Η πρώτη Πρωτοχρονιά

Όταν άκουσα τη μητέρα σου να λέει στη δική μου, πως το είχες πάρει απόφαση να συνεχίσεις τις σπουδές σου στο εξωτερικό, αισθάνθηκα ένα μαχαίρι να καρφώνεται με δύναμη στα σωθικά μου. Σ΄έχανα… σ΄έχανα γι΄ακόμη μια φορά… μόνο που αυτή τη φορά δε θα ήταν μια ακόμη αδιάφορη καρακάξα-συμφοιτήτρια, που ήθελες να περάσεις την ώρα σου μαζί της, τώρα ήταν ένα ταξίδι στην άλλη άκρη της γης, ένα ταξίδι που πιθανότατα θα σε κράταγε μακριά μου για πάντα…

Ήταν αδύνατο να κρύψω τη στεναχώρια μου, προσπαθούσα να δείχνω αδιάφορη, μα δεν τα κατάφερνα. Χωρίς να το θέλω απομονώθηκα στο μικρό μου καταφύγιο, σε κείνη τη μικρή γωνιά στον κήπου, που πριν από μερικά χρόνια τόλμησες και άγγιξες φευγαλέα τα χείλη μου, εκείνο το πρώτο αξέχαστο φιλί, που καμώνεσαι πως δε δόθηκε ποτέ. Κλείστηκα στον εαυτό μου, μια που δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν για τα συναισθήματα μου. Γι΄αυτήν την τρέλα που σάρωνε τη λογική, που ήταν η πρωταγωνίστρια της ζωής μου, ο δυνάστης μου …

Η ανορεξία, οι ατέλειωτες ώρες απομόνωσης και σιωπής, παρότι δεν το ήθελα, κίνησαν το ενδιαφέρον όλων… ακόμη και το δικό σου… Όταν σε είδα να στέκεσαι μια ανάσα μακριά μου, ανάμεσα στις φοβισμένες τριανταφυλλιές, που έτρεμαν μην τυχόν και τις αγγίξει η παγωνιά, άρχισα να τρέμω και εγώ έντονα… Χωρίς να μιλήσεις έβγαλες το πουλόβερ σου και το άφησες τρυφερά γύρω από τους ώμους μου. Ήθελα να το αρνηθώ, να το πετάξω, μα μόλις με κατέκτησε η μυρωδιά σου, ο θυμός μου μούδιασε μονομιάς… ναρκώθηκε …

Άρχισες να μιλάς για άσχετα θέματα, για φίλους, για θέατρο, για μουσική, μέχρι που βρήκα το κουράγιο και οι λέξεις σοκαρισμένες σαν από μόνες τους σε ρώτησαν πότε ακριβώς θα φύγεις.

‘Έχουμε καιρό ακόμη… μετά τις γιορτές’

Δεν απάντησα, σφράγισα με πείσμα τα χείλη, όσο και αν πάλευαν οι λέξεις που είχαν μεταμορφωθεί σε κραυγές απόγνωσης να ξεφύγουν, τις αιχμαλώτισα για πάντα μέσα μου… μέσα μου… δίπλα στην καρδιά, μαζί μ΄εκείνη την τρέλα, που με είχε κατακτήσει και δεν έλεγε να μ΄αφήσει ελεύθερη. Σχεδόν το΄βαλα στα πόδια, χωρίς καν να σ΄αφήσω να τελειώσεις τη φράση σου. Άκουγα τη φωνή σου έκπληκτη να με φωνάζει, να προσπαθεί να με σταματήσει. Τίποτα όμως δεν μπορούσε να σταματήσει τα βήματα μου εκείνη τη στιγμή. Δεν ξέρω καν πως βρέθηκα στο δωμάτιο να κλαίω μ΄αναφιλητά στην αγκαλιά της γιαγιάς, που προσπαθούσε να καθαρίσει το πρόσωπο μου από τα δάκρυα, που είχαν θυμώσει και δεν έλεγαν να σταματήσουν. 

Από εκείνο το απόγευμα σ΄απέφευγα όπως ο Διάολος το λιβάνι… μέχρι που σε είδα να στέκεσαι στο κατώφλι του σπιτιού μας παραμονή Πρωτοχρονιάς κρατώντας μια τεράστια πιατέλα και χαμογελώντας σαν σταρ του σινεμά. Ήθελα να σου κλείσω με δύναμη την πόρτα στα μούτρα, αντ΄αυτού έκανε πέρα να περάσεις και βοήθησα τη μητέρα σου, που κρατούσε δεκάδες τσάντες με τα δώρα που είχατε φέρει. 

Όπως πάντα ήσουν το επίκεντρο της συντροφιάς και εγώ ένας σιωπηλός παρατηρητής, που δεν είχε κουράγιο να συνεχίσει, που μετρούσε τις στιγμές μέχρι να το σκάσει στο μικρό του καταφύγιο, που παρακάλαγε να γίνει σεισμός, πυρκαγιά, κακό μεγάλο και όλοι να εξαφανιστούν, ακόμη και εσύ. Κατάφερα τελικά κάποια στιγμή να ξεφύγω από τα βλέμματα όλων και να τρυπώσω καταρρακωμένη στο δωμάτιο μου. Δεν είχα διάθεση ούτε για ευχές, ούτε για αστεία πειράγματα, ούτε για ιστορίες του παρελθόντος, δεν είχα διάθεση για τίποτα. Σε λίγο θα έμπαινε ένας χρόνος μοναξιάς, ο πρώτος χρόνος μοναξιάς χωρίς εσένα και ήξερα πως θ΄ακολουθούσαν και άλλοι… πολλοί… αμέτρητοι…

Χωρίς να το θέλω άρχισα να κλαίω, κουλουριασμένη σε μια γωνιά του δωματίου, κρυμμένη στο σκοτάδι άφησα τους λυγμούς επιτέλους να βρουν διέξοδο διαφυγής και να ξεσπάσουν σαν καλοκαιρινή μπόρα μέσα στο καταχείμωνο.

‘Γιατί κλαις μάτια μου όμορφα;’

Άφησα να μου ξεφύγει μια κραυγή τρομαγμένη και έκανα να τραβηχτώ μακριά από τον αναπάντεχο εισβολέα, όταν αντίκρυσα το βλέμμα σου τρυφερό όσο ποτέ, την ίδια ώρα που αισθάνθηκα τα χέρια σου να με αιχμαλωτίζουν με δύναμη.

‘Ά …φησε …με …’ 

‘Ποτέ… μ΄ακούς ποτέ δεν θα σ΄αφήσω. Να πάνε στο διάολο όλοι τους και η φιλία τους και οι φόβοι τους. Εσύ είσαι δικιά μου… μ΄ακούς μικρή μου ποιήτρια… Δικιά μου!’

Εκείνο δεν ήταν το πρώτο μας φιλί, ήταν η παράδοση αιχμαλώτων στον έρωτα, ήταν η σφραγίδα αιώνιας καταδίκης, ήταν ζωή και θάνατος μαζί, ήταν ότι ονειρεύτηκα και ότι λαχταρούσα. Όχι, εκείνη δεν ήταν η τελευταία Πρωτοχρονιά που θα είμασταν μαζί… ήταν απλώς η πρώτη που κατάφερες να βρεις το κουράγιο να μου πεις… ‘Είσαι δικιά μου!’

 

_

γράφει η Μαρία Σταυρίδου

Ακολουθήστε μας

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Χορεύανε στη βροχή, το θυμάμαι.Σαν να ’χα γράψει εγώ τη σκηνή.Κι όπως μιλούσαν, ένιωθαν πως μεθάνε.Μα δεν είχανε πιει στάλα κρασί. Κι όπως τ ’αστέρια ψιθύριζαν ευχές,τα μάτια έκλεισε, έλεγε προσευχές.Κάτι γι’ αγγέλους κι όνειρα απατηλά.Κάτι γι’ αντίο και μεθυσμένα...

Η μάνα της Φανής

Η μάνα της Φανής

Τα βήματά μου ακολούθησαν τον μεγαλόσωμο αστυνομικό. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να τον ακολουθήσω, αλλά έπρεπε να τη δω. Ήθελα να είμαι κοντά της. Πάντα, όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό, οι κόρες πάνε στις μητέρες τους για να μάθουν τι να κάνουν. Εγώ, σε τι διαφέρω; Δεν είχα...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Η μάνα της Φανής

Η μάνα της Φανής

Τα βήματά μου ακολούθησαν τον μεγαλόσωμο αστυνομικό. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να τον ακολουθήσω, αλλά έπρεπε να τη δω. Ήθελα να είμαι κοντά της. Πάντα, όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό, οι κόρες πάνε στις μητέρες τους για να μάθουν τι να κάνουν. Εγώ, σε τι διαφέρω; Δεν είχα...

Αδιαφυλαξία

Αδιαφυλαξία

Απόψε, τουλάχιστον, θέλω να είμαι ειλικρινής. Αν και αμφιβάλλω αν είμαι καν ικανός να ψεύδομαι. Βλέπεις, μιλώ ξανά στο κενό, μα ακόμα και το κενό ξέρει πως κανείς δεν μπορεί να ψεύδεται χωρίς πρώτα να κατέχει οποιαδήποτε άποψη. Και για να πω την αλήθεια, δεν πιστεύω...

Η κραυγή

Η κραυγή

Με εμπειρίες λιγοστές κι επαρχιώτικες ξεκίνησε τη φοιτητική ζωή στη μεγαλούπολη. Καλόβολος, με καρδιά αγνή, αθωότητα σχεδόν παιδική, προσπαθούσε από τους πρώτους κιόλας μήνες να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της σχολής και κυρίως να ανοίξει τους κοινωνικούς του...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου