Ανέβηκε ένα ακόμα σκαλί. Τα χέρια του έτρεμαν, πιανόταν και από τα υποστυλώματα καμιά φορά, προχειροφτιαγμένη η σκάλα, δεν την εμπιστεύονταν και πολύ. Μεγάλωνε το ολόγιομο φεγγάρι σε κάθε του βήμα προς τα πάνω, μεγάλωνε όμως και η νύχτα μέσα του, πιο μαύρη, πιο πηχτή από τη νύχτα έξω.
Ένα ακόμα σκαλί. Στάθηκε κι αφουγκράσθηκε, τίποτα δεν ακουγόταν. Έπνιγε το πηγάδι τους ήχους του έξω κόσμου, έπνιγε… ρίγησε και μόνο που σκέφθηκε τη λέξη. Ένα βήμα ακόμα, το φεγγάρι μεγάλωνε αλλά… του γελούσε ειρωνικά ή έτσι του φαινόταν;
Ψηλότερα αρκετά το επόμενο σκαλί, έπιασε πάλι το υποστύλωμα του παλιού ορυχείου στο πλάι. Κάποτε ανεβοκατέβαιναν αρκετοί στο πηγάδι, κόσμος στη δούλεψη της φαμίλιας του εδώ και δυό γενιές. Στέρεψαν κάποια στιγμή τα σωθικά της γης κάτω από το μεγάλο περιβόλι, έφυγε ο κόσμος, γέμισαν κάποια εποχή οι στοές και οι καταβόθρες με νερά, στέρεψαν αργότερα. Όλα αυτά πριν γεννηθεί. Εκείνος ένα ξερό πηγάδι είχε γνωρίσει, ένα πηγάδι στον μεγάλο κήπο. Ένα πηγάδι γεμάτο όχι πια με νερά αλλά με ιστορίες. Κι αυτός μόλις είχε προσθέσει ακόμα μία…
Η Ράνια ήταν μακροξαδέλφη του… τρίτη, τέταρτη, κάτι τέτοιο. Τη θυμόταν μικρή, την είχε δει μια δυό φορές αλλά δεν της είχε δώσει σημασία τότε, στα δέκα περίπου εκείνη τελευταία φορά που την είδε, κόντευε εικοσιπέντε αυτός, κοριτσάκι που δεν στάθηκε η ματιά του δεύτερη φορά πάνω της. Τότε…
Την είχε ξαναδεί, ομορφοκοπέλα πλέον, όταν γύρισε από το εξωτερικό για την κηδεία του αδελφού του. Η μάνα του είχε πεθάνει, ο πατέρας του νωρίτερα, μόνος αυτός είχε απομείνει, κληρονόμος της μεγάλης περιουσίας. Γύρισε νικητής, το αυτοκίνητο που είχε πέσει πάνω στου αδελφού του και του έκοψε τη ζωή, χαϊδευτικό χτύπημα της μοίρας, όλα δικά του πλέον. Μόνο γι’ αυτό θα γύριζε, μετά τον μεγάλο καυγά με τον αδελφό του για την πατρική περιουσία τα είχε μαζέψει και είχε φύγει. Όταν έφευγε από κάπου, έφευγε για τα καλά, δεν κοίταζε πίσω…
Τα δέκα χρόνια που είχαν περάσει από τότε που έφυγε, του πρόσθεσαν μόνο κάποιες επιχειρηματικές νίκες που αυγάτισαν τα όσα είχε πάρει σαν μερίδιο. Ήταν σκληρός και ικανός, απαραίτητα συστατικά στη συνταγή ενός πετυχημένου. Του πρόσθεσαν κι αναμνήσεις από γλέντια, άσωτη η ζωή του, λεφτά είχε για μια ζωή να ξοδεύει. «Η οικογένεια είναι για φαλακρούς με κοιλίτσες, εγώ δεν θα γίνω έτσι». Έλεγε… πριν την ξαναδεί…
Της Ράνιας το κορμί είχε μεστώσει, ένα κορμί που φυλάκισε την ματιά του πάνω του, με το που την ξανάδε. Την θέλησε αμέσως. Αυτό το θηλυκό έπρεπε να γίνει δικό του, το είχε φτιάξει ο πλάστης για να γίνει δικό του.
Κι έγινε! Ποιος θα κοιτούσε μακροσυγγένειες ή διαφορά ηλικίας; Ποιος θα κοιτούσε μέσα στην καρδιά της Ράνιας, αν τον ήθελε κι εκείνη; Ούτε η Ράνια δεν κοίταξε, την θάμπωσαν πλούτη και προοπτικές, την παραγέμισαν οι συμβουλές από συγγενείς και καλές φίλες πως «τέτοια ευκαιρία δεν θα ξανάρθει στη ζωή σου, μη τη χάσεις». Τόσο που τα πίστεψε, στο κάτω κάτω ομορφάντρας ήταν και την κοίταζε μέσα στα μάτια. Κι αν άκουγε καμιά φορά κάποιες φωνίτσες μέσα της να λένε άλλα, τους έδινε μια και σταματούσαν για λίγο.
Ένα σκαλί ακόμα, πρέπει να κόντευε… «πρέπει;» Το άνοιγμα πάνωθε του ίδιο του φαινόταν, δεν είχε μεγαλώσει, δεν είχε μικρύνει η απόσταση που τον χώριζε από αυτό. Το φεγγάρι ίδιο, φωτεινό, αλλά σα να γέλαγε πιότερο μαζί του… Κάτι τον έκανε να αντιπαθήσει το φεγγάρι, δεν ήξερε τι ήταν.
Τη σκάλα την είχε βάλει ο ίδιος, την είχε κουβαλήσει από το εγκαταλειμμένο σπίτι του επιστάτη τους. Κατέβηκε να τη δει, να σιγουρευτεί… Άψυχη κούκλα φάνταζε κάτω από τις ακτίνες του φακού, με το κεφάλι ανοιγμένο από την πτώση, χέρια και πόδια σε αφύσικη στάση. Ο λαιμός που κάποτε τον φιλούσε και ταξίδευε, άψυχος, χωρίς φλεβίτσες να χτυπούν. Τον είχε σφίξει, εκεί στο πηγάδι που την πρόλαβε. Της στέρησε τη ζωή με τα χέρια του, μέσα σε μια τρέλα που τον έκανε να αδιαφορεί για τους πνιχτούς ήχους που έβγαζε το στόμα της, για τα γουρλωμένα της μάτια. Μετά πέταξε το άψυχο κορμί στο πηγάδι. Έτσι της έπρεπε, ώσπου να βρει τι να την κάνει…
Άλλο ένα σκαλί, είχε αρχίσει να βαριανασαίνει, η έξαψη, το φονικό, η ταραχή, βαριά φορτία. Ένα σφίξιμο στο στήθος του, φυσικό δεν ήταν; Μεγάλωνε όμως το σφίξιμο, ο πόνος στο δεξιό βραχίονα τον δυσκόλευε… «Κοίτα ώρα που βρήκα να πιαστώ» σκέφθηκε και έβαλε τα δυνατά του, δεν είχε πολύ ακόμα. Θα ξαπόσταινε πάνω, θα έβλεπε τι θα κάνει, έπρεπε να την πάει αλλού, θα την έψαχναν στο πηγάδι είτε έπαιρνε τη σκάλα είτε όχι.
Τα κακά μαντάτα του είχαν έρθει από χείλια που έτρεμαν φοβισμένα, από μάτια που κοίταζαν αμήχανα κάτω. Την είχαν δει με το Πάνο στην Αθήνα, τότε που του είχε πει ότι πήγε να δει την αδελφή της. Είχε μπει στο Πλάζα μόνη της, κοιτώντας γύρω της μπας και έβλεπε κανένα γνωστό. Η Ντίνα που την είχε στη δούλεψη του, είχε κατέβει για δουλειές του. Την ζήλευε η Ντίνα την Ράνια για την τύχη της, την ζήλευε αφόρητα.
Έμεινε η Ντίνα στο μπαρ του ξενοδοχείου, πίνοντας καφέ. Περίμενε να δει πότε θα κατέβαινε, με ποιον. Κατέβηκε πρώτα η Ράνια, κοίταξε γύρω της, πρόλαβε η Ντίνα να βυθιστεί στο περιοδικό της πριν την δει. Πέντε λεπτά αργότερα είδε και τον Φώτη να κατεβαίνει και ξανακρύφτηκε πίσω από τις μεγάλες σελίδες… «Ώστε με τον μηχανικό του άνδρα της» σκέφθηκε η Ντίνα, «στην ηλικία της, ομορφόπαιδο, άνετος, γιατί όχι;» Τώρα την ζήλευε διπλά, και για τον σύζυγο και για τον εραστή.
Η Ντίνα πήρε μεγάλη ανταμοιβή για την εξυπηρέτηση. Πήρε κι άλλα τόσα για να μη πει πουθενά αλλού τι του είχε πει. Όσο γι’ αυτόν… την πήρε τη Ράνια και πήγαν στο κτήμα τους για το Σαββατοκύριακο, όπως της είπε, να ξεκουραστεί. Κι από τότε που έφτασαν άρχισε να πίνει και όσο έπινε, τόσο αγρίευε το μάτι του με το που έπεφτε πάνω της.
Η Ράνια κατάλαβε, δεν ήταν χαζή. Πήγε να το σκάσει, να πάρει το αυτοκίνητο, την πρόλαβε, της έκοψε το δρόμο. Σαν τρελή έτρεξε προς το πηγάδι. Εκεί που την πρόλαβε…
Ο πόνος στο στήθος του τον παρέλυσε… Η σκάλα τέλειωνε δέκα μέτρα πριν το χείλος του πηγαδιού. «Το φεγγάρι, σαν να είχε μικρύνει, σα να σκοτείνιαζε… «Μα πως ;» σκέφθηκε ενώ το άψυχο σώμα του γκρεμιζόταν κάτω, να απαντήσει το θύμα του.
Σηκώθηκε… άρχισε πάλι να ανεβαίνει, να σκέφτεται τα ίδια… Η σκάλα, πάλι τέλειωσε μακριά από τα χείλη του πηγαδιού. Πάλι το φεγγάρι γέλαγε. Ξαναγκρεμίστηκε…
Αυτό γίνεται εδώ και είκοσι χρόνια τώρα, κάθε που έχει πανσέληνο… Κανείς πια δεν πλησιάζει το πηγάδι με τη σκάλα…
του Γιώργου Παυλίδη
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ !!!!!!!!!!
“Σηκώθηκε… άρχισε πάλι να ανεβαίνει, να σκέφτεται τα ίδια… Η σκάλα, πάλι τέλειωσε μακριά από τα χείλη του πηγαδιού. Πάλι το φεγγάρι γέλαγε. Ξαναγκρεμίστηκε…
Αυτό γίνεται εδώ και είκοσι χρόνια τώρα, κάθε που έχει πανσέληνο… Κανείς πια δεν πλησιάζει το πηγάδι με τη σκάλα…”
Γιώργο μου εξαιρετικό! Τα έχει όλα! Μια τραγωδία που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την αρχή μέχρι το τέλος με μια γραφή παραστατική, δυναμική, ρέουσα! Η “των τοιούτων παθημάτων κάθαρσις” να δικαιώνει το θύμα κι ο θύτης να ταλανίζεται αέναα σε ένα μαρτύριο τανταλικό – και μ’ ένα φεγγάρι να τον περιγελά!
Τα θερμά μου συγχαρητήρια!
Πόσο χαίρομαι να σε διαβάζω Γιώργο!…και αυτή η εξαιρετικά γραμμένη τραγική ιστορία μ’ έβαλε σε σκέψεις, για τις αδικοχαμένες υπάρξεις και για τους ατιμώρητους θύτες…
Μπράβο σου!
Έχω πλήρη ταύτιση με το σχόλιο της Βάσως. Το είδα κι εγώ σαν αρχαία τραγωδία. Μόνο που εγώ σκέφτηκα τον Σίσυφο και όχι τον Τάνταλο (που είναι πιο σωστό) και οι δυο τιμωρημένοι από τους θεούς σε μια αέναη τιμωρία, όπως ο ήρωας σου, που στοίχειωσε το πηγάδι με το έγκλημα του…..
Είναι πολύ ώριμα γραμμένο, με τις απολύτως σωστές δόσεις απ’ όλα. Είναι εξαιρετικό!!!! Μπράβο σου!!!!!
«Πάλι το φεγγάρι γέλαγε. Ξαναγκρεμίστηκε…»
Γιώργο αν και άφωνος από την λαρυγγίτιδα τώρα προστέθηκε μια ακόμη αιτία για την αφωνία μου. Το πραγματικά ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ σου διήγημα. Μια ιστορία που μεστή από νοήματα, συναισθήματα, εικόνες, εξαιρετική πλοκή και κείνο το μυστήριο από το οποίο γεννιούνται οι θρύλοι. Είναι απώλεια για όλους εμάς τους φίλους σου όποτε στερούμαστε το δημιουργικό σου μυαλό. Όταν η φωνή μου επιστρέψει στα φυσιολογικά της θα σε τρελάνω στην κραυγή! «ΓΙΩΡΓΟ ΓΡΑΦΕ ΓΙΑ ΜΑΣ, ΓΙΑ ΣΕΝΑ. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ!»