στο γαλάζιο του τσιμέντου.
Η πισίνα, το καταφύγιό μου.
Ένα παραλληλόγραμμο ηρεμίας,
γεμάτο νερό που δεν πονά,
που δεν τραβάει.
Από μικρή δεν ήθελα την απεραντοσύνη,
μήτε τη μανία τ’ αλατιού.
Ήθελα το νερό να με χωράει,
να μη με καταπίνει.
Κολυμπούσα μόνη,
με τις παλάμες μου να χαϊδεύουν τα όριά της.
Σαν να έψαχνα μια μήτρα που να με αντέχει.
Στην άκρη της όπου η σκιά αγκάλιαζε το νερό,
έκλεινα τα μάτια και φανταζόμουν
πως ο κόσμος, ήταν όλος κι όλος, αυτός.
Ένα γαλάζιο, ήσυχο,
που δεν ζητά τίποτες από εμένα.
Εκεί έβρισκα την ψευδή ασφάλεια
που τόσο επιτακτικά αναζητούσα.
Μια ασφάλεια, μια εγγύηση,
πως πρώτη ίσως φορά,
θα ήταν όλα ίδια κι απαράλλαχτα.
Πώς τίποτα δεν θα άλλαζε ξανά.
Το ίδιο σπίτι, τα ίδια συναισθήματα,
η ίδια αγάπη.
Η πισίνα ήταν μια αλληγορία,
για τον πόθο της σταθερότητας
που έκαιγε στην καρδιά μου.
Μια σταθερότητα που ποτέ δεν μπορούσα να έχω.
Μια σταθερότητα που,
όσο κι αν την αναζητούσα,
μου γλίστραγε σαν νερό ανάμεσα στα δάχτυλα.
_
γράφει η Έλενα Γιαννούλη
0 Σχόλια