Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά. Κόρη του Μεγάλου Δούκα (=πρωθυπουργού) Λουκά Νοταρά και τελευταία σύζυγος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Παντρεύονται λίγες μέρες πριν την Άλωση της Πόλης το 1453. Η Άννα αγαπούσε τον Βενετό Μαρίνο Κονταρίνι, οι καταστάσεις όμως, η θέση του πατέρα της, η αγάπη προς την Πόλη την υποχρέωσαν να αγνοήσει τους χτύπους της καρδιάς της και να δοθεί σε έναν άνθρωπο πάνω στον οποίο οι Ρωμιοί στήριξαν τις ελπίδες και τους φόβους τους. Ο Παλαιολόγος φυγαδεύει τη γυναίκα του λίγες μέρες πριν την τελική επίθεση των Τούρκων. Από κει και πέρα η Άννα ζει πολλές περιπέτειες, γνωρίζει την καλή και την κακή πλευρά της ζωής κι αναμένει νεότερα για τους άντρες της. Τη ζωή της μας την αφηγείται η ίδια μέσα από ένα χειρόγραφο που έγραψε στα γεράματά της, όπου δε διστάζει να εκφράσει συναισθήματα, να τονίσει λάθη, να μετανιώσει για πράγματα, με λίγα λόγια να γδυθεί μπροστά στα μάτια του αναγνώστη.
Σε γενικές γραμμές ένα τρυφερό και συγκινητικό βιβλίο για τη ζωή, τις φιλανθρωπίες και τη νοοτροπία μιας γυναίκας που θα μπορούσε να ζήσει κάλλιστα στη σκιά του άντρα της και να εκμεταλλευτεί τη φήμη του, καθώς και το οικονομικό υπόβαθρο του πατέρα της και να μην κάνει απολύτως τίποτα. Αντίθετα, η Άννα Παλαιολογίνα στάθηκε στα πόδια της, μεγάλωσε, τράνεψε και στη Βενετία της δόθηκε η ευκαιρία να χτίσει μια ανθηρή ελληνική κοινότητα, με εκκλησία, τυπογραφεία και πολλά ακόμα. Μέχρι και σήμερα μνημονεύεται το όνομά της στους κύκλους του απόδημου ελληνισμού. Στο βιβλίο διαβάζουμε για όλες τις φιλανθρωπίες, όμως αυτό δεν γίνεται με άσχημο και προκλητικό τρόπο. Με ταπεινότητα, σεβασμό απέναντι στο ελληνικό στοιχείο, αγωνία για όλες τις αναποδιές που ίσως συναντήσει κάποιος σε ένα τέτοιο εγχείρημα, η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου χαράσσει το όνομά της στους ελληνικούς κύκλους του απόδημου Ελληνισμού.
Με αφορμή την ως άνω εξιστόρηση, η Άννα βρίσκει την ευκαιρία πολλές φορές να παρεκκλίνει από τις αναμνήσεις της και να δώσει ιστορικά και άλλα στοιχεία για τις οικογένειες Νοταρά, Σφραντζή, Παλαιολόγου, για την Κωνσταντινούπολη, το Μυστρά, το Ναύπλιο, τη Βενετία, τη Σιένα, όλα περιεκτικά και όμορφα τοποθετημένα, χωρίς να γίνονται κουραστικά.
Στα μειονεκτήματα του βιβλίου είναι η χρήση λεξιλογίου και εκφραστικών μέσων που δε συνάδουν με την εποχή, για παράδειγμα “όταν έβγαινε έξω σήκωνε τα μαγαζιά”, “-Τον έβαλες στο μάτι;” κλπ. που, αν δεν κάνω λάθος, δεν είναι τόσο εύηχες ούτε για το επίπεδο της οικογένειας Νοταρά ούτε για την εποχή. Προς το τέλος του βιβλίου αυτές οι εκφράσεις και γενικότερα η σκιαγράφηση αυτής της νοοτροπίας κάπως αποσοβούνται, οπότε μάλλον ο συγγραφέας έγραψε επίτηδες έτσι για να δείξει την εφηβική και νεαρή ηλικία της αυτοκράτειρας αλλά και πάλι… Επιπλέον το επίρρημα “λοιπόν” χρησιμοποιείται υπερβολικά πολλές φορές: “Λοιπόν, στο εξής τα πράγματα ακολούθησαν το δρόμο τους…”, “Λοιπόν, φτάσαμε στο δικαστήριο…”, “Λοιπόν, μια μέρα, καθώς ήμουν στο γραφείο μου…” κλπ.
Το βιβλίο παρ’ όλ’ αυτά το συνιστώ για την επισταμένη μελέτη του συγγραφέα πάνω στη ζωή της Παλαιολογίνας, για την άμεση και ζωντανή περιγραφή της εποχής και των ανθρώπων, για τη συγκίνηση που ένιωσα για όσα προσέφερε αυτή η γυναίκα στον ελληνισμό.
0 Σχόλια