Οι μαυροφόρες γυναίκες ήταν στη θέση τους, έτοιμες για την τελευταία πράξη. Ανάμεσά τους και η κυρά Αντιγόνη, η κορυφαία του χορού. Μοιρολογίστρα από τις λίγες, ξακουστή στα μανιάτικα περίχωρα για την τέχνη της να λυγίζει και τις πιο σκληρές καρδιές.
Εκείνο το βράδυ είχε κάνει πάλι το θαύμα της. Ο κόσμος κρεμόταν από τα χείλη της, έκλαιγε με λυγμούς και αναφιλητά, καθώς εκείνη, με το ευωδιαστό θυμίαμα να τη σιγοντάρει, ανιστορούσε, σχεδόν μαγικά, τις καλές στιγμές του μακαρίτη.
Κι ενώ στο μακρύ ξενύχτι όλα έβαιναν κατά πως έπρεπε, σύμφωνα με τα έθιμα της Μάνης, κοντά στο ξημέρωμα κάποιος είχε αντίθετη γνώμη για την κορύφωση του δράματος.
– Μωρή βλέπεις ό,τι βλέπω; ψιθύρισε η κυρά Αντιγόνη στη διπλανή της με σφιγμένα δόντια, ακίνητη, με το βλέμμα μπροστά, μη δώσει δικαίωμα στους γύρω.
-Ομπώ τρομάρα μου… αμ δεν το βλέπω; αποκρίθηκε η ξαδέλφη Ευανθία, έτοιμη να σωριαστεί.
-Μιλιά μωρή, να ιδούμε τι θα γίνει. είπε η κυρά Αντιγόνη, τέρας ψυχραιμίας.
-Μιλιά μάνα μου… υπάκουσε έντρομη η ξαδέλφη.
Οι γυναίκες δεν έβγαλαν μιλιά. Περίμεναν, σε αναμμένα κάρβουνα, την παρέα του θρήνου να αρχίσει να σκούζει από την τρομάρα και να σκορπίζεται πανικόβλητη στα διπλανά λαχίδια, καθώς ένα ζευγάρι γουρλωτά μάτια ανοιγόκλειναν μέσα στην κάσα.
_
γράφει η Γεωργία Βασιλειάδου
0 Σχόλια