Η πτήση

Δημοσίευση: 13.06.2016

Ετικέτες

Κατηγορία

Η Αγγελική ήθελε να γίνει αεροσυνοδός. Το ήξερε ήδη μετά από εκείνο τον περίπατο στη Γλυφάδα, Κυριακή πρωί, πιασμένη χέρι – χέρι με τη μητέρα της. Το χέρι της μέσα στο άλλο χέρι είχε ιδρώσει και πάσχιζε να το απελευθερώσει και να το σκουπίσει, αλλά ένιωθε το σφίξιμο πιο δυνατό και ίδρωνε περισσότερο. Δεν είχε όρεξη να περπατήσει άλλο, ήθελε να φύγουν και να πάνε σπίτι για να βοηθήσουν τον μπαμπά με τον κήπο. Η μητέρα της μισούσε τα χώματα όσο η Αγγελική μισούσε τα ιδρωμένα χέρια, ίσως και περισσότερο, και πάσχιζε να κερδίσει λίγο χρόνο παριστάνοντας την αφηρημένη και τη σκεπτική. Αυτό της φαινόταν αρκετά αστείο και σίγουρα θα γελούσε αν το χέρι της δεν ήταν τόσο ιδρωμένο. Ήξερε ότι κάθε φορά που έλεγε στη μητέρα της κάτι που δεν ήθελε να ακούσει, εκείνη κοιτούσε είτε τον ορίζοντα, είτε το ταβάνι ή τον τοίχο απέναντι ή ακόμα, όταν δεν είχε άλλη επιλογή, άφηνε το δήθεν νωχελικό βλέμμα της στο πάτωμα κάτω από τα πόδια της και ξεστόμιζε σχεδόν σιωπηλά, σαν μια άτεχνη απόπειρα αυτουπνωτισμού, ένα μακρόσυρτο «ναι». Αυτή τη φορά όμως το μακρόσυρτο «ναι» της έφερε δυσφορία και σκέφτηκε να το δείξει με μια γερή νυχιά μέσα στη χούφτα της μητέρας της. Θυμήθηκε ότι είχε προλάβει να της κόψει σύριζα τα νύχια μόλις χτες και μετά της τα ’χε λιμάρει κιόλας με τη σιχαμένη λίμα της που κάνει αυτόν το ανατριχιαστικό ήχο.

Απογοητευμένη από τα άχρηστα νύχια της ένιωσε τη δυσφορία να εξαφανίζεται απροειδοποίητα μέσα σε ένα άρωμα βαρύ και μεθυστικό. Ίσως να ήταν όντως το πρωτόγνωρο αυτό άρωμα που έκανε τη μητέρα της να φταρνιστεί και να χαλαρώσει τη λαβή, ίσως πάλι να ήταν αυτός ο σπάνιος αέρας της γυναίκας που πέρασε δίπλα τους, ένας αέρας ικανός να ανακουφίσει τον ιδρώτα, τη ζέστη και τη δυσφορία από ό,τι βρεθεί στο διάβα του. Η γυναίκα με το σφιχτοδεμένο κότσο και το φουλάρι στο λαιμό περπατούσε μονάχη με το κεφάλι ψηλά δίπλα στα αδειανά κότερα σαν βασίλισσα που δε χρειαζόταν υπηκόους, σαν μια βασίλισσα του κόσμου, πεντάμορφη και λυγερή. Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβε πόσο όμορφη μπορεί να είναι μια γυναίκα. Θαύμασε τις ίσιες γάμπες της να καταλήγουν σε ένα ζευγάρι μαύρα ψηλά τακούνια από αυτά που κάνουν τις γυναίκες να πηγαίνουν σαν κουτσές. Αυτή όμως προχωρούσε πάνω από τα χαλίκια με μια απόκοσμη χάρη που θα μπορούσε να εξηγηθεί λογικά μόνο εάν τα πόδια της δεν πατούσαν πραγματικά στη γη. «Μαμά κοίτα αυτή η κυρία πετάει» αναφώνησε έκθαμβη για να πάρει την απάντηση που θα ενέπνεε τα μελλοντικά της όνειρα. «Ναι, είναι αεροσυνοδός, πετάει».

«Είμαι στην αυλή ενός ψηλού πύργου. Δεν έχει πουθενά λουλούδια έχει όμως μπόλικο φρεσκοσκαμμένο χώμα. Κάποιος έχει σκάψει λάκκους για τριανταφυλλιές. Μπορεί να ήταν κι ο μπαμπάς γιατί αυτοί οι λάκκοι μοιάζουν με τους δικούς του. Σίγουρα όμως αυτός ο πύργος δεν είναι δικός του γιατί είναι πολύ ψηλός και ο μπαμπάς φοβάται τα ύψη. Το χώμα είναι αφράτο και καθαρό και μυρίζει κεράσι κι εγώ θέλω να χωθώ σε έναν από τους λάκκους και να πασαλειφτώ ολόκληρη με αυτό. Δεν μπορώ να αποφασίσω σε ποιο λάκκο θα μπω γι’ αυτό ξαπλώνω στο μυρωδάτο χώμα και αρχίζω να κυλάω σαν βαρέλι. Κάποια στιγμή πέφτω σε ένα μεγάλο λάκκο και μένω εκεί με το πρόσωπο μου να κοιτά τον ουρανό. Μια πεταλούδα πετάει πάνω από τη μύτη μου. Για μια στιγμή κάθεται πάνω της για να ξαποστάσει. Στενοχωριέμαι για την καημένη πεταλούδα που δεν έχει λουλούδια για να κάτσει και να ξεκουραστεί, μετά όμως θυμάμαι ότι αυτή μπορεί να πετάξει άρα καθόλου καημένη δεν είναι. Αρχίζω να καλύπτομαι με χώμα. Το δοκιμάζω στην άκρη της γλώσσας μου, έχει μια γεύση γλυκιά, μπουκώνω μια ολόκληρη χούφτα αλλά δεν τρώω παραπάνω γιατί φοβάμαι μην πονέσει η κοιλιά μου. Έχω καλυφτεί ολόκληρη με αυτό, μόνο το πρόσωπο μου αφήνω ακάλυπτο για να μπορώ να βλέπω. Είναι όμορφα, ζεστά και ξεκούραστα και εάν κλείσω τα μάτια μου είναι σαν να επιπλέω σε σιρόπι από γλυκό κεράσι. Ξαφνικά βρίσκομαι στην κορυφή του πύργου, ρίχνω ένα σάλτο και νιώθω το αεράκι να με σηκώνει απαλά και να με αφήνει πίσω στο λάκκο μου. Είναι πολύ ωραία και το κάνω ξανά και ξανά και θέλω να το ξανακάνω αλλά νιώθω δυο χέρια να με κρατούν ακίνητη. Παλεύω για λίγο μέχρι που συνειδητοποιώ ότι είναι τα χέρια της μαμάς μου που με τραντάζουν για να σηκωθώ και να πάω στο σχολείο».

Η κυρία Ευγενία ήθελε πάντα το καλύτερο για την κόρη της και φυσικά δεν είχε καμία αμφιβολία ότι μόνο εκείνη γνώριζε στα αλήθεια ποιο είναι αυτό. Από την πρώτη κιόλας τάξη του δημοτικού η Αγγελική έκανε ιδιαίτερα μαθήματα σε αγγλικά, γαλλικά και πιάνο. Το μπαλέτο, αν και αναπόσπαστο κομμάτι της καλής ανατροφής, δυστυχώς δε γινόταν να διδαχτεί κατ’ οίκον και η συμμετοχή στο ομαδικό μάθημα κρίθηκε επικίνδυνη. Για τον επόμενο χρόνο όμως, η κυρία Ευγενία βρήκε έναν έξοχο Ρώσο χοροδιδάσκαλο που θα ερχόταν τα απογεύματα της Παρασκευής για να διδάξει στην Αγγελική το αυθεντικό βιεννέζικο βαλς. Οι ώρες της μελέτης, συνολικά 5 καθημερινά, επιβλέπονταν προσωπικά από την ίδια. Η Αγγελική έπρεπε να λαμβάνει τρία κυρίως γεύματα και δύο ενδιάμεσα σε συγκεκριμένες ώρες, να κοιμάται 8 ώρες ακριβώς κάθε μέρα, πάλι σε συγκεκριμένες ώρες, και να εκτελεί μια μισάωρη ρουτίνα ασκήσεων στις 7 το πρωί τις καθημερινές και στις 8 τα σαββατοκύριακα. Από παιχνίδια επιτρέπονταν μια παρτίδα σκάκι καθημερινά με τον πατέρα της ενώ τα σαββατοκύριακα έπαιζαν όλοι μαζί Μονόπολη μετά το μεσημεριανό γεύμα. Απαγορεύονταν ρητά η ζάχαρη, η τηλεόραση, το κρυφτό και το κυνηγητό. Η κυρία Ευγενία είχε αποφασίσει επίσης και την επαγγελματική σταδιοδρομία της κόρης της, μόνο που εδώ δεν ήταν τόσο απόλυτη. Το σωστό, βέβαια, θα ήταν να γίνει γιατρός ή δικηγόρος, αλλά βαθιά μέσα της ένιωθε έτοιμη να δεχτεί την αναμενόμενη επιθυμία της κόρης της να ακολουθήσει τα δικά της βήματα και να γίνει φιλόλογος. Κοκκίνιζε ελαφρά κάθε φορά που το φαντασιωνόταν κι ένα μικρό χαμόγελο ήταν έτοιμο να σκάσει από τη δεξιά πλευρά του μικρού της στόματος.

«Η καλύτερη μου φίλη είναι η Ιφιγένεια. Η Ιφιγένεια είναι πολύ λευκή, πιο λευκή από εμένα και για αυτό χειμώνα – καλοκαίρι κρατά μια ομπρέλα. Η ομπρέλα αυτή έχει τρεις χρήσεις. Την κρατά στεγνή από τη φθινοπωρινή βροχή, την προστατεύει από τον καλοκαιρινό ήλιο και τη βοηθά να φεύγει πετώντας από το παράθυρο όταν η μαμά ανεβαίνει στο δωμάτιο. Μερικές φορές το χειμώνα όταν έχει πολύ κακό καιρό κοιμάται κάτω από το κρεβάτι μου. Αυτές οι μέρες είναι οι αγαπημένες μου γιατί έχω συνέχεια κάποιον να μιλάω. Η Ιφιγένεια δε χρειάζεται να κοιμάται 8 ώρες, στην πραγματικότητα δε χρειάζεται να κοιμάται καθόλου και τρώει μόνο γλυκά. Τα αγαπημένα της είναι το γλυκό κεράσι, η σοκολάτα και η κρεμ μπρουλέ. Η κρεμ μπρουλέ είναι το μοναδικό γλυκό που τρώει η μαμά κάθε Χριστούγεννα και θα μπορέσω κι εγώ να το φάω όταν μεγαλώσω. Εγώ, λέει η μαμά, δεν κάνει να τρώω ζάχαρη. Η Ιφιγένεια όμως τρώει πολύ και ίσως για αυτό είναι τόσο άσπρη και δεν αντέχει καθόλου τον ήλιο. Δεν της έχω ζητήσει ποτέ να μου φέρει γλυκό γιατί ξέρω ότι δεν κάνει και μια φορά της ζήτησα να με αφήσει να πετάξω κι εγώ από το παράθυρο με την ομπρέλα της, αλλά μου είπε πως δε γίνεται γιατί η ομπρέλα αυτή είναι μαγική και δεν αναγνωρίζει κανέναν άλλο για αφέντη της έκτος από την ίδια και πως αν την πιάσω στα χέρια μου θα εξαφανιστεί. Τη ρώτησα που μπορώ να βρω μια δική μου ομπρέλα και μου είπε να τη ζητήσω δώρο από τους γονείς μου. Το ξέρω ότι η μαμά δε θα μου πάρει ποτέ μαγική ομπρέλα. Σήμερα θα σπρώξω την Ιφιγένεια από το παράθυρο και θα κρατήσω εγώ την ομπρέλα».

Ο κύριος Πάτροκλος αγαπούσε πολύ την κόρη του και ήθελε να είναι χαρούμενη. Κάποτε αγαπούσε και τη γυναίκα του και ήθελε να είναι χαρούμενη. Στην αρχή ήταν. Του πόζαρε με τις ώρες καλύπτοντας το χυτό της κορμί με αραχνοΰφαντα υφάσματα και μετά πίνανε κρασί και κάνανε έρωτα. Εκείνος πουλούσε τους πίνακες του ακριβά, ήταν γνωστός στην καλή κοινωνία της Αθήνας και οι γκαλερί του Κολωνακίου εξέθεταν συχνά έργα του. Εκείνη ήταν νέα και λαμπερή με μια ομορφιά λεπτή και αυστηρή που έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Της άρεσε να πίνει μερλό, να ακούει Σοπέν και να απαγγέλει Σύλβια Πλαθ. Μετά ήρθε η Αγγελική και όλα άλλαξαν. Εκείνη σταμάτησε να τρώει και να κοιμάται, σταμάτησε να πίνει μερλό και να απαγγέλει Σύλβια Πλαθ, σταμάτησε να του ποζάρει, σταμάτησαν να κάνουν έρωτα. Μόνο κάποιες φορές μετά τη δύση του ηλίου άκουγε Σοπέν κοιτάζοντας το ταβάνι. Σύντομα έγινε μισή γυναίκα μισή ρομπότ και ίσως να ήταν ολόκληρη ρομπότ αν δεν υπήρχαν οι ερωτήσεις της Αγγελικής, αυτές που δεν μπορούσε να απαντήσει και που την έκαναν να πέφτει στιγμιαία σε ένα λήθαργο αφηρημάδας ή περισυλλογής και να μοιάζει λίγο πιο ανθρώπινη. Δεν τον άκουγε και δεν της μιλούσε. Εκείνος δε ζωγράφιζε πια, αλλά είχε τον κήπο του. Αυτόν τον είχε φτιάξει με τα χέρια του και ήταν καθαρός από τους κανόνες και την ξιπασιά της. Εκεί κάποιες φορές όταν φρόντιζε τις τριανταφυλλιές και τα χέρια του μάτωναν, ένιωθε ανακούφιση γιατί ήξερε πως ακόμα είναι ζωντανός και όταν τα τριαντάφυλλα του άνθιζαν, ένιωθε περήφανος γιατί καταλάβαινε πως τα ανέθρεφε σωστά. Δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο και για την κόρη του. Τη έβλεπε να μεγαλώνει αλλά όχι να ανθίζει. Χτες το βράδυ εκείνη το παράκανε κι εκείνος άρχισε να φοβάται ότι θα το πληρώσουν ακριβά. Όταν ξάπλωσαν για μια στιγμή την άκουσε να ροχαλίζει. Είχε χρόνια να την ακούσει να κοιμάται. Το ροχαλητό της γέμιζε το δωμάτιο, το σπίτι ολόκληρο, έφτανε μέχρι έξω στον κήπο. Στην αρχή έκλεισε τα αυτιά του αλλά αυτό δεν έφευγε λες κι είχε εντυπωθεί βαθιά μέσα στον εγκέφαλο του. Έπιασε με τα χέρια του το πουπουλένιο μαξιλάρι του και το φαντάστηκε να εφαρμόζει πάνω στο στόμα και τα ρουθούνια της. Θα ησύχαζε, θα ησύχαζαν όλοι. Μια ανάσα μακριά από την ησυχία, μια στιγμή μακριά από την ελευθερία, σκεφτόταν, θα σώζονταν όλοι. Έβαλε το μαξιλάρι πίσω από το κεφάλι του, βολεύτηκε. Μετά από λίγο ροχάλιζε κι αυτός.

«Σήμερα ήταν η πρώτη μέρα στο γυμνάσιο. Μπήκα στο τμήμα των γαλλικών γιατί η μαμά λέει ότι το επίπεδο είναι καλύτερο. Οι φίλες μου είναι στο τμήμα των αγγλικών και θα τις βλέπω πλέον μόνο στα διαλείμματα. Κάθομαι δίπλα στο Στέφανο. Είναι ξανθός και αδύνατος, έχει υπέροχα πράσινα μάτια και θέλει να γίνει πιλότος. Του είπα ότι θέλω να γίνω αεροσυνοδός, αλλά ότι η μαμά μου δε με αφήνει. Με ρώτησε αν με αφήνει ο μπαμπάς μου και μου χαμογέλασε γλυκά. Νομίζω ότι κοκκίνισα γιατί ένιωσα τα μάγουλα μου να καίνε όπως όταν ο δάσκαλος του πιάνου λέει πολύ καλά λόγια για μένα ενώ χαϊδεύει το εσωτερικό του ποδιού μου. Δε θέλω να το μάθει η μαμά. Από εδώ και πέρα θα κλειδώνω το ημερολόγιο μου και το κλειδί θα το βάζω μέσα στο σουτιέν μου. Ακόμα υπάρχει χώρος και δε θα με ενοχλεί».

Η κυρία Ευγενία κοιτούσε με προσοχή τον έλεγχο προόδου της Αγγελικής. Κάθε τόσο ξερόβηχε χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη ενόχληση στο λαιμό της κι έσπρωχνε τα γυαλιά της προς την κορυφή της μύτης της. Το ένα της φρύδι σηκώθηκε όταν κατέληξε στο βέβαιο συμπέρασμα ότι η Αγγελική θα έπρεπε να κάνει φροντιστήριο στα μαθηματικά. Ήταν εμφανώς αδύναμη, έβγαζε μόλις 18. Ίσως θα έπρεπε να αποχαιρετήσουν την ιδέα της ιατρικής, σκέφτηκε τυλίγοντας την παλάμη της στο μπροστινό μέρος του λαιμού της, και να συζητήσουν πλέον ανοιχτά για τη νομική ή τη φιλολογία. Έπρεπε ο στόχος να ξεκαθαρίσει το συντομότερο δυνατό για να ξεκινήσει η εντατική προετοιμασία, συμφώνησε με την προηγούμενη σκέψη της. Ο ειρμός της διεκόπη από τα χαχανητά του μέσα δωματίου που διάνθιζαν το ζωηρό ρυθμό ενός βαλς. «Αυτά θα κοπούν πάραυτα», κατέληξε φωναχτά και τελείωσε μονορούφι τον πικρό καφέ της.

«Είμαι με το Στέφανο πάνω στο περσικό χαλί που έφεραν η μαμά κι ο μπαμπάς από το ταξίδι του μέλιτος, μόνο που το χαλί είναι τώρα ιπτάμενο και ο Στέφανος ξέρει πώς να το κάνει να πετάξει. Είναι νύχτα αλλά εμείς πετάμε προς την ανατολή για να προλάβουμε την ημέρα. Ο Στέφανος μου χαϊδεύει τα μαλλιά και την πλάτη, αλλά εγώ δεν μπορώ να τον χαϊδέψω γιατί έχω τα δάχτυλα μου βουτηγμένα σε ένα βάζο με μέλι. Πεινάω, μου λέει και μου χαμογελάει πονηρά τραβώντας σιγά σιγά τα δάχτυλα μου από τα βάζο και βάζοντας τα ένα- ένα μέσα στο στόμα του. Νιώθω το πίσω μέρος του κεφαλιού μου να καίγεται, την ανάσα μου να κόβεται κι ένα έντονο φως με τυφλώνει. Προλάβαμε την ημέρα, σκέπτομαι και κοιτάζω από κάτω την απέραντη έρημο. Θέλω να πάμε πιο κοντά για να τη δω καλύτερα. Τώρα το χαλί σχεδόν ακουμπά στην καυτή άμμο. Νιώθω να καίγομαι από κάτω αλλά μου αρέσει. Καίγομαι όλο και περισσότερο αλλά μου αρέσει. Τώρα νομίζω ότι έχω αρχίσει να λιώνω, δε θέλω να κοιτάξω, φοβάμαι να κοιτάξω. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω αίμα παντού.»

Όταν η Αγγελική έγινε 16 χρονών αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να παρακούσει τη μητέρα της. Φόρεσε το κοντό φόρεμα και τα τακούνια που είχε αγοράσει με τις οικονομίες της, έβαλε κραγιόν και ρουζ, έκλεψε δυο σταγόνες από το ακριβό της άρωμα και βγήκε με το Στέφανο. Όταν γύρισε η μητέρα της της ανακοίνωσε ότι δε θα ξανάβγαινε από το σπίτι μέχρι να μπει στο πανεπιστήμιο. Ο πατέρας της έπινε ουίσκι. Αυτή απάντησε ότι δε θέλει να μπει στο πανεπιστήμιο. Ο πατέρας της έπινε ουίσκι. Η μητέρα της είπε πως δεν είναι θέμα επιλογής αλλά υποχρέωσης, πως όφειλε να τους ξεπληρώσει τα έξοδα και τους κόπους που έκαναν τόσα χρόνια γι’ αυτή, πως οι επιλογές θα αρχίσουν να υπάρχουν αφού πρώτα ταχτοποιήσει το χρέος της απέναντι τους. Ο πατέρας της έπινε ουίσκι. «Πάντα υπάρχει επιλογή», απάντησε η Αγγελική με μια τρομακτική ηρεμία πριν φύγει για το δωμάτιο της. Ο πατέρας της άρχισε να κλαίει.

«Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και διορθώνω μια μικρή ατέλεια στο σφιχτοδεμένο μου κότσο. Δένω το φουλάρι που μου χάρισε ο Στέφανος γύρω από το λαιμό. Ο λαιμός μου είναι πολύ μακρύς και λεπτός σαν να είναι φτιαγμένος για να τυλίγεται σε φίνα φουλάρια. Είμαι έτοιμη. Περπατώ με χάρη προς τη μπαλκονόπορτα. Βγαίνοντας καθρεφτίζομαι στη τζαμαρία, είμαι όμορφη, πολύ όμορφη. Κολλάω το βοηθητικό τραπεζάκι στα κάγκελα κι ανεβαίνω πρώτα με τα γόνατα και στη συνέχεια σηκώνομαι όρθια πάνω του με μεγάλη προσοχή γιατί φοράω τα τακούνια. Πλησιάζω στην άκρη και κοιτάζω μακριά. Ο ουρανός πάνω από το βουνό είναι καθαρός και όλα γύρω υπόσχονται μια υπέροχη ημέρα. Ανοίγω τα χέρια μου σαν να θέλω να αγκαλιάσω όλο τον κόσμο και κοιτάζω σταθερά τον ουρανό, εκεί, ακριβώς πάνω από το βουνό. Είμαι σίγουρη ότι αυτό θέλω, θέλω να πετάξω στην αγκαλιά του κόσμου, να γίνω ένα με αυτόν. Αφήνομαι στην αγκαλιά, αφήνομαι στον κόσμο, γίνομαι η βασίλισσα του, μια βασίλισσα χωρίς υπηκόους. Επιτέλους πετάω, τώρα πετάω, τώρα τυλίγομαι σε κάτι λευκό, μυρίζει λουλούδια. Τώρα δεν πετάω πια».

Η κυρία Ευγενία δεν έχει μιλήσει από εκείνη την ημέρα. Ο κύριος Πάτροκλος μιλάει με όλους και κανονίζει τα πάντα. Εκείνη δε φεύγει ποτέ από το νοσοκομείο. Εκείνος πηγαίνει κάποιες ώρες στο ατελιέ για να τελειώσει την εικόνα των αρχαγγέλων Μιχαήλ και του Γαβριήλ που είναι προστάτες των αεροπόρων. Εκείνη έχει συνέχεια έναν αφόρητο πονοκέφαλο γιατί το μισό της κεφάλι σκέφτεται πως μάλλον σκότωσε την κόρη της και το άλλο μισό ότι μάλλον την έσωσε η μπουγάδα της αμόρφωτης του δευτέρου που δεν έχει βγάλει ούτε το δημοτικό. Εκείνος έχει συνέχεια υγρά μάτια.

«Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και διορθώνω μια μικρή ατέλεια στο σφιχτοδεμένο μου κότσο. Δένω το φουλάρι μου γύρω από το λαιμό. Ο λαιμός μου είναι πολύ μακρύς και λεπτός σαν να είναι φτιαγμένος για να τυλίγεται σε φίνα φουλάρια. Είμαι έτοιμη. Περπατώ με χάρη προς την έξοδο. Βγαίνοντας καθρεφτίζομαι στην τζαμαρία, είμαι όμορφη πολύ όμορφη. Σε λίγο ανεβαίνω προσεκτικά τις σιδερένιες σκάλες με τα μαύρα τακούνια μου. Είμαι σίγουρη ότι αυτό θέλω, θέλω να πετάξω».

_

γράφει η Αλεξάνδρα Σάνδη

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 12 – 13 Οκτωβρίου 2024

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 12 – 13 Οκτωβρίου 2024

Real News Καθημερινή Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να διαγραφείτε με ένα κλικ και δεν θα...

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Αντρικό κούρεμα

Αντρικό κούρεμα

Τα καλοκαίρια γυρίζαμε έξω. Οι μανάδες στο σπίτι οι πατεράδες στη δουλειά εμείς στις αλάνες. Οι αλάνες - δρόμοι, ήταν σαν τις γελοιογραφίες του Mordillo. Αν σου έφευγε η μπάλα στην κατηφόρα, είχες δυο επιλογές. Η μια ν’ αρχίσεις το τρέξιμο ώστε τα δεδομένα του...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Αντρικό κούρεμα

Αντρικό κούρεμα

Τα καλοκαίρια γυρίζαμε έξω. Οι μανάδες στο σπίτι οι πατεράδες στη δουλειά εμείς στις αλάνες. Οι αλάνες - δρόμοι, ήταν σαν τις γελοιογραφίες του Mordillo. Αν σου έφευγε η μπάλα στην κατηφόρα, είχες δυο επιλογές. Η μια ν’ αρχίσεις το τρέξιμο ώστε τα δεδομένα του...

Routine

Routine

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά...

Pure

Pure

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν βασίλισσα, αυτό της είχαν πει από μικρή. Κι εκείνη το είχε πιστέψει. Μέχρι τη μέρα που γνώρισε ένα αγόρι κι εκείνος της είπε ότι την αγαπάει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν ήταν βλέπεις του κύκλου της. Πάλεψε με τον εαυτό της όπως...

4 σχόλια

4 Σχόλια

  1. Ανώνυμος

    Εξαιρετικό!

    Απάντηση
  2. ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΛΟΚΑΜΑΚΗ

    Πολύ ομορφογραμμένο το παιδικό όνειρο της αεροσυνοδού…που πετούσε χωρίς καν να επιβιβαστεί σε αεροπλάνο….
    Έτσι γινόταν βασίλισσα χωρίς υπηκόους…
    Στο δικό της βασίλειο για πάντα χωρίς τα ΜΗ και τα ΔΕΝ που της στέρησαν το απλούστερο όλων…Να ζήσει σαν παιδί!
    ΜΠΡΑΒΟ!!!!!!!!!!!!!!!!!!

    Απάντηση
  3. Alex Rose

    Ένα διήγημα που θα έπρεπε πολλοί γονείς να διαβάσουν!!! Υπέροχο, to the point, και με μικρές ενέσεις χιούμορ που μας γλυτώνουν απο το βάρος των αρνητικών συναισθηματων προς τη μαμά. Μπράβο!

    Απάντηση
  4. Ευγενία Μακαριάδη

    ένα διήγημα γροθιά στο στομάχι στους εγωιστές γονείς που σπαταλούν το σπουδαιότερο χρόνο της τρυφερής παιδικής ηλικίας των τέκνων τους, αλλά και της δικής τους, σιδερόφραχτοι με μισόλογα ή χωρίς, μισοχαμόγελα ή χωρίς, γιατί και η σιωπή είναι ενοχική, όπως του πατέρα, με λίγα λόγια με τη γέννηση του παιδιού αποστράφηκαν τη ζωή, μίσησαν την ελευθερία του παιδιού και τη δική τους.
    Συγχαρητήρια κυρία Σάνδη

    Ευγενία Μακαριάδη

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου