–
γράφει ο Άγγελος Κουτσούκης
–
Ο Αντόνιο Ταμπούκι γεννήθηκε το 1943 και πέθανε το 2012. Ιταλός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, αρθρογράφος και πανεπιστημιακός, γεννήθηκε στο Βεκκιάνο, ένα χωριό κοντά στην Πίζα. Φοιτώντας στο πανεπιστήμιο, ταξίδευε πολύ στην Ευρώπη στα ίχνη των συγγραφέων που είχε γνωρίσει από τη βιβλιοθήκη του θείου του. Σε ένα τέτοιο ταξίδι, βρήκε το ποίημα «Tabacaria» («καπνοπωλείο») σε ένα βιβλιοπωλείο στο Παρίσι με υπογραφή του Alvaro de Campos, που ήταν μία από τις ποιητικές «περσόνες» του Πορτογάλου ποιητή Φερνάντο Πεσσόα. Από αυτή τη γαλλική μετάφραση διαισθάνθηκε ότι αυτό θα ήταν το κυρίαρχο ενδιαφέρον της μελλοντικής του ζωής.
Μία επίσκεψη στη Λισαβόνα τον έκανε να αγαπήσει την πόλη και τη χώρα. Ως αποτέλεσμα, αποφοίτησε το 1969 με μία διπλωματική εργασία πάνω στον «σουρεαλισμό στην Πορτογαλία». Μετά από μεταπτυχιακές σπουδές στη Scuola Normale Superiore di Pisa διορίσθηκε το 1973 δάσκαλος της πορτογαλικής γλώσσας και λογοτεχνίας στη Μπολόνια.
Το ίδιο έτος έγραψε το πρώτο μυθιστόρημά του, το Piazza d’Italia, όπου προσπάθησε να περιγράψει την ιστορία από την πλευρά του χαμένου, σε αυτή την περίπτωση των αναρχικών της Τοσκάνης, ακολουθώντας την παράδοση μεγάλων Ιταλών συγγραφέων του παρελθόντος, όπως των Τζοβάνι Βέργκα, Φεντερίκο ντε Ρομπέρτο, Τζουζέππε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, Μπέπε Φενόλλο, αλλά και του σύγχρονου Βιτσέντσο Κονσόλο.
Τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό βραβείο Λογοτεχνίας για το μυθιστόρημα Sostiene Pereira («Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα», 1994) και με το γαλλικό βραβείο Médicis étranger για τη νουβέλα Notturno indiano («Νυχτερινό στην Ινδία», 1984). Ερωτευμένος με την Πορτογαλία, ο Ταμπούκι ήταν ειδικός, κριτικός και μεταφραστής των έργων του Φερνάντο Πεσσόα, από τον οποίο άντλησε έννοιες όπως η saudade. Τα έργα και τα δοκίμιά του έχουν μεταφρασθεί σε 18 γλώσσες.
Υπήρξε ένας συγγραφέας με πολιτική σκέψη και διάθεση. «Η χαμένη κεφαλή του Νταμασένου Μοντέιρου» που κατέβασα από τη βιβλιοθήκη, λόγω καραντίνας, είναι ένα μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε το 1998 και σήμερα είναι μάλλον εξαντλημένο. Είναι, όμως, ένα μυθιστόρημα από αυτά που θα λέγαμε κλασικά.
Όπως γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου ο Έλληνας μεταφραστής του Ανταίος Χρυσοστομίδης, «ο Αντόνιο Ταμπούκι συνηθίζει να λέει ότι δεν ανήκει σε εκείνη την πάστα συγγραφέων που ψάχνουν αγωνιωδώς για το επόμενο θέμα τους αλλά σε εκείνους τους λίγους, τους αριστοκράτες συγγραφείς, που κάθονται και περιμένουν να έρθει μόνο του το επόμενο θέμα να τους βρει».
Μετά τα «γκρίζα» χρώματα του Περέιρα, χρώματα που θα άρεσαν πολύ στον Πορτογάλο Πεσόα και στον δικό μας Καβάφη, και που εντυπωσίασαν σχεδόν όλη την ευρωπαϊκή αγορά του βιβλίου, ο Ταμπούκι ήθελε να επιστρέψει από τη φασιστική προπολεμική Πορτογαλία στο σήμερα, στην Πορτογαλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κάλλιστα όμως θα μπορούσε να είναι η σύγχρονη Ιταλία, η Ισπανία, η Ελλάδα. Ο ίδιος μάλλον δεν θα το παραδεχόταν εύκολα αλλά η τεράστια επιτυχία του «Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα» τον είχε φέρει σε μια δύσκολη θέση: θα έπρεπε να επαναλάβει αν όχι τη μεγάλη επιτυχία του προηγούμενου βιβλίου του, τουλάχιστον να κρατήσει άσβεστο το ενδιαφέρον του αναγνώστη γύρω από τα πολιτικοθεσμικά προβλήματα που αφορούν τη Δημοκρατία ή το αντίστροφό της. τον «καθημερινό» φασισμό, προβλήματα που άλλωστε διαπερνούν όλο το έργο του.
Το θέμα ήρθε και τον βρήκες μέσα από τις σελίδες του αστυνομικού ρεπορτάζ των πορτογαλικών εφημερίδων: η ανεύρεση ενός αποκεφαλισμένου πτώματος με εμφανή σημάδια βασανισμού, κάπου στα περίχωρα της Λισαβόνας, έδωσε φωτιά στη φαντασία του συγγραφέα, ο οποίος, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζονταν οι ανακρίσεις και σιγά σιγά εντοπιζόταν ο πραγματικός ένοχος, άρχισε να γράφει τη δική του ιστορία, μιά «φανταστική» ιστορία που βασιζόταν σε πραγματικά γεγονότα. Κι όταν ανακαλύφθηκε ότι ο ένοχος ήταν στέλεχος της πορτογαλικής αστυνομίας και το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης μετατέθηκε στο αν η πορτογαλική αστυνομία θα έβρισκε το κουράγιο να καταδικάσει τον ένοχο για το ειδεχθές έγκλημά του ή αν θα ενέδιδε στα «διαπλεκόμενα» συμφέροντα ενός «χρηστού» και «ευυπόληπτου» στελέχους της πορτογαλικής κρατικής μηχανής που προσπαθούσε να περάσει το έγκλημά του ως ατύχημα, αποτέλεσμα μιάς «κακής στιγμής», ο Ταμπούκι τελείωνε ήδη το μυθιστόρημά του».
Αυτά έγραφε το 1998 ο Ανταίος Χρυσοστομίδης για τον συγγραφέα και το βιβλίο του, μιά εποχή στην οποία έφτανε ο απόηχος των δικτατοριών της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ελλάδας ή της Λατινικής Αμερικής. Καθεστώτων όπου τα βασανιστήρια και οι «ξαφνικοί θάνατοι» ήταν συνήθης πρακτική. Ο Αντόνιο Ταμπούκι αυτό ακριβώς περιγράφει στο βιβλίο του, όπως έκανε και ο Ντάριο Φό στον «Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού». Ανήκε σε μια γενιά διανοούμενων που ύψωνε την φωνή χωρίς να φοβάται τις συνέπειες.
«Η λογοτεχνία του είναι χαμηλών τόνων, αλλά η προσωπικότητά του ήταν υψηλών τόνων», υπογραμμίζει ο Ανταίος Χρυσοστομίδης, «του άρεσε ο καβγάς, υπερηφανευόταν ότι ήταν απόγονος αναρχικών καβγατζήδων παππούδων που τα έβαλαν με το καθεστώς του Μουσολίνι». Ο ίδιος τα είχε βάλει με την κυβέρνηση Μπερλουσκόνι.
Ξεκοκάλιζε τις εφημερίδες, διάβαζε και θύμωνε και ξεσπούσε με πολεμική αρθρογραφία στην ιταλική «Corriere della Sera», στην ισπανική «El País», στη γαλλική «Le Monde». Είχε πάντα το θάρρος της γνώμης του. Είχε διαφωνήσει με τον Ουμπέρτο Εκο για το ζήτημα της τρομοκρατίας, είχε δώσει μάχες για τα δικαιώματα των Τσιγγάνων στην Ιταλία, ασκούσε δριμεία κριτική στα πεπραγμένα του Μπερλουσκόνι. Τα τελευταία χρόνια είχε εμπλακεί σε μια μεγάλη δικαστική περιπέτεια όταν υπερασπίστηκε με άρθρο του στην εφημερίδα «L’Unita’» τον Μάιο του 2008 τον δημοσιογράφο Μάρκο Τραβάλιο, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ο πρόεδρος της ιταλικής Γερουσίας, στέλεχος του κόμματος του Μπερλουσκόνι, είχε σχέσεις με τη Μαφία. «Από τον Μπερλουσκόνι γλιτώσαμε, από τον μπερλουσκονισμό να δούμε πότε θα απαλλαγούμε», έλεγε στον Χρυσοστομίδη σε πρόσφατη επικοινωνία τους.
Τελειώνοντας αυτό το υπενθυμιστικό σημείωμα για ένα μυθιστόρημα που αξίζει να και να υπάρχει στη βιβλιοθήκη μας, θα παραθέσω τον επίλογο της εισαγωγής στην πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος, του Ανταίου Χρυσοστομίδη: «Με το απλό, μινιμαλιστικό, σχεδόν αντιλογοτεχνικό του ύφος που συχνά ανατρέχει σε επαναλήψεις αντιγράφοντας τον προφορικό καθημερινό μας λόγο, και βεβαίως με το λεπτό του χιούμορ, ο Ταμπούκι ανεβάζει στη σκηνή του θεάτρου πρόσωπα καθημερινά, ζωντανά, που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα «καθημερινά», μονοδιάστατα πρόσωπα του «ριάλιτι σόου» ή της σαπουνόπερας πού, εσχάτως, έχουν κατακλύσει και μεγάλο μέρος της σύγχρονης λογοτεχνίας».
Για την «Χαμένη κεφαλή του Νταμασένιου Μοντέιρου» και τον συγγραφέα έγραψαν:
«Δεν είναι τυχαία η εξαιρετική επιτυχία που γνώρισαν τα βιβλία του παντού όπου κυκλοφόρησαν. Δεν αποτελούν μόνο μιά έμμεση αναφορά στη σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη αλλά κυρίως ένα κάλεσμα για εγρήγορση και αντίσταση». Le Monde
«Δεν είναι λενα απλό πολιτικό βιβλίο. Είναι ένα βιβλίο πανανθρώπινο» Panorama.
«Ενας συγγραφέας του βεληνεκούς του Πιραντέλο και του Πεσόα, του Ντ΄Ανούντσιο, του Ρίλκε, του Μαγιακόφσκι». Unita.
0 Σχόλια