Η έφηβη Μελίνα έρχεται στο Λονδίνο για να μείνει με την αδερφή της, Κατερίνα που συζεί με το νέο της αγόρι. Τι έχει συμβεί πίσω στην Ελλάδα και γιατί έφυγε το κορίτσι από την οικογένειά της; Τι μυστικό κρύβει που την κλείνει στον εαυτό της και πώς θα καταφέρει η αδερφή της να κερδίσει την εμπιστοσύνη της;
Η Άννα Βασιλειάδη γράφει ένα μυθιστόρημα για την ενδοοικογενειακή σεξουαλική κακοποίηση και καταγράφει με ενάργεια και ειλικρίνεια όλα τα στάδια που βιώνει ένα κορίτσι όταν δέχεται βία από μέλος της οικογένειάς της. Από ένα χαρούμενο, ελπιδοφόρο παιδί μετατρέπεται σταδιακά σε απρόσωπη, κλειστή, ενοχική καρικατούρα που νιώθει πως δεν μπορεί να μιλήσει πουθενά. Η πλοκή εξελίσσεται με πρωτότυπο τρόπο: στην αρχή καταγράφεται η προσαρμογή της Μελίνας στη νέα της ζωή στην Αγγλία ενώ, ξέροντας από την περίληψη στο οπισθόφυλλο πως κάτι σοβαρό έχει συμβεί στο παρελθόν της, αναρωτιόμουν τι να είναι αυτό και γιατί αναγκάστηκε το κορίτσι να φύγει από την Αθήνα. Αποκούμπι της, ο φίλος και πρώην συμμαθητής της, Γρηγόρης, με τον οποίο μιλάνε μέσω skype καθώς και το ημερολόγιό της. Έντονα και γλυκά συναισθήματα του εφηβικού έρωτα παλεύουν με τον φόβο και την καταπίεση που προκύπτουν από κάτι που αποκρυσταλλώνεται σιγά σιγά ως απειλή και βάζει σε κίνδυνο την ψυχολογία και την προσωπικότητα της Μελίνας. Το διακριτικό χιούμορ είναι απαραίτητο («Τα αγόρια σ’ εκείνη την ηλικία για εμάς ήταν σιχαμερά, κι μείς για τα αγόρια ήμασταν ηλίθιες», σελ. 79) ενώ οι ευχάριστες στιγμές του παρόντος εναλλάσσονται με το σκοτεινό χτες.
Μέσα από τις εξομολογήσεις της Μελίνας στο χαρτί βγαίνει το παρελθόν της και οι άσχημες στιγμές που βίωσε σ’ ένα σπίτι όπου η μάνα έκανε πως δεν ξέρει και η αδελφή το έσκασε γιατί υπέστη τα ίδια. Ένα παιδί που μεγάλωσε χωρίς πατέρα κι ο Δημήτρης ήταν το πρότυπό της, κάτι που διαστρέβλωνε την πραγματικότητα, μιας και πίστευε (αρχικά τουλάχιστον) πως έτσι συμπεριφέρονται όλοι οι μπαμπάδες. Είναι ειλικρινής με τον εαυτό της όταν, μεταξύ άλλων, παραδέχεται ότι η έλλειψη πατρότητας την είχε σημαδέψει: «Καλύτερα να είχε πεθάνει, νομίζω. Τουλάχιστον θα ήξερα ότι δεν υπάρχει. Εκείνος όμως υπήρχε και δεν τον ένοιαζε. Δεν τον ένοιαζε καθόλου για μένα» (σελ. 48). Η Κατερίνα έφυγε από αυτό το σπίτι προδομένη και απογοητευμένη, γιατί όμως άφησε πίσω της τη μικρή της αδερφή; Ήταν εγωισμός ή φόβος;
Οι γενικόλογες αρχικά προτάσεις και τα υπονοούμενα προετοιμάζουν το έδαφος για κάτι ανατριχιαστικό και απάνθρωπο, που θα αποκαλυφθεί με τρομακτική κλιμάκωση του ψυχολογικού και όχι μόνο πολέμου που βίωνε η πρωταγωνίστρια. Η συγγραφέας καταγράφει ρεαλιστικά και σωστά την κατάσταση που ζούσε η Μελίνα στο σπίτι της και πόσα τραύματα της άφησε αυτό, ειδικά όταν πήγαινε σε σπίτια φίλων, κάτι σπάνιο και ανεπιθύμητο για να μην κάνει συγκρίσεις με τη δική της οικογένεια. Η κακή και αντιπαιδαγωγική συμπεριφορά άφησε τραύματα στη Μελίνα και την απομάκρυνε από τους φίλους της. Η αλήθεια πονάει: «Ήταν μονάχα η απόλαυση του ελέγχου που ασκούσε σε όλη την ύπαρξή μου. Ήταν το τρυφερό της ηλικίας μου, η ηδονή της υποταγής».
Οι δύσκολες αυτές καταστάσεις που δυστυχώς βιώνουν ακόμη πολλά παιδιά στην εποχή μας συγκίνησαν τη συγγραφέα που κατέγραψε αυτήν τη σκληρή και ταυτόχρονα τρυφερή ιστορία, μόνο και μόνο για να τονίσει πως τα παιδιά πρέπει να μιλήσουν, πρέπει να στραφούν κάπου, να ζητήσουν βοήθεια. Κανείς δε θα τα κατηγορήσει, κανείς δε θα τα σιχαθεί. Όλοι έχουμε απόλυτο δικαίωμα στο σώμα μας κι αυτό δεν πρέπει να το διαστρεβλώσει κανείς. Έτσι, στο παράρτημα του βιβλίου παρατίθενται γεγονότα και νούμερα που δείχνουν το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις: «… τα περισσότερα κρούσματα αποσιωπούνται από την ίδια την οικογένεια για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένων κυρίως λόγων ντροπής ή και συνενοχής και σιωπηρής συγκατάθεσης» (σελ. 128). «Η σιωπή της Μελίνας» είναι το ιδανικό βιβλίο που θα δείξει στους έφηβους αναγνώστες ν’ αναγνωρίζουν τα σημάδια της κακοποίησης και της ηχηρής σιωπής και να βοηθούν όσο και όπως μπορούν. Η κακοποίηση είναι υπόθεση όλων μας και πρέπει να αποκαλύπτεται και να τιμωρείται.
0 Σχόλια