Κατάφερε λοιπόν μετά από ταξίδια, πλούτη και μάχες πολλές να φτάσει στην πηγή με το αθάνατο νερό. Σήκωσε με τα δυνατά του μπράτσα τα γυαλισμένα του όπλα στον ουρανό κι έβγαλε μια κραυγή νίκης από τα σωθικά του!
Έσκυψε λαίμαργα να πιει, μα το νερό έστρεψε πίσω. Χτυπά την σμιλεμένη πέτρα, γουρλώνει τα μάτια, βάζει τα δάχτυλά του στο άνοιγμα. Ούτε σταγόνα!Γιατί, γιατί; ρωτάει και κλωτσάει με θυμό ό,τι βρίσκει μπροστά του.
– Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; φωνάζει σκυμμένος στην πηγή.
Μόνο η ηχώ απαντούσε στην οργή του. Όταν απόκαμε κάθισε δίπλα, σαν να περίμενε η πλάση να αλλάξει γνώμη. Το απομεσήμερο να σου ένα γεροντάκι, αδύνατο, σκυφτό που έσερνε τις παντούφλες του.
– Καλώς της γης τον αντρειωμένο, λέει η πηγή.
Εκείνος χαμογελά, βγάζει ένα μεγάλο παλιό κλειδί, το βάζει στο άνοιγμα της πέτρας και ξεκλειδώνει τρεις φορές. Πλούσια πέφτει η δροσιά της πηγής στις χούφτες του, στο πρόσωπό του. Τρέχει να προλάβει να πιει κι ο μαχητής. Ούτε σταγόνα. Αρπάζει με βία το κλειδί, μα αυτό δεν υπακούει.
– Στα χέρια σου γίνεται ξένο, φίλε μου. Χρειάζεται να φέρεις το δικό σου, του λέει ο γέρος.
– Πού θα το βρω;
– Θα πας πάλι πίσω στον κόσμο. Για κάθε έναν που θυμάσαι και σου λέει η σκέψη σου « Ασυγχώρητος», θα πας και θα τον συγχωρέσεις. Ακόμα και στον τάφο του. Κι άμα τελειώσεις, πήγαινε στη λίμνη να πλυθείς. Κι αυτόν που θα δεις συγχώρα τον κι αυτόν. Τότε η λίμνη θα βγάλει από τον βυθό ένα κλειδί. Από τη μια είναι χαραγμένο το όνομά σου κι από την άλλη η λέξη γαλήνη.
Κοιτά το γεροντάκι πέρα, βάζει και την παλάμη του πάνω από τα φρύδια να δει καλύτερα και φεύγοντας του λέει:
– Κρίμα , ταξίδεψες πολύ αλλά ήρθες από λάθος δρόμο. Εσύ αποφασίζεις για τη συνέχεια.
_
γράφει η Μαίρη Χατζηαντωνίου
0 Σχόλια