Η μάνα μου
κάθε μέρα που νυχτώνει
σπάζει μια στάμνα στην αυλή της.
Μεγάλο ξόρκι στο κακό.
Γέρνω και σηκώνω τις σταλαγματιές.
Άλλες τις ρουφώ σα μέλι
άλλες σαν άρωμα φορώ.
Κάθε μέρα η μάνα μου
αδειάζει κάτι από ήλιο
στο σεντούκι της.
Σκύβω και γυρίζω το κλειδί.
Η προίκα μου εκεί
γυναίκα ώριμη,
με περιμένει.
_
γράφει η Καλλιόπη Δημητροπούλου
0 Σχόλια