τοβιβλίο.net υποδέχεται το Μάριο Καρακατσάνη και το βιβλίο του ‘Η Συμφωνία” από τις εκδόσεις Ελληνική Πρωτοβουλία.
Διαβάστε εδώ τον πρόλογο του βιβλίου το οποίο ευγενικά παραχώρησε ο συγγραφέας για τους αναγνώστες του δικτυακού τόπου τοβιβλίο.net
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
(Πρόλογος)
«Αυτός που δεν γεμίζει
τον κόσμο του με φαντάσματα,
μένει στο τέλος μόνος»
Αντόνιο Πόρτσια
Στη ζωή μου δεν υπήρξα ποτέ άδικος, δεν πλήγωσα και δεν χλεύασα ποτέ κανέναν. Αντίθετα, θα έλεγα, εγώ ήμουν πάντα το θύμα και το επίκεντρο του χλευασμού από τους δήθεν εξυπνότερους και δυνατότερους από εμένα. Από όλους αυτούς που ήθελαν να κάνουν τη φιγούρα τους στο σχολείο εις βάρος της δικιάς μου προσωπικότητας. Αλλά έμαθα να ζω μ’ αυτό. Στην αρχή έκλαιγα και χτύπαγα τους τοίχους αγανακτισμένος, αλλά μετά δεν με άγγιζε τίποτα. Κατέβαζα το κεφάλι, έσφιγγα τα λουριά της τσάντας μου κι άνοιγα το βήμα μου προσπερνώντας τους. Βέβαια άκουγα τις κοροϊδίες τους πίσω από την πλάτη μου και καμιά φορά μου πέταγαν και το άδειο τους μπουκαλάκι από νερό στο κεφάλι, αλλά όλα αυτά δεν συγκρίνονταν σε τίποτα με την σκληρή αδιαφορία σου.
Ω!!!! Συγχώρεσέ με, δε θα μπορούσες να ξέρεις. Ήσουν πολύ μικρή τότε, οπότε επέτρεψέ μου να στα τα πω όλα από την αρχή. Το όνομά μου είναι Μάρτιν και αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου. Μια ιστορία γεμάτη πόνο, κοροϊδία, αγανάκτηση, αδιαφορία, αλλά και δόξα! Μια δόξα που την πλήρωσα πάρα πολύ ακριβά.
Δεν έφταιγα όμως εγώ για όλα, άλλα όλοι αυτοί που με ανάγκασαν να τα κάνω αυτά και κυρίως εσύ! Ναι εσύ! Αν μου έριχνες έστω και μια ματιά θα ήταν όλα τόσο, μα τόσο διαφορετικά…
Όπως θα έχεις καταλάβει δεν ήμουν κι ο πιο δημοφιλής στο σχολείο. Δεν έκανα κάτι που να το προκάλεσε αυτό. Έτσι απλά και βασανιστικά ήρθε από μόνο του.
Βλέπεις από μικρός ήμουν ένα πολύ ήσυχο παιδί. Διάβαζα τα μαθήματά μου και μετά έπαιζα με τα αγαπημένα μου παιχνίδια χωρίς να ενοχλώ κανέναν. Η εμφάνισή μου όμως ήταν πολύ ιδιαίτερη και τώρα που το σκέφτομαι μάλλον αυτή τα προκάλεσε όλα. Ήμουν πάρα, μα πάρα πολύ χοντρός. Το στήθος μου ήταν λίγο μεγάλο και πάντα πεταγόταν από ό,τι μπλουζάκι κι αν φόραγα. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά είχα και κατακόκκινα μαλλιά γεμάτα μπούκλες που έκλειναν το “θεσπέσιο” σύνολο του προσώπου μου που ήταν γεμάτο φακίδες.
Γελοίος έτσι;
Χμ… Σίγουρα αυτό σκεφτόντουσαν κι όλοι αυτοί που στην πορεία έγιναν οι προσωπικοί δυνάστες μου. Όλοι αυτοί που κυριολεκτικά είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στο πως θα με ταπεινώνουν όλο και περισσότερο.
Ποτέ δε θα ξεχάσω το αστείο που σκέφτηκαν κάποιοι ‘έξυπνοι” πλακατζήδες να μου κάνουν, την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στο γυμνάσιο. Την ώρα που ανέβαινα τις σκάλες στο προαύλιο, ήρθε ένα γυμνασμένο παιδί προφανώς ο γόης του σχολείου, κι έπεσε στα γόνατα φωνάζοντας με όση δύναμη είχε:
-Ωωωω σε παρακαλώ θα με παντρευτείς; Πάντα μου άρεσαν οι γκόμενες με το τεράστιο στήθος!!!!
Και ξαφνικά ακούστηκαν γέλια από παντού. Σοκαρισμένος έβαλα τα κλάματα κι έτρεξα μέσα ντροπιασμένος προσπερνώντας τους συμμαθητές μου, αλλά και παιδιά από άλλες τάξεις που εκείνη την ώρα τακτοποιούσαν τα πράγματά τους στα ντουλάπια του διαδρόμου, γυρνώντας το κεφάλι τους καθώς με έβλεπαν να τρέχω, παρακολουθώντας με, μ’ ένα αδιάφορο βλέμμα. Όμως δε σταμάτησε εκεί. Την ώρα που έτρεχα τον άκουγα που φώναζε ακόμα πιο δυνατά:
-Εεεε πού πας; Δε μου απάντησες αγαπημένη! Μου αρέσουν και οι ευαίσθητες επίσης!!!
Ακούστηκε άλλη μια δόση χλευασμού και γέλιου αυτή τη φορά και μέσα από το σχολείο, όπου πλέον όλα τα παιδιά μαζί, με έδειχναν και γελούσαν σαν μανιακά. Ήθελα να πεθάνω εκείνη την ώρα! Γιατί δεν άνοιγε η γη να με καταπιεί;
Αυτό συνεχιζόταν κάθε μέρα! Και δεν βαριόντουσαν ποτέ να γελάνε… Μα ποτέ. Κάποιες φορές ερχόντουσαν και κορίτσια, στην αρχή κοιτώνας με δήθεν ντροπαλά και αμέσως μετά με ρώταγαν αν έχω εύκαιρο μαζί μου κανένα δεύτερο στηθόδεσμο γιατί χάλασε το κούμπωμα του δικού τους. Έπειτα έφευγαν γελώντας σαν υστερικές, αφήνοντας πίσω τους ένα σκουπίδι… Έτσι ένιωθα! Ένα άχρηστο και παραπεταμένο σκουπίδι. Με χρησιμοποιούσαν για να διασκεδάσουν και μετά με πέταγαν… Και σαν σκουπίδι που ήμουν, μου πέταγαν και τα δικά τους σκουπίδια, άδεια μπουκάλια, μασημένες τσίχλες, άδεια πακέτα από τσιγάρα…
Στην αρχή πήγαινα σπίτι μου και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πώς θα αυτοκτονήσω! Πήγαινα τα βράδια στην κουζίνα κι έπιανα ένα μαχαίρι, αλλά δεν είχα το κουράγιο, φοβόμουν τόσο πολύ… Πατέρα δεν είχα, μας είχε εγκαταλείψει εδώ και τέσσερα χρόνια, όταν ήμουν μόνο οχτώ χρονών, για μια νεότερη γυναίκα και η μητέρα μου απογοητευμένη το έριξε στο αλκοόλ που της έγινε μια αρρωστημένη συνήθεια. Δεν είχε χρόνο για εμένα, ούτε και μυαλό πια… Το μόνο που την ένοιαζε ήταν που θα βρει λεφτά για να αγοράσει το επόμενο μπουκάλι ουίσκι.
Πόσες φορές γυρνούσα από το σχολείο και δεν έβρισκα τίποτα για να φάω αφού είχε ξοδέψει όλα της τα χρήματα στη γειτονική μας κάβα. Πόσες φορές το σπίτι, αλλά και η ίδια, μύριζε μια έντονη ξινίλα που σου τρύπαγε τα ρουθούνια με το που άνοιγες την πόρτα του σπιτιού, το οποίο δε θύμιζε σε τίποτα το κάποτε καθαρό σπιτικό μου. Τώρα παντού υπήρχαν πεταμένα ρούχα και αντικείμενα που μόνο στη σωστή τους θέση δεν ήταν, ενώ οι μοκέτες και οι κουρτίνες είχαν πάρει μια απόχρωση γκριζοκίτρινη που σε δυσκόλευε έστω και να φανταστείς ποιο ήταν το φυσιολογικό τους χρώμα. Χειρότερα από το σπίτι ήταν η μητέρα μου. Τα μάτια της ήταν θαμπά και συνήθως κόκκινα από το αλκοόλ, το δέρμα της ωχρό και το πρόσωπό της είχε γεμίσει απότομα, ένα χρόνο μετά που έφυγε ο πατέρας μου, με βαθιές ρυτίδες, σχεδόν σαν χαρακιές. Τα άλλοτε υπέροχα μεταξένια μαλλιά της, τώρα είχαν γίνει θαμπά και σκληρά, βρώμαγαν και κολλούσαν μεταξύ τους.
Και αφού κανείς δεν την έπαιρνε στη δουλειά του έτσι όπως είχε καταντήσει, δυστυχώς η ντροπή μου έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν σύντομα διαπίστωσα τον τρόπο που τελικά βρήκε για να βγάζει λεφτά. Πουλούσε το κορμί της, αδιαφορώντας όχι μόνο για εμένα, αλλά και για το ίδιο της το σώμα, σαν να μην της ανήκε πια. Πόσες φορές την είχα δει πίσω από τη μισάνοικτη πόρτα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι που κάποτε μοιραζόταν με τον πατέρα μου, με έναν αηδιαστικό τύπο από πάνω της που βογκούσε σαν γουρούνι και εκείνη κοιτούσε το ταβάνι με ψυχρό βλέμμα χωρίς να βγάζει άχνα, με το σώμα της παραδομένο απλά να τραντάζεται, σαν να ήταν πεθαμένη και το μόνο που την έκανε να δείχνει ζωντανή ήταν κάποιες στιγμές που έσφιγγε το λαιμό από ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι βότκας που ένωνε με το ψυχρό γυαλί του το πάτωμα με το χέρι της.
Βλέποντας τόσους άντρες να μπαινοβγαίνουν μέσα στο σπίτι μας ήθελα να τους φωνάξω να ξεκουμπιστούν γρήγορα από εδώ μέσα. Κάποιοι μάλιστα, φεύγοντας, έκλειναν την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και ερχόντουσαν προς το μέρος μου χαϊδεύοντάς μου το πρόσωπο και κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι, κάνοντάς με να αποτραβιέμαι κάθε φορά αηδιασμένος.
Τους σιχαινόμουν! Τους σιχαινόμουν όλους τους! Αλλά τα ανεχόμουν όλα. Έπρεπε να φροντίσω τη μάνα μου! Όταν έφευγαν όλοι αυτοί, η μοναξιά της ήταν βαριά για να την αντέξει. Έπινε τόσο πολύ που όταν πήγαινε να σηκωθεί, ακόμα και για να πάει στην τουαλέτα, έπεφτε κάτω και χτυπούσε άσχημα. Αν δεν ήμουν εγώ εκεί να φωνάζω κάποιον να την μεταφέρει στο νοσοκομείο θα πέθαινε από αιμορραγία. Με χρειαζόταν, με είχε ανάγκη. Εγώ δεν είχα κανέναν όμως… ΚΑΝΕΝΑΝ.
Μέχρι που μετακόμισαν δίπλα μας οι νέοι μας γείτονες με την κόρη τους, εσένα. Ήσουν το ηλιοβασίλεμα στο μαύρο μου κόσμο! Μια ζεστή ηλιαχτίδα στην παγωμένη μου καρδιά. Όταν σε πρωτοείδα, την ώρα που έβγαινες από το αμάξι με τα κοντά μαύρα μαλλάκια σου, το ροζ αέρινο φουστανάκι σου να ανεμίζει σε κάθε σου βήμα, κρατώντας μια μικρή χάρτινη κούτα γεμάτη ως πάνω με πράγματά σου, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν ότι αυτό το κορίτσι εγώ μια μέρα θα το παντρευτώ!!!
Όμως οι καλοθελητές της γειτονιάς μας φρόντισαν αμέσως να κατατοπίσουν τους νέους μας γείτονες για το ποιους έχουν δίπλα τους, για την πουτάνα μάνα με το “καθυστερημένο” παιδί της, που κάποια στιγμή έπρεπε να το πάρει κάποιος συγγενής ή η πρόνοια για να γλυτώσει από αυτήν.
Όλα τα ήξερα κι όλα τα άκουγα… Όχι ότι ήταν και διακριτικοί βέβαια. Τα έλεγαν ανενόχλητοι όπου και αν βρισκόντουσαν νομίζοντας ότι εγώ δεν τους άκουγα ή δεν έδινα σημασία. Μα και άκουγα και σημασία έδινα… Αυτοί προφανώς αδιαφορούσαν!
Έτσι λοιπόν μικρή μου Αφροδίτη, δε μου έδινες ποτέ σημασία. Όποτε με συναντούσες στο δρόμο άλλαζες πεζοδρόμιο. Αργότερα στο σχολείο έγινες κι εσύ μέρος όλων αυτών που με κορόιδευαν. Αλλά ποτέ δεν πονούσα από τις δικές σου πράξεις! Έμαθα να ζω με όλα τα συναισθήματα των ανθρώπων και το μίσος σου, Αφροδίτη, ήταν ένα συναίσθημα δικό σου προς εμένα. Και αυτό το συναίσθημα δεν μπορούσε κανείς να μου το πάρει. Ήταν όλο δικό μου! Ανήκα στην καρδιά σου έστω και με τη μορφή του μίσους και της κοροϊδίας. Ήξερα πως κάποια μέρα αυτό θα κατάφερνα να σου το αλλάξω. Θα έκανα τα πάντα για να σου το αλλάξω! Με κάθε τίμημα…
Τα παιδικά μου χρόνια εκείνη την εποχή συνεχίστηκαν χωρίς καμία αλλαγή. Μεγάλωνα σαν το καθυστερημένο παιδί μιας αλκοολικής πουτάνας, μέχρι που η πουτάνα αυτή πέθανε… Δε θα ξεχάσω αυτή τη μέρα ποτέ! Γύρισα σπίτι, αλλά εκτός από τη συνηθισμένη ανακατωσούρα και ξινίλα, κάτι δεν πήγαινε καλά. Συνήθως η μαμά μου ήταν χυμένη στον καναπέ, ήδη ζαλισμένη από τα πρωινά της πιόματα τέτοια ώρα. Τη φώναξα αλλά δεν πήρα καμία απάντηση και ξεκινώντας να την ψάξω στο σπίτι, τη βρήκα λιπόθυμη δίπλα στην μπανιέρα, με το ουίσκι χυμένο γύρω της ανακατεμένο με τα γυαλιά από το σπασμένο μπουκάλι… Αυτή τη φορά δε σε είχα προλάβει μαμά… Δεν ήσουν λιπόθυμη. Μόλις έφτασε το ασθενοφόρο επιβεβαίωσε πως ήσουν ώρες νεκρή! Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Ξαφνικά έχασα και το μόνο άνθρωπο που ήταν δικός μου… Μου πήρε αρκετό καιρό να συνέλθω ψυχολογικά. Σκεφτόμουν πως, ευτυχώς, μόλις είχα ενηλικιωθεί και γλίτωσα το ορφανοτροφείο, αν και υπήρξαν πάρα πολλές φορές στο παρελθόν που ευχόμουν να έρθει κάποιος και να με πάρει μακριά από όλους. Το ευχόμουν μέχρι που μπήκε στη ζωή μου η Αφροδίτη… Εσύ…
Ως έφηβος δεν εκμεταλλεύτηκα ποτέ το ότι είχα δυναμώσει αρκετά. Πλέον το ύψος μου πλησίαζε το 1.90 και το παχουλό σώμα μου, αν και σχετικά πλαδαρό, είχε μία σχεδόν αφύσικη ένταση και νεύρο για κάποιον αγύμναστο σαν εμένα, που σε συνδυασμό με τον όγκο μου, με έκαναν αρκετά δυνατό. Δεν μου άρεσε όμως η βία. Πάντα πίστευα πως το να εκμεταλλεύεσαι τη σωματική σου υπεροχή έναντι ενός αδύναμου είναι το λιγότερο δειλία.
Το να χάσω βάρος δυστυχώς δεν το κατάφερα, μιας και το φαγητό ήταν η μόνη μου παρέα. Καθόμουν στη σκοτεινή κουζίνα μας και πολλές φορές μιλούσα μόνος μου. Καμιά φορά σε μια ακρούλα έβλεπα και τη μητέρα μου να μου χαμογελά, αλλά μόλις της άπλωνα το χέρι εκείνη εξαφανιζόταν. Μου έλειπε, μου έλειπε πάρα πολύ. Μόνο τότε κατάφερα να την καταλάβω και να τη συγχωρέσω. Εκείνη την εποχή πήρα μια γεύση από τη ζωή της. Την ένιωσα, βίωσα τον πόνο της και την ερημιά της. Τότε κατάλαβα γιατί οδηγήθηκε εκεί που οδηγήθηκε. Μια μοναχική ψυχή είναι ικανή για όλα! Η απόρριψη του πατέρα μου την καταρράκωσε, δεν μπορούσε να ζήσει άλλο μόνη της και για αυτό κατάντησε έτσι όπως κατάντησε. Τώρα πλέον ξέρω και τη συγχωρώ…
-Με ακούς μανούλα; ΣΕ ΣΥΓΧΩΡΩ…
Μέσα μου νιώθω μια άσβεστη φλόγα να με κατατρώει. Θέλω όλη αυτή η αδικία που βίωσα, όχι μόνο εγώ αλλά και η μητέρα μου, να σβηστεί μια για πάντα. Να καθαρίσω το όνομά μας απ’ τη βρωμιά και τη λάσπη που το κατατρέχει. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει τι πέρασα εγώ ή η μητέρα μου. Αυτή η “πουτάνα” που τόσο εύκολα της έδωσαν αυτόν το τίτλο. Και αν ποτέ συναντήσω τον πατέρα μου θα τον φτύσω κατάμουτρα για τη μιζέρια που μας χάρισε τόσο απερίσκεπτα μ’ αυτή την πράξη του. Αδιαφόρησε για τη μητέρα μου, αδιαφόρησε και για εμένα. Όλα αυτά τα χρόνια ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του δε θέλησε ποτέ να μας δει. Και καλά τη μητέρα μου… Μπορώ να το καταλάβω… Τη βαρέθηκε. Αλλά εμένα; Τον ίδιο του τον γιο; Τι έφταιξα εγώ;
Μα τι λέω… Ποιος άνθρωπος με αγάπησε εμένα για να με αγαπήσει κι ο πατέρας μου; Απλά καμιά φορά με πιάνει το παράπονο και ξεγελιέμαι, πως είμαι και εγώ άνθρωπος! Αλλά δεν είμαι… Είμαι ένα σκουπίδι και τίποτε παραπάνω…
Κάποτε σου είχα γράψει ένα ποίημα Αφροδίτη σε μια στιγμή απελπισίας. Σε είχα τόσο πολύ ανάγκη…
Νιώθω μόνος κι έρημος,
θέλω να πεθάνω αν δεν έχω πεθάνει,
ούτε φίλους, ούτε ζωή,
θέλω να πεθάνω και ξέρεις εσύ το γιατί.
Το σώμα μου πεταμένο στον ουρανό
να το τρώνε τα άστρα και η σελήνη.
Ναι, θέλω να πεθάνω αν δεν έχω ήδη πεθάνει,
η ζωή με καίει, ο θάνατος με γαληνεύει,
έχω βαρεθεί τον κόσμο κι αυτός εμένα,
θέλω να πεθάνω αν δεν έχω ήδη πεθάνει
και θα φταις εσύ.
Πίστευα πως θα σε άγγιζε, θα σε συγκινούσε. Αλλά για μια ακόμη φορά ξεγελάστηκα. Και πώς θα ήταν δυνατόν; Εσύ ήσουν μια πάρα πολύ όμορφη κοπέλα με τεράστιο κοινωνικό κύκλο, η οποία συνέχιζε τις σπουδές της μετά το λύκειο. Τι δουλειά είχες με εμένα, τον χοντρό άσχημο και ουσιαστικά αγράμματο φακιδομούρη;
Τα βράδια σε έβλεπα κρυφά, πίσω από τις κουρτίνες του δωματίου μου σαν φάντασμα, να γυρνάς από τις βόλτες σου γελώντας δυνατά, βγαίνοντας κάθε φορά και από διαφορετικό αμάξι.
Κάποιες φορές κοίταζες προς το παράθυρό μου και σαν να ήξερες πως σε έβλεπα, χαμογελούσες ειρωνικά κι έφευγες βιαστικά. Έκλεινες τη βαριά πόρτα του σπιτιού πίσω σου αφήνοντάς με μόνο, να κοιτάζω ακόμα το κενό. Ένα κενό που όμοιό του είχε μόνο η ψυχή μου. Μια ψυχή που φλεγόταν από ένα ανεκπλήρωτο πάθος και μια αγάπη δίχως αντίκρισμα για σένα. Ήθελα τόσα πολλά να σου προσφέρω… Μα τόσα πολλά…
Το ποίημα το είχα βάλει μέσα σε ένα φάκελο και το είχα αφήσει έξω από την πόρτα του σπιτιού σου, με το όνομά σου γραμμένο απ’ έξω. Την επόμενη μέρα βρήκα και στη δικιά μου πόρτα ένα φάκελο που έγραφε “Μάρτιν”. Τον άνοιξα με λαχτάρα για να διαπιστώσω πως μέσα είχε το ποίημά μου σκισμένο σε δεκάδες κομματάκια. Το γύρισα ανάποδα και σαν βαρύς, θλιμμένος χειμώνας, το άφησα να πέσει στα πόδια μου σαν χιόνι. Μάζεψα όλα τα κομμάτια και τα πήρα μέσα στο σπίτι. Έκατσα με όση υπομονή είχα και τα συνέδεσα ξανά μεταξύ τους με κόλλα πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί. Όταν το τελείωσα, το κοίταζα και μου θύμιζε εμένα. Ένα πληγωμένο κομμάτι ψυχής γεμάτο με χιλιάδες ράμματα.
Ως ενήλικας πια, κι αφού δεν είχα κανένα εφόδιο, οικονομικό και βαθμολογικό, αλλά και χωρίς καθαρό μυαλό μετά το θάνατο της μητέρας μου δεν με απασχόλησαν οι όποιες σπουδές. Αντιθέτως, έκανα διάφορες δουλειές όπου έβρισκα. Μπορεί να μην συνέχισα το σχολείο αλλά τα χέρια μου τα δούλευα καλά! Μπορούσα να βάψω, να επισκευάσω παλιά υδραυλικά, παλιές ξύλινες σκεπές και γενικά να κάνω πάσης φύσεως μερεμέτια. Με φώναζαν αρκετοί γείτονες όχι τόσο για να με στηρίξουν οικονομικά, αλλά για να με εκμεταλλευτούν όσο μπορούσαν δίνοντάς μου ένα κομμάτι ψωμί. Αλλά δε με ένοιαζε, μου αρκούσε ότι μπορούσα να ζήσω, ότι επιβίωνα. Πάντα με το χαμόγελο στα χείλη και με όση ευγένεια μπορούσα να έχω. Δεν έλεγα ποτέ όχι.
Ώσπου μια μέρα με κάλεσαν οι γονείς σου. Σας είχε χαλάσει μου είπαν ο σωλήνας του μπάνιου και είχατε γεμίσει νερά. Είχαν ακούσει από τη γειτονιά πως ήμουν ο πιο κατάλληλος για αυτό. Ακόμα θυμάμαι τον πρώτο μας διάλογο…
-Καλημέρα Μάρτιν, μου είπε η κυρία Ρόουζ, η μητέρα σου Αφροδίτη.
Εγώ εκείνη την ώρα ήμουν σκυμμένος και καθάριζα το μικρό κηπάκο που είχαμε από τα αγριόχορτα. Γύρω μου υπήρχε η συνηθισμένη ησυχία, που καμιά φορά την έσπαγαν τα αμάξια με τις δυνατές τους κόρνες ή το γάβγισμα κάποιου σκύλου αν πέρναγε από μπροστά του κάποιος άγνωστος. Βλέποντας την σκιά της να με καλύπτει, αιφνιδιασμένος αναπήδησα, γύρισα και την κοίταξα.
-Κα… Καλημέρα κυρία Ρόουζ!
Της απάντησα προσπαθώντας να καταπιώ τον κόμπο που ένιωσα εκείνη την ώρα στο λαιμό μου.
-Ξέρεις… Μου είπαν ότι ασχολείσαι με διάφορες μικροδουλειές και επειδή έχω ένα μικρό προβληματάκι θα ήθελα να του ρίξεις μια ματιά, με το αζημίωτο βέβαια…
-Ναι, ναι… Φυσικά! Να πλύνω τα χέρια μου κι έρχομαι αμέσως!
-Εντάξει λοιπόν, θα σε περιμένω. Μόλις είσαι έτοιμος χτύπα μου το κουδούνι, ναι;
Μου αποκρίθηκε με μια προσποιητή καλοσύνη, αλλά σιγά μην έδινα σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες! Αυτό που είχε σημασία για εμένα ήταν ότι θα έμπαινα για λίγο στον κόσμο το δικό σου, σε έναν απόμακρο και απροσπέλαστο για εμένα κόσμο ή τουλάχιστον απόμακρο ως τώρα, έστω και προσποιητά, ήταν μια καλή αρχή. Θα έβλεπες ότι κάτι μπορώ να κάνω και εγώ. Πως είμαι χρήσιμος. Και ίσως αυτό άρχιζε να σου αλλάζει την εικόνα που είχες για μένα. Με ένα νεύμα του κεφαλιού μου κι ένα χαμόγελο, συμφώνησα μαζί της, κι η μητέρα σου γύρισε στην αυλή σας.
Έτσι λοιπόν, τρέχοντας πήγα και πλύθηκα, φόρεσα ένα καλύτερο παντελόνι και χτένισα όσο μπορούσα καλύτερα τις ηλίθιες απείθαρχες μπούκλες στα μαλλιά μου.
Σε πέντε λεπτά ήμουν εκεί. Η μητέρα σου είχε μπει μέσα κι έτσι χτύπησα το κουδούνι, το οποίο όσο δυνατό και να ήταν δε θα μπορούσε να καλύψει με τίποτα τον παλμό της καρδιάς μου που σφυροκοπούσε σαν τρελή από το άγχος και την αγωνία. Ήδη είχα αρχίσει να ιδρώνω και ταυτόχρονα να κρυώνω.
Με το ίδιο προσποιητό γέλιο μου άνοιξε την πόρτα η κυρία Ρόουζ. Εγώ σαστισμένος καθόμουν και την κοίταζα με ένα χαζό χαμόγελο στα χείλη.
-Έλα πέρασε μέσα, μην ντρέπεσαι Μάρτιν! Δε θα σε φάμε, μου είπε ελαφρώς αστειευόμενη χαμογελώντας, παραμερίζοντας λίγο για να περάσω, κάνοντας συγχρόνως μια ευγενική χειρονομία με το χέρι της, δείχνοντάς μου το εσωτερικό του σπιτιού.
-Ναι… Όχι…. Δεν… Συγχωρέστε με. Είμαι λιγάκι αγχωμένος… Ε… Κουρασμένος…
Προσπάθησα να δικαιολογηθώ ξέροντας πως πρέπει να της είχα φανεί πολύ χαζός εκείνη την ώρα. Μην ξέροντας τι άλλο να πω έσφιξα τα δόντια και πέρασα μέσα. Ο πατέρας σου καθόταν με την πλάτη του απέναντί μου στον καναπέ του σαλονιού, διαβάζοντας την εφημερίδα του σταυροπόδι και δίπλα του σε ένα μικρό ξύλινο τραπεζάκι δεξιά του είχε μια κούπα καφέ που ακόμα άχνιζε. Δε γύρισε καν να με κοιτάξει. Δεν μου έδωσε καμία σημασία. Στεκόμουν αμήχανα στην είσοδο κοιτάζοντάς τον, μέχρι που άκουσα την πόρτα να κλείνει αργά πίσω μου από τη μητέρα σου. Μου θύμισε για λίγο το δικό μου πατέρα, έτσι καθόταν και εκείνος τις Κυριακές διαβάζοντας την εφημερίδα του και όταν με έβλεπε μπροστά του να τον κοιτάζω τρίβοντας τα μάτια μου αγουροξυπνημένος, την άφηνε κάτω και άνοιγε τα χέρια του να με πάρει αγκαλιά λέγοντάς μου «Καλημέρα, έλα εδώ υπναρά μου!» Αλλά όλα αυτά ανήκαν πλέον στο παρελθόν…
-Καλησπέρα σας…
Χαιρέτησα αμήχανα κουνώντας ελαφρά το κεφάλι μου προς τα εμπρός, αλλά δεν πήρα καμία απάντηση. Ήμουν σαν αόρατος. Ο μόνος άνθρωπος που με έβλεπε ήταν η μητέρα σου.
-Από εδώ Μάρτιν, ακολούθησέ με, μου είπε η κυρία Ρόουζ σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Ανεβήκαμε τις σκάλες που οδηγούσαν στον επάνω όροφο και με πήγε προς το μπάνιο.
-Εδώ είναι ο ¨ασθενής¨ μας! Έχω κλείσει τις βάνες γιατί είχαμε πλημυρίσει… Θες να τις ανοίξω να δεις από πού τρέχει;
-Όχι, όχι… Η ζημιά σας είναι πάρα πολύ απλή, ένα δακτυλίδι έχει ξεβιδωθεί τελείως από την ένωση του σωλήνα και έχει πέσει στη βάση του… Σε λίγα λεπτά θα έχει διορθωθεί η βλάβη!
Εγώ όμως είχα το νου μου αλλού… Σε εσένα… Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή σε κάθε θόρυβο που άκουγα. Νόμιζα πως θα εμφανιστείς ξαφνικά από κάπου…
Ξεκίνησα τη δουλειά μου, πάντα υπό την επίβλεψη της κυρίας Ρόουζ πάνω από το κεφάλι μου, προφανώς γιατί θα φοβόταν μην της κλέψω τίποτα. Ώσπου ξαφνικά άκουσα τη φωνή σου από τις σκάλες να με πλησιάζει…
-Καλησπέρα μανούλα! Τι κάνεις εδώ;
-Φώναξα το γείτονά μας, τον Μάρτιν, να μας φτιάξει τη ζημιά στο μπάνιο. Τον θυμάσαι έτσι; Πηγαίνατε μαζί σχολείο…
Σου μιλούσε με λίγο προσποιητό ύφος και καλά σαν να μην ήξερε πως μου φερόταν η κόρη της όταν συναντιόμασταν στο σχολείο. Πόσο γελοίοι είναι οι άνθρωποι όταν έχουν την ανάγκη σου…
-Μα φυσικά και τον θυμάμαι! Γεια σου Μάρτιν, τι κάνεις; Είπες με εύθυμη φωνή χαμογελώντας.
Αν και ήξερα ότι η ευγένειά σου ήταν άλλο ένα παιχνίδι για εσένα, εγώ ένιωσα σαν να έχανα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Μου έπεσαν τα εργαλεία από τα χέρια που εκείνη την ώρα έτρεμαν από αμηχανία χωρίς να μπορώ να τα ελέγξω. Για άλλη μια φορά χαμογέλασες κοιτώντας με στα μάτια, γύρισες κι έφυγες.
-Είσαι καλά Μάρτιν; Mε ρώτησε η κυρία Ρόουζ.
-Ναι, ναι μια χαρά… Είπα αδιάφορα…
Και πιάνοντας ξανά τα εργαλεία συνέχισα τη δουλειά μου προσπαθώντας να συγκεντρωθώ. Αλλά δεν μπορούσα, ήταν αδύνατο να δουλέψω ξέροντας ότι βρισκόμουν στον ίδιο χώρο με εσένα. Σε άκουγα που μιλούσες στο τηλέφωνο με τις φίλες σου και λαχταρούσα να ήμουν κάποτε και εγώ ένας από τους φίλους σου που θα μιλούσες έτσι. Όνειρα, όνειρα ενός μικρού σκουπιδιού που κάποτε θέλησε να κοιτάξει τον ήλιο… Εσένα.
-Είμαστε έτοιμοι κυρία Ρόουζ. Ανοίξτε τις βάνες να δούμε τι κάναμε.
-Αφροδίτη! Κατέβα κάτω σε παρακαλώ και άνοιξε τις βάνες που έχουμε κάτω από την κουζίνα.
Εσύ δεν απάντησες και η μητέρα σου πλέον ανεβάζοντας τον τόνο της φώναξε:
-Έλα λοιπόν μην αργείς… Αμάν πια με αυτά τα τηλέφωνα…
-Καλά βρε μάνα, μια φορά να μη φωνάξεις και να με κάνεις ρεζίλι στους φίλους μου, καημό το έχω. Τι νομίζεις, ότι δε σε ακούνε επειδή είναι πίσω από ένα τηλέφωνο; Πάω…
Και κατέβηκες κάτω ρίχνοντάς μου μια λοξή ματιά σαν να έφταιγα εγώ που σου φώναξε…
-Τις άνοιξα, ακούστηκε η φωνή σου από κάτω.
Έριξε μια ματιά η κυρία Ρόουζ για να βεβαιωθεί πως δεν τρέχει τίποτα και μόλις με είδε να σηκώνομαι συμμαζεύοντας και τους σωλήνες να μην τρέχουν, ευχαριστημένη μου είπε:
-Είσαι καταπληκτικός Μάρτιν! Μπράβο! Θα σε ξαναφωνάξω αν προκύψει τίποτε άλλο, καμιά άλλη βλάβη! Έλα κάτω μαζί μου να σε πληρώσω.
Την ώρα που κατεβαίναμε προς το ισόγειο εσύ ανέβαινες, με αργά βήματα και το κεφάλι ελαφρώς σκυμμένο προς τα κάτω, έπιανες με το δεξί σου χέρι τη γυαλισμένη ξύλινη κουπαστή της σκάλας αφήνοντάς το να γλιστράει απαλά πάνω της. Κι εκεί, τα σώματά μας για λίγο αντάμωσαν. Το χέρι σου άγγιξε για λίγο το δικό μου κι ο χρόνος σταμάτησε εκεί!!! Έκλεισα τα μάτια και σαν υπνωτισμένος από το άρωμά σου ένιωσα τα πόδια μου να λυγίζουν. Χιλιάδες βολτ με σφυροκόπησαν ανελέητα κάνοντάς με να νιώσω ζωντανός. Άνοιξα τα μάτια και σε είδα να με κοιτάζεις γεμάτη αηδία. Μπορεί να είχες και δίκιο. Τι δουλειά είχε ένα σκουπίδι ανάμεσά σας; Όμως ξέρεις… Καμιά φορά και τα σκουπίδια μπορούν να ονειρευτούν… Αλήθεια… Το ξέρεις; Στο έμαθε ποτέ κανείς;
Αφού πήρα την αμοιβή μου έφυγα όπως μπήκα… Σαν φάντασμα…
Πηγαίνοντας σπίτι μου το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να μυρίσω το χέρι μου που είχε ακόμα το άρωμά σου. Το έκανα όλη την ώρα προσπαθώντας να σε χορτάσω πριν εξαφανιστεί από πάνω μου. Ήταν το μόνο που είχα από εσένα. Έκατσα στον παλιό καναπέ μας που κάποτε η μητέρα μου διάβαζε παραμύθια και με νανούριζε.
-Μου λείπεις μανούλα, το ξέρεις; Μονολόγησα χαϊδεύοντας το χέρι που είχες ακουμπήσει…
Ένιωθα τόση μοναξιά μέσα μου. Έβλεπα τους ανθρώπους τριγύρω μου να γελάνε και να περνάνε καλά, και αναρωτιόμουν εγώ γιατί δεν μπορούσα να βρω την ευτυχία; Μου είχε πει κάποτε η μητέρα μου πως όλοι οι άνθρωποι σε αυτή τη γη έχουν ένα ταίρι και αργά ή γρήγορα θα συναντηθούν! Πού ήταν το δικό μου; Τι έπρεπε να κάνω; Αυτό μανούλα ποτέ δε μου το είπες…
Αντίθετα έφυγες και με άφησες μόνο και ντροπιασμένο. Και για όλα φταίει αυτός… Ο πατέρας μου που μας εγκατέλειψε δίχως να νοιαστεί τι θα απογίνουμε.
Όλα αυτά θέλω να αλλάξω! Να ξεπλύνω την ντροπή από πάνω μας και να σε κάνω περήφανη. Να δει ο κόσμος την πραγματική μου αξία! Να δουν πόσο λάθος έκαναν… Πόσο με αδίκησαν…
Και να κάνω την Αφροδίτη δική μου… Να της προσφέρω ό,τι εγώ στερήθηκα…
Αγάπη…
Τις ημέρες αυτές δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Σε σκεφτόμουν συνέχεια, το άρωμά σου, που πλέον άνηκε στο παρελθόν, τη φωνή σου, το βλέμμα σου. Ήθελα τόσο πολύ να σε ξαναπλησιάσω… Μα ήξερα ποιος ήμουν και που άνηκα και ποια ήσουν εσύ, μια κοπέλα μεγαλωμένη σε έναν τέλεια πλασμένο, σχεδόν μαγικό κόσμο!
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό κατέβηκα στο κέντρο να ψωνίσω ορισμένα τρόφιμα που μου έλειπαν. Χάζευα τον κόσμο τριγύρω που περπατούσε ανέμελος, δίχως προβλήματα, δίχως σκοτούρες. Νεαρά ζευγάρια να περπατάνε χεράκι – χεράκι και να χαμογελάνε ευτυχισμένα. Τους ζήλευα, δεν μπορώ να το αρνηθώ αλλά ήξερα πως κάποτε θα φτάσει και η δική μου σειρά. Εκεί που περπατούσα αφηρημένος, σκόνταψα πάνω σε ένα νεαρό πετώντας του το αναψυκτικό κάτω.
-Ωωω… Συγνώμη κύριε δεν το έκανα επίτηδες! Θα σας πληρώσω το αναψυκτικό…
-Ρε στραβάδι δε βλέπεις που πας; Μου απάντησε με θυμό και συνέχισε…
-Μα για μια στιγμή, εσένα κάπου σε ξέρω… Είσαι ο ηλίθιος ο Μάρτιν! Ναι, βέβαια, αυτός είσαι! Σε θυμάμαι! Είχες έρθει στο σχολείο μας μικρός με τα κουνιστά βυζάκια σου!!! Χα χα χα χα χα δεν άλλαξες καθόλου!
Και με μια απότομη κίνηση άπλωσε το χέρι του και μου τσίμπησε με δύναμη το στήθος, κάνοντάς με να βγάλω μια δυνατή στριγγλιά πόνου.
-Ηλίθιος ήσουν μικρός, ηλίθιος παρέμεινες και μεγάλος… Άντε πέσε τα λεφτά για τη ζημιά που μου έκανες πριν αλλάξω γνώμη και σε κάνω τόπι στο ξύλο χοντρούλη…
-Ναι βέβαια… Ορίστε… Δεν το ήθελα…
-Καλά, καλά… Άντε πέσε το χρήμα και μη σε ξανά δω μπροστά μου, βλάκα.
Και φεύγοντας, την ώρα που του γύρισα την πλάτη, έσκυψε και μου πέταξε το χάρτινο κουτάκι του αναψυκτικού επάνω μου, που αφού χτύπησε στην πλάτη μου έπεσε ξανά κάτω.
-E! Για να μην ξεχνιόμαστε, είπε φωνάζοντας και ξέσπασε σε γέλια φεύγοντας.
Αδιαφορώντας, έκανα αυτό που είχα μάθει να κάνω πάντα, άνοιξα το βήμα μου και απομακρύνθηκα. Ένιωθα να με κοιτά ο κόσμος περίεργα, να αναρωτιέται για εμένα και τη δειλή αντίδρασή μου, αλλά πολύ γρήγορα με ξέχασε και συνέχισε να κοιτά τη δουλειά του.
Ξαφνικά άκουσα μια φωνή να με φωνάζει.
-Εεεε Μάρτιν!
Γύρισα και καθώς έψαχνα με το βλέμμα μου να δω ποιος με φώναζε, είδα μια παρέα πέντε – έξι ατόμων να κάθεται στην απέναντι καφετέρια και ανάμεσά τους να κάθεσαι εσύ. Το θυμάσαι; Εγώ το θυμάμαι σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα…
-Έλα εδώ!
Μου φώναξαν γνέφοντας με τα χέρια τους, ενώ εσύ απλά χαμογελούσες, όπως πάντα. Στην αρχή δίστασα αλλά μετά χωρίς να το σκεφτώ άλλο σας πλησίασα.
-Έλα κάτσε μαζί μας!
Και μου τράβηξαν μια καρέκλα από το διπλανό τραπέζι για να καθίσω.
-Ε άσε πια αυτά που κρατάς! Μη φοβάσαι δε στα τρώμε! Αλήθεια τι είναι;
Και πριν προλάβω να αντιδράσω μου άρπαξαν τη σακούλα από τα χέρια τσαλακώνοντάς τη με τη δύναμη που την κρατούσαν και σκίζοντάς την σκόρπισαν ό,τι είχα ψωνίσει πάνω στο τραπέζι.
-Μα τι είναι αυτά; Το σκύλο σου θα ταΐσεις; Όλο κονσέρβες είναι!
Και μετά άρχισαν κοροϊδευτικά να μου γαβγίζουν μπροστά στη μούρη μου και ξέσπασαν όλοι σε γέλια. Σας είχε φανεί πολύ αστείο… Σηκώθηκα ταπεινωμένος για άλλη μια φορά βλέποντας ολόκληρη την καφετέρια να με κοιτά κλεφτά και να κρυφογελά.
-Είπαμε κάτσε μαζί μας!
Μου φώναξαν αυτή τη φορά επιτακτικά και αφού σηκώθηκαν όρθιοι, ο πιο κοντινός μου με έπιασε από τον ώμο και με κατέβασε βίαια στην καρέκλα μου.
-Τι έγινε χοντρούλη μας σνομπάρεις; Δε γουστάρεις την παρέα μας;
-Τι θέλετε από εμένα; Δε σας πείραξα… Δε σας ενόχλησα ποτέ…
-Ω έλα Μάρτιν! Μην το παίρνεις έτσι κατάκαρδα! Εμείς μια πλάκα κάναμε! Αυτό είναι όλο. Εμείς θέλουμε απλά να γνωριστούμε! Έλα, χαλάρωσε… Τι θα πιεις;
-Τίποτα… Δε θέλω τίποτα… Αφήστε με μόνο να φύγω…
-Αρχίζεις και μας εκνευρίζεις, το ξέρεις; Και πίστεψέ με δεν το θέλεις αυτό, είπε ο ακριβώς διπλανός μου, κοιτώντας ειρωνικά τους υπόλοιπους.
-Λοιπόν τι θα πιεις;
-Λίγο νερό, αυτό θέλω μόνο…
-Νερό! Ε όχι δα! Ε φιλαράκι φέρε μας μια μπύρα, φώναξε στο σερβιτόρο, ο οποίος δεν άργησε πάνω από δύο λεπτά.
-Ορίστε, αυτό θα πιεις! Σαν άντρας που είσαι! Άκου… Νερό! Άντε γεια μας!
Και αφού μου γέμισαν το ποτήρι μέχρι επάνω, σήκωσαν τα ποτήρια τους στον αέρα, κοιτάζοντάς με, με την άκρη του ματιού τους. Σήκωσα και εγώ το δικό μου και το έβαλα στο στόμα μου. Μα πριν προλάβω να πιω την πρώτη γουλιά, μου έχυσαν όλοι τους τα ποτήρια που κρατούσαν στο πρόσωπο, ξεσπώντας σε υστερικά γέλια. Ένιωθα τον κόσμο γύρω μου να γυρνάει το βλέμμα πάνω μου ακούγοντας τα ξαφνικά, δυνατά γέλια τους.
-Ε! Μάρτιν έχουμε και μια απορία! Ξέρεις πόσο παίρνουν οι πουτάνες; Εσύ πρέπει να τα ξέρεις αυτά, έτσι δεν είναι; Κρίμα που δε ζει η μάνα σου. Είχαμε ακούσει τα καλύτερα για αυτήν!!!!
Και ξέσπασαν σε νέα γέλια, μαζί τους και εσύ. Σε κοίταξα και σπρώχνοντας όποιον είχα μπροστά μου έτρεξα όσο πιο μακριά μπορούσα. Δεν άντεχα να τους ακούω να μιλάνε για εκείνη και δεν άντεχα και τη δειλία μου!
Δεν πήγα σπίτι μου εκείνη την ημέρα, πήγα στο κοντινό λιμάνι και κοίταζα τη θάλασσα να κυματίζει κλαίγοντας. Ήθελα τόσο πολύ να με πάρει μαζί της. Κάθε της κύμα ήταν και μια πρόσκληση στον υπέροχο αχανές κόσμο του βυθού της. Άπλωνα το χέρι μου να τα αγγίξω μα δεν τα έφτανα. Άκουγα τον παφλασμό τους και ήταν σαν φωνές που με καλούσαν κοντά τους.
-Μάρτιν… ΜΑΡΤΙΝ! Έλα κοντά μας…ΕΛΑ!
Ένα κάλεσμα που δεν μπορούσα να του αντισταθώ. Σαν υπνωτισμένος σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου κι έκλεισα τα μάτια. Ένιωθα επάνω μου το απαλό αεράκι να φέρνει πιτσιλιές νερού και αρμύρας και να μου γαληνεύει όλο το σώμα. Μου ψιθύριζε στα αυτιά να πάω κοντά του, να παραδοθώ στη δικιά του, άνευ όρων, ελευθερία. Άνοιξα τα χέρια μου διάπλατα και νιώθοντας ότι μπορούσα να πετάξω μακριά ελεύθερος και δυνατός, πήδηξα στον αέρα πέφτοντας με δύναμη στο νερό. Βαρύς όπως ήμουν και χωρίς να ξέρω κολύμπι δεν άργησα να βουλιάξω. Όχι ότι πάλεψα κιόλας να ανέβω στην επιφάνεια. Καθόμουν ακίνητος αφήνοντας τον εαυτό μου ελεύθερο και συνάμα βαρύ σε μια ατελείωτη πτώση στο απέραντο βάθος. Ώσπου δεν έβλεπα πια το φως της επιφάνειας. Ένα απέραντο σκοτάδι με είχε τυλίξει στην αγκαλιά του. Δεν άντεξα την άπνοια και μηχανικά άνοιξα το στόμα μου βγάζοντας μικρές φούσκες αέρα και γεμίζοντας τα πνευμόνια μου με αλμυρό νερό. Μέχρι που έχασα τις αισθήσεις μου.
-Ξύπνα Μάρτιν, άκουσα μια ήρεμη φωνή να μου μιλά κάνοντας ένα μικρό αντίλαλο σαν να βρισκόμουν σε μια πολύ βαθιά σπηλιά.
-Ποιος… Ποιος είναι; Πού βρισκόμαστε; Ρώτησα απορημένος μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.
-Δεν έχει σημασία Μάρτιν… Αυτό που έχει σημασία είναι τι μπορώ να κάνω για εσένα! Το όνομά μου είναι ασήμαντο και το που βρισκόμαστε καθαρά υποκειμενικό…
-Και τι μπορείς να κάνεις για εμένα;
Απάντησα σφίγγοντας τα μάτια μου και κοιτάζοντας μήπως διακρίνω κάτι μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, προσπαθώντας να καταλάβω που βρισκόμουν. Μα δεν υπήρχε τίποτα! Αιωρούμουν στο απέραντο κενό. Αισθανόμουν όπως στην ελεύθερη πτώση μέχρι να ενωθώ με το νερό. Μέσα στο σκοτάδι υπήρχα μόνο εγώ και η φωνή που μου μιλούσε.
-ΤΑ ΠΑΝΤΑ, μου φώναξε η άγνωστη φωνή δημιουργώντας έναν αντίλαλο.
-Αρκεί να το ζητήσεις, συνέχισε αυτή τη φορά με απαλή, ήρεμη και χαμηλή φωνή.
-Αρκεί να το ζητήσεις, επανέλαβε ακόμα πιο σιγά.
-Ονειρεύομαι; Έχω πεθάνει; Τι συμβαίνει; Πού βρίσκομαι;
-Όχι Μάρτιν δεν ονειρεύεσαι… Ούτε είσαι πεθαμένος, αν και αν θέλεις τη γνώμη μου, σαν ψυχή έχεις πεθάνει εδώ και πολύ καιρό! Έχεις πεθάνει όταν παραδόθηκες στους χλευασμούς και τις βάναυσες κοροϊδίες όλων αυτών που μια ζωή σε υποτιμούσαν. Έχεις πεθάνει όταν ανεχόσουν όλους αυτούς που μπαινόβγαιναν σπίτι σου. Ήσουν πεθαμένος κάθε φορά που ανεχόσουν τη συμπεριφορά και την απόρριψη της Αφροδίτης… Το μόνο που έκανες ήταν να περιφέρεις ένα άψυχο σώμα… Ένα σώμα δίχως φλόγα μέσα του… Αυτό που εσύ ονόμαζες φλόγα και πάθος δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια μορφή υποταγής! Μια υποταγή σε όλους αυτούς που ήθελαν να σου συμπεριφερθούν σαν σκουπίδι… Είσαι σκουπίδι Μάρτιν; ΕΙΣΑΙ ΣΚΟΥΠΙΔΙ ΜΑΡΤΙΝ;
Φώναξε για άλλη μια φορά η φωνή τραντάζοντάς με.
-Όχι, όχι δεν είμαι…
Το μυαλό μου είχε φύγει. Δεν με απασχολούσε που βρίσκομαι και τι συμβαίνει. Το μόνο που σκεφτόμουν πια, ήταν σκηνές πόνου που μου είχαν χαραχτεί βαθιά… Τις ξαναζούσα από την αρχή στιγμιαία, κάνοντάς με να πνίγομαι χειρότερα από ό,τι στο νερό.
-Ήρθε η ώρα σου Μάρτιν, η ώρα που πάντα περίμενες… Να δείξεις σε όλους την αξία σου, ποιος είσαι, τι μπορείς να καταφέρεις, πόσο λάθος έκαναν ΟΛΟΙ τους! Ζήτα μου κάτι μεγάλο! Ζήτα μου ό,τι θες και θα το έχεις! Εγώ είμαι εδώ για εσένα, μόνο για εσένα… Για να σου προσφέρω ό,τι δεν είχες ποτέ στη ζωή σου… Μια δεύτερη ευκαιρία. Εμπρός λοιπόν τι περιμένεις; Όλος ο κόσμος σου ανήκει!
Και τελειώνοντας αυτή τη φράση μου ψιθύρισε στο αυτί με πολύ χαμηλή και απαλή φωνή:
-Αρκεί να το ζητήσεις…
Απορροφημένος στις σκέψεις μου, τον άκουγα μαγνητισμένος και σχεδόν αμέσως είπα…
-Θα ήθελα να γίνω μοναδικός. Να μπορώ να δίνω μια δεύτερη ευκαιρία ζωής σε όλους τους ανθρώπους σε όποια κατάσταση και αν βρίσκονται. Μια δεύτερη ευκαιρία που εμένα ποτέ δε μου πρόσφεραν. Να αποκτήσω αναγνώριση και δόξα και μέσα από όλα αυτά να αποκτήσω και την Αφροδίτη… Τη μία και μοναδική μου αγάπη.
-Είσαι σίγουρος ότι αυτό είναι που πραγματικά επιθυμείς;
-Πάντα αυτό ήθελα… Πάντα αυτό μου έλειπε για να γνωρίσω κι εγώ την αληθινή ευτυχία. Ήρθε η ώρα να αποκτήσω ό,τι μου στέρησε η ζωή και κάτι παραπάνω, είπα χωρίς να διακρίνω στη φωνή μου την αυταρέσκεια που έβγαζε…
-Πολύ καλά λοιπόν, θα γίνει αυτό που επιθυμείς, όμως θα πρέπει να σου επισημάνω κάποια πράγματα πριν αποκτήσεις αυτή τη γνώση…
-Δεν θέλω να μου πεις τίποτα, βαρέθηκα τις συμβουλές και τις καθοδηγήσεις. Θέλω επιτέλους να είμαι ο εαυτός μου! Να κάνω αυτό που ΕΓΩ θέλω κι όχι οι άλλοι! Μπορείς, ναι ή όχι; συνέχισα με το ίδιο ύφος.
-Όπως επιθυμείς…
Αυτό ζήτησα και αυτό έγινε. Αισθάνθηκα μόνο έναν αέρα παγωμένο να με χαϊδεύει από την κορφή ως τα νύχια κι αφέθηκα στην αίσθηση χωρίς να ακούσω ό,τι άλλο είχε να μου πει. Καταχράστηκα την ελεύθερη βούληση που μου δόθηκε όσο ήμουν πνιγμένος μέσα στον εγωισμό και στη δίψα μου για αναγνώριση.
Έτσι λοιπόν, μου είπε να κλείσω τα μάτια και να ονειρευτώ το σπίτι μου, τη ζεστασιά του κι όλες τις ευτυχισμένες στιγμές που είχα ζήσει μέσα σε αυτό ως παιδί, αφήνοντας πίσω ό,τι κακία και ασχήμια ήρθε μετά τη φυγή του πατέρα μου.
Ονειρεύτηκα τότε που έπαιζα ξέγνοιαστος με τους γονείς μου έξω στον κήπο, την μητέρα μου που με νανούριζε διαβάζοντάς μου παραμύθια στον καναπέ, τις ημέρες που έφτιαχνε γλυκά και μοσχομύριζε όλο το σπίτι. Και κάπου εκεί, μέσα σε μια απέραντη νοσταλγία και απόλυτη ψυχική ηρεμία, ξύπνησα στον καναπέ μου, με ένα κρύο αεράκι να σβήνει από πάνω μου, αφήνοντάς με περίεργα θερμό. Ένιωθα μια ελαφριά ζαλάδα αλλά πέρα από αυτό ένιωθα πολύ δυνατός μέσα μου, σαν να είχε μηδενιστεί όλη μου η ζωή μέσα σε ένα λεπτό. Δεν είχα κακία για κανέναν, ούτε καν για τον πατέρα μου! Θυμόμουν τις άσχημες στιγμές μου στο σχολείο και γελούσα. Δεν με άγγιζε τίποτα. Βρισκόμουν υπό την επήρεια μιας απέραντης γαλήνης, αποστασιοποιημένος από τα πάντα.
Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα…
Ο συγγραφέας μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις του για το βιβλίο
Όλοι σε κάποια στιγμή της ζωής μας είτε έχουμε κάνει κάποια συμφωνία με τον εαυτό μας είτε με κάποιο δικό μας πρόσωπο. Πόσοι όμως είπατε σε κάποια στιγμή συναισθηματικής φόρτισης «και τι δε θα έδινα να ξέφευγα από την μιζέρια, να είχα λεφτά, να σκάζανε οι εχθροί μου! Βαρέθηκα πια…» όμως μετά ηρεμούσατε και τα ξεχνούσατε όλα. Ο πρωταγωνιστής μας όμως όχι μόνο δε το ξέχασε αλλά την έκανε κιόλας. Μέσα από τον Μάρτιν ο κάθε ένας μπορεί να δει τον εαυτό του, τις αδυναμίες του αλλά και τα δυνατά του σημεία. Το φόβο του αλλά και την ανάγκη του ως ανθρώπινη ύπαρξη να κερδίσει όχι την απατηλή ανάγκη για σεβασμό, αλλά την ζεστασιά που προσφέρει η αγάπη μας προς τον συνάνθρωπο μας που την έχει πραγματικά ανάγκη. Και όταν αυτή ως αυτονόητο συναίσθημα δεν προσφέρεται όταν πρέπει, τότε ο αδικημένος αποδέχτης φτάνει στο έσχατο σημείο. Να την απαιτήσει. Με κάθε κόστος. Κάτι σαν το παλιό αγαπημένο μας παραμύθι «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» μόνο που στο τέλος η ψυχή καίγεται από τα ίδια τα σπίρτα που νόμιζε ότι θα την ζεστάνουν και όχι από την παγωμένη αδιαφορία του κόσμου. Αδικία; Ίσως! Όμως ποιος είπε ότι η ζωή είναι δίκαιη; Και αν αυτή η ζωή δεν είναι δίκαιη, τότε γιατί να είναι σε κάποιον άλλο κόσμο όπου ο κυρίαρχος του παιχνιδιού εκεί, είναι η σκιά και το χάος. Πολλοί μίλησαν για το ανεξερεύνητο πολύπλοκο μηχανισμό του ανθρώπινου μυαλού αλλά λίγοι για την ανεξερεύνητη ψυχή μας. Και όσοι το προσπάθησαν κατέληξαν σε λανθασμένα πρότυπα που κανέναν μας δεν καθρεπτίζουν εκτός και αν είναι ψυχασθενής. Μέσα από αυτό το βιβλίο δε θα διδαχτείτε για την ψυχή και το πώς λειτουργεί, αυτό θα το αφήσω στους ειδικούς, θα μάθετε όμως τι είναι αυτό που μπορεί να μας ωθήσει στα άκρα κάνοντας μας να ξεφεύγουμε από την ανθρώπινη υπόσταση μας και να οδηγούμαστε σε έναν δρόμο χωρίς γυρισμό. Αυτός φίλοι και φίλες μου είναι ο Μάρτιν μια χαμένη ψυχή που διάλεξε ένα μονοπάτι πιστεύοντας ότι είναι το πιο σωστό για αυτόν. Αυτό που δεν ήξερε όμως ήταν ότι κάποια πράγματα στην ζωή μας δεν τα επιλέγουμε εμείς ακόμα και όταν μας αφήνουν να το νομίζουμε αυτό.
Όμως ας τον γνωρίσουμε λίγο περισσότερο. Είναι ο ήρωας του νέου μου βιβλίου “Η Συμφωνία”. Ο Μάρτιν, είναι μια χαμένη ψυχή που κάνοντας μια σκοτεινή συμφωνία δίχως όρους θέλει να κατακτήσει όσα δεν θα κατακτούσε ποτέ. Όταν πια τα ’χει όλα ξανασκέφτεται το τίμημα τους και πλέον το ζει, με τον πιο σκληρό και ίσως δίκαιο τρόπο. Πληρώνει το τίμημα της συμφωνίας του! Φτωχός και γεμάτος προβλήματα από μικρός μιας και ο πατέρας του τους παράτησε όταν ο ίδιος βρισκόταν στην τρυφερή ηλικία των 8 ετών. Και σχεδόν αμέσως μετά είδε την μητέρα του να καταρρέει μέσα από το αλκοόλ και την πορνεία. Έτσι αποφάσισε να αλλάξει τη ζωή του ριζικά τυφλωμένος από εγωισμό και μίσος για τους πάντες. Όμως μέσα σε όλα αυτά υπάρχει και κάτι ακόμα πιο σημαντικό, ίσως και ο κυριότερος λόγος που οδηγήθηκε σε αυτή την σκοτεινή συμφωνία. Η Αφροδίτη. Η κοπέλα που αγάπησε από την πρώτη στιγμή που την είδε! Στο πρόσωπο της βρήκε το συναισθηματικό καταφύγιο που πάντα του έλειπε. Μέχρι που τον πρόδωσε και αυτή… Έτσι
δεν του έμειναν και πολλές επιλογές πέρα από τον θάνατο… Μα ακόμα και αυτός τον πρόδωσε…
Επέλεξα αυτή την ιστορία γιατί από μικρό παιδί με γοήτευε το παράξενο, το ανεξήγητο. Μου άρεσε να εξερευνώ αυτά που για τον περισσότερο κόσμο ήταν απαγορευμένα, τον φόβιζε. Που το μόνο που υπήρχε για αυτούς ήταν ότι μάθαιναν στο σχολείο ή στις παλιές ιστορίες της γιαγιάς. Αυτά που για κάποιους ήταν απλές ιστορίες του παραμυθιού για εμένα ήταν κάτι παραπάνω. Σαν αόρατος παρατηρητής καθόμουν σε μια γωνία και έβλεπα τον κόσμο. Πως κουνιότανε, πως αντιδρούσε στα διάφορα ερεθίσματα και προσπαθούσα να μπω μέσα στο μυαλό τους. Ήξερα πως ό,τι κι αν έκαναν σκεφτόντουσαν πάντα κάτι άλλο. Φαινόταν στο βλέμμα τους, στην θλίψη του προσώπου τους. Και εκεί ακριβώς αναρωτιόμουν τι θα έκαναν για να άλλαζαν αυτό που τους απασχολεί αν περνούσε από το χέρι τους; Και όταν το πετύχαιναν θα ήταν τελικά ευτυχισμένοι; Θα κατάφερναν να σπάσουν το καλούπι που έμαθαν να ζουν; Πόσο στενάχωρος άραγε πρέπει να ήταν ο κόσμος τους κάθε φορά που φόραγαν την μάσκα τους και φερόντουσαν σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Έτσι λοιπόν έμαθα να διαχωρίζω ανάμεσα στο μαύρο και στο άσπρο ότι υπάρχει και το γκρι και εγώ ακροβατώντας σε αυτή την λεπτή ισορροπία παρουσιάζω μέσα από την δικιά μου φαντασία την συμφωνία που ενώνει αυτούς τους δυο κόσμους. Και όπως όλες οι συμφωνίες έτσι και αυτή έχει το τίμημα της.
Όπως σας είπα και στην αρχή όλοι έχουμε κάνει μια συμφωνία με τον εαυτό μας, έτσι λοιπόν δεν θα μπορούσα να ξεφύγω και εγώ από αυτό το κομμάτι. Η δικιά μου συμφωνία ήταν να δημιουργήσω ένα βιβλίο που θα περιλάμβανε τις δικές μου σκέψεις, τις δικές μου φοβίες και ανησυχίες. Εκφράζοντας το δικό μου τρόπο σκέψης. Και κάπου εκεί είχα την κρυφή ελπίδα μέσα μου ότι κάποια μέρα θα το δω έντυπο μοιραζόμενος με όλους εσάς την κατάθεση της ψυχής μου.
…Δεν είναι μια ιστορία γραμμένη έντεχνα με αποκλειστικό σκοπό να ιντριγκάρει το μυαλό με υπερβολές και κραυγαλέα εξωπραγματικές καταστάσεις και σκηνές. Κάθε άλλο! Είναι γραμμένη με πάθος ψυχής, με καταπληκτικές, ολοζώντανες, κινηματογραφικές περιγραφές που κόβουν την ανάσα. Οι ανατροπές απίστευτες και εντελώς απρόβλεπτες απ’ την αρχή ως το τέλος οι οποίες όμως δεν είναι καθόλου τυχαίες και αναίτιες. Η γραφή του Μάριου, ρεαλιστική, αιχμηρή, κοφτερή, αποκαλυπτική και άκρως διεισδυτική ακόμα και σε θέματα ζόρικα της πραγματικότητας όλων μας, από εκείνα τα θέματα που κρύβονται σαν σκελετοί στην ντουλάπα. Ο Μάριος με μοναδικό τρόπο τα ξεσκεπάζει όλα και τολμά με αλήθεια να ανιχνεύσει τις ψυχές όλων των ηρώων του. Ψυχές αλύτρωτες και χαμένες που γυρεύουν απεγνωσμένα και με λάθος τρόπους την ποθούμενη λύτρωση. Σε ότι συμβαίνει και σε ότι περιγράφει στη Συμφωνία του… η αγάπη και η ανάγκη για αγάπη και το παίδεμα της, ο έρωτας, η δύναμη που έχει ο φόβος και το μπλοκάρισμα που φέρνει, η μοναξιά, η αβάσταχτη ευθύνη της ελεύθερης βούλησης…
Μαίρη Τσίλη
◊
… δεν είμαι φανατική των βιβλίων φαντασίας ωστόσο διαψεύστηκα με μεγάλη μου χαρά! Δεν υπήρχαν καθόλου υπερβολές και σημεία που με έκαναν να νομίζω ότι διαβάζω κάτι σαν παραμύθι. Με άγγιξε όσο κανένα άλλο βιβλίο γιατί για εμένα τουλάχιστον περιγράφει τόσο γλαφυρά όλα αυτά που σκεφτόμαστε όλοι μας αλλά δε τολμάμε να εξομολογηθούμε στους γύρω μας!…
Κατερίνα Βαρθακούρη
◊
Ένα βιβλίο που αγγίζει τον εσωτερικό κόσμο όλων μας!
Μανώλης Ψαλιδάκης
◊
“Καμιά φωτιά δεν είναι αρκετά δυνατή, ώστε να σε κάνει στάχτη, όταν φλέγεσαι μέσα σου ο ίδιος…”
Πόσες φορές δεν έχουμε σκεφτεί «να’ χαμε μια δεύτερη ευκαιρία, ν’ αλλάξουμε κάποια πράγματα στη ζωή μας για καλύτερα; Είμαστε όμως σίγουροι ότι αν κάπου, κάπως, κάποτε μας δινόταν αυτή η δεύτερη ευκαιρία δε θα ξανακάναμε τα λάθη του παρόντος; Ή δε θα προχωρούσαμε σε άλλα λάθη, που ουδεμία σχέση θα είχαν με τα προηγούμενα; Το πρώτο βιβλίο του Μάριου μας δείχνει μία περίπτωση δεύτερης ευκαιρίας…
…Κάθε επιλογή όμως, έχει και τις συνέπειές της… Σε κάθε άνθρωπο που θα δώσει την ευκαιρία να διορθώσει τα λάθη του, κάποιος άλλος θα τη χάσει… Ποιον να σώσει και ποιον να θυσιάσει; Μέχρι τη στιγμή που θα βγει κι ο ίδιος σε ένα σταυροδρόμι… ένα δίλημμα… κι εκεί θα έρθει η λύτρωση…
Ένα πραγματικά αξιόλογο βιβλίο με περιγραφές που σε ανατριχιάζουν και που δε μπορείς να αφήσεις στη μέση, αν δεν το τελειώσεις. Κάθε παράγραφος και μια σοφή κουβέντα από την πένα του Μάριου…
Λιάνα ΤΖ
Διαβάστε εδώ δέκα αυτοτελείς ιστορίες του Μάριου Καρακατσάνη
Ο Μάριος Καρακατσάνης γεννήθηκε το 1978 στον Πειραιά. Ανήσυχος από μικρό παιδί, πάντα τον έλκυε το παράξενο, το ανεξήγητο και το μεταφυσικό. Από πολύ νεαρή ηλικία του άρεσε να βλέπει ταινίες τρόμου, να ασχολείται με την ταχυδακτυλουργία και να γράφει ποιήματα. Σε ηλικία 13 ετών ξεκίνησε το πρώτο του έργο το οποίο ήταν μια ανέκδοτη ποιητική συλλογή όπου μέσα από τα γραπτά του περιέγραφε με το δικό του πάντα προσωπικό στυλ τις σκέψεις, τις ανησυχίες, την αγωνία του αλλά και τις προσωπικές του εμπειρίες είτε ευχάριστες είτε δυσάρεστες. Μεγαλώνοντας και μη σταματώντας ποτέ να γράφει κατάφερε όχι μόνο να περιορίσει σημαντικά την δυσλεξία που έχει αλλά και να την εκμεταλλευτεί. Όλες αυτές τις εικόνες που είχε μέσα στο μυαλό του τις μετέφερε όσο μπορούσε στον δύσκολο για αυτόν γραπτό λόγο. Η “Συμφωνία” είναι το πρώτο του επίσημα δημοσιευμένο έργο. Επίσης είναι και ο δημιουργός του site www.esperos-paranormal.com το οποίο έχει αναγνωριστεί από τον κόσμο λόγο της ελεύθερης και ανεξάρτητης πορείας που ακολουθεί, κάτι που χαρακτηρίζει εξάλλου και τον ίδιο.
Εξαιρετικό βιβλίο! Το έχω διαβάσει και μπορώ να πω ότι με άφησε με τα καλύτερα συναισθήματα! Θα το χαρακτήριζα ως ψυχολογικό θρίλερ!
Μια ιστορία που εξελίχθηκε στη σφαίρα της φαντασίας και που ωστόσο κάνει τον αναγνώστη που ταξίδεψε μαζί του, να το ξανασκεφτεί πριν να ευχηθεί οτιδήποτε….ιδιαίτερα όταν αποζητά μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή του. Πόσες φορές άραγε ο καθένας μας δεν έκανε μια τέτοια ευχή; Αλλά ποτέ δεν ξέρουμε ποιές σκοτεινές δυνάμεις καραδοκούν τη στιγμή που εμείς πολλές φορές ευχόμαστε και πράττουμε χωρίς να λαμβάνουμε υπόψιν…τον αντίποδα… Είναι δυνατόν να αλλάξουμε τα τετελεσμένα…να πάμε ενάντια στη φύση; Εχουμε τη δύναμη να προκαλέσουμε τις δυνάμεις του κακού για να πάμε κόντρα στο Θείο…και κυρίως να δεχτούμε τις συνέπειες; Υπάρχουν όρια στην Ελεύθερη Βούληση; Τίποτα δεν μας χαρίζεται στη ζωή…το κάθε τι έχει το τίμημα του υλικό ή άϋλο κι αλοίμονο αν ενεργήσουμε αχάριστα και απερίσκεπτα. Ο Μάρτιν και ο Κέβιν το γνώρισαν από πρώτο χέρι και η Ανιδιοτελής Αγάπη ήρθε να δώσει τη λύση στο τέλος…
Η Συμφωνία είναι μια ιστορία μεταφυσικού παραμυθιού…μια ιστορία φανταστική, με διδαχτικό περιεχόμενο. Τη διδαχή την εισπράττει κανείς όταν ολοκληρώσει την ανάγνωση και ανασυγκροτήσει το ρητό στην αρχή του κάθε κεφαλαίου με το τέλος της ιστορίας. Είμαι σίγουρη οτι οι λάτρεις του είδους θα το εκτιμήσουν ιδιαίτερα.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τα σχόλια σας!