Οι μαυροφορεμένες γυναίκες είχαν μιαν αύρα αλησμόνητης παιδίσκης
(Τα βλήτα ανθούσαν στο άγουρο τριαντάφυλλο)
Κι ήταν τα παιδιά που τραγουδούσαν
και μας χαρίζαν μια γλυκιά παρερμηνεία του ολεθρίου.
Ο σπόρος χάθηκε στο χυλό της μοίρας,
η μοίρα μαράθηκε στην ορμή της ακροθαλασσιάς.
Κι η ορμή, η πυγμή άγνωστο πού βρεθήκαν.
Σταφιδιάζαν οι χαρές,
ξεραίνονταν οι αστεϊσμοί,
και η ευφροσύνη του Θεού,
η πυρομανία της ζωής.
Κι ήταν τα δειλινά που με έπειθαν για το έργο Του,
κι ήταν το γέρμα της πλάσης,
που σκοτείνιαζε την πίστη μου.
Η μελαγχολία του γέρου,
ο νόστος της ίριδάς του,
κρέμαγε στα μπαλκόνια
Μια ακλόνητη κουβαρίστρα,
κλωστές από στίχους και ποιητές.
Ήταν αυτοί που ακροβατούσαν στη θηλιά του φεγγαριού,
στο βρόχο του οράματος,
γιατί κοιτάγανε τους σβώλους των ματιών.
Από τα ρούχα τους αφήνανε κλωνάρια
και ’κάναν στεφάνια οι γενιές.
Ξεροστάλιαζα στις σκιές τους
και χορεύαν η δροσιά και οι πηγές.
Ο ναύλος για την Εδέμ,
Το χαμόγελο της μητέρας,
και τα αλαργινά πλοκάμια του καημού,
που τυλιγάν τους τολμηρούς προσκυνητές,
τους αχόρταγους αδηφάγους της ήβης.
Η αιώνια τραγωδία,
η πάλη του ανθρώπου με τα θεία.
Και η βούκα του κρίνου,
που με κατέτρωγε.
Ο όφις μου ψιθύριζε, με τη ριγηλή πνοή του,
το τρεμουλιαστό του συνονθύλευμα από τα άνθη του κακού•
Κι είχα αντίσκηνό μου
ασπίδες από σακάτικες χάρες.
Οι εφτά που συνάντησα οδεύαν στο κενό,
η έκλυτη ζωή και η θεία πρόνοια,
κούφια αντιστύλια.
Χαραμιστήκαν τα αμαρτήματα,
χρεωθήκαν τη γύρη,
με αντίτιμο το βάδισμα,
το λίκνισμα στο σκοινί,
στη σχισμή,
που χωροταξικά, τουλάχιστον, θύμιζε μπαλέτο.
Και μας νάρκωνε ο λωτός,
μας ανέθρεψε ο σφυγμός.
Σώπασε κι έχει γυρίσματα ο καιρός,
αλίμονο στην πλάνη,
αλίμονο πόσα μας έταξαν με χρησμούς ροδαλούς.
Κι ο πηγαιμός, ο πλωτός,
δεν χαράχθηκε ακόμη,
κι άμα θέλησα ποτέ μου,
ήταν να λυθεί, στον κόρφο μου, ο δεσμός.
Αναδακρύζαν οι λυτρωτές,
που μας ποτίζαν κυκεώνα από νέκταρ και λάσπη.
Φοράγαν προσωπίδια,
να θάψουν τη γύμνια τους,
και συλλέγαν σπίρτα,
να κρύψουν τις θηλές τους.
Οι υγρές φλοίδες,
οι βρύσες,
που ’σταζε ο ιδρώτας μας.
Το στέρνο μας, απόκρυφο,
το ποτίζαμε το βράδυ,
το κλαδεύαμε τα πρωινά•
Κι όταν έχει πια πεθάνει,
δεν θα ησυχάσει η καρδιά.
Κι όταν έχει πια σβήσει η ιστορία,
η αβρότητα της χειραψίας,
η σκαιότητα του αισθήματος
δεν θα ’χουν σημασία.
Κι όταν αποκαλυφθεί η ασθενεία,
η θνησιγόνος μήτρα,
όταν κατευνάσει το τρίκυσμα της τόλμης,
το σθένος της νιότης,
θα αποδημήσουν η φιλοδοξία,
η υστεροφημία.
Διακατέχομαι από σειρήνες,
που μου τάζουν το συνεχές και τ’άυλο.
Μα αφήνουν δύσμορφες κηλίδες
τα φερετροποιεία
(Κι ας μην πείστηκα ακόμη).
Άλικος στοχασμός γεμάτος με εξανθήματα,
που εμπνευστήκαν οι αιώνες,
και η παγερή ανατριχίλα,
το άσμα των ναυαγισμένων ιδεών.
Σφίχθηκα στην (παρα)ποίηση,
για να μπορέσω να βαστήξω
την κλίμακα της ματαιότητας.
Η χαμερπής μάζα,
το ατετέλευτο πνεύμα,
παλεύαν με υπόβαθρο τις αυλές ενός παραδείσου ποταπού.
Σοφή προνοητικότητα να συνηθίζεις την υφή του χώματος.
Και σκνίπα, η παροδικότητα,
που μας ρούφαγε το χρώμα.
Κι αν ο αποσπερίτης είναι μακριά,
φαντάσου τον, σιμά σου,
Κι ίσως οι ρίζες της στερνής ανάγκης,
να τραβηχθούν ως πέρα.
Κι ίσως το στρυφνό κιγκλίδωμα να σπάσει,
ίσως να σκάσουν,
που δεν λυγάνε,
οι φωνές,
κι όταν θα τα ’χουμε απαρνηθεί όλα,
θα μείνουν της σκέψης οι χαραγές.
_
γράφει η Κωνσταντίνα Τσιχριντζή
0 Σχόλια