Θέα από μπαλκόνι
του Κώστα Πατίνιου
–
γράφει η Σταυρούλα Μπίου
–
Η συλλογή διηγημάτων Θέα από μπαλκόνι του συγγραφέα Κώστα Πατίνιου κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδη». Πρόκειται για την 3η προσωπική συλλογή διηγημάτων του κύπριου συγγραφέα, η οποία συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα για τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας (κατηγορία διήγημα) του 2018.
Είκοσι πέντε διηγήματα σε 153 σελίδες ενός μινιμαλιστικά όμορφου, από άποψη εμφάνισης, βιβλίου. Στον σύγχρονο καταιγισμό εκδόσεων, ειδικά σε μια συλλογή διηγημάτων, είναι εξαιρετικά δύσκολο να παραμείνει κανείς πρωτότυπος κεντρίζοντας το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Ο συγγραφέας το πετυχαίνει στον ύψιστο βαθμό. Ήρωες απλοί, καθημερινοί, μα και «περίεργοι», ιδιόμορφοι ξεπηδούν στην ανάγνωση έτοιμοι να εισβάλουν στον τρόπο σκέψης μας, να μας ταρακουνήσουν, να μας ευαισθητοποιήσουν και τελικά να μας προβληματίσουν.
Ο συγγραφέας στο εισαγωγικό του διήγημα καταπιάνεται με τον υπερμαραθώνιο και τον αγώνα που καταβάλλει ένας δρομέας προκειμένου να ανταπεξέλθει στις σωματικές και ψυχικές απαιτήσεις που απαιτούνται ώστε να φέρει εις πέρας την αποστολή του. Μαραθωνοδρόμος κι ο ίδιος ο Πατίνιος, εισάγει τον αναγνώστη στον προσωπικό αγώνα που καταβάλλει ο κάθε ένας από εμάς, μαραθωνοδρόμος ή μη, και τον εξοπλίζει με την ορμή που του χρειάζεται ώστε να αναγνώσει τα διηγήματα που έπονται.
Η ανάγνωση ρέει όμορφα, το βιβλίο διαβάζεται εύκολα, χωρίς να κουράζει. Η ποικίλη θεματολογία βοηθάει. Θέματα σύγχρονα μα και διαχρονικά, νεανικά μα και πάσης ηλικίας. Ο Πατίνιος δεν διστάζει να παρουσιάσει την προσωπικότητα των ψυχικά αρρώστων (διήγημα «Πάρε με στο 36») και να αντλήσει έμπνευση και, ίσως, περιστατικά από την προσωπική του εργασία ως λειτουργός γραφείου ευημερίας (διηγήματα «“Ακατάλληλος” υπάλληλος» και «Απεργία ομιλίας»). Περιστατικά βγαλμένα από τη σύγχρονη πραγματικότητα· μια πραγματικότητα που πολλές φορές αγνοούμε ή προσπερνούμε επιδέξια, χωρίς να κοντοσταθούμε και να αναλογιστούμε. Περιστατικά γεμάτα τρόμο αλλά και ευαισθησία, όπως το διήγημα «Μια ψυχή χίλια κομμάτια» με τον τραβεστί Βαγγέλη να οδηγείται στην αυτοκτονία. Παράλληλα, μια διαφορετική ευαισθησία ξεπροβάλλει σε διηγήματα όπως «Υπό τον ήχο της παλιάς γραφομηχανής» και «Παππούς, παιδιά κι αγγόνια»· ευαισθησία για τα παιδικά χρόνια, για την πάλη του συγγραφέα με τη μοναξιά του (γραφομηχανή εξάλλου κοσμεί και το εξώφυλλο της συλλογής, η οποία παραπέμπει σαφώς στη συγγραφή, αλλά και στη μοναξιά που αυτή εκπέμπει). Ευαισθησία αλλά και σκληρή πολιτική και κοινωνική διάσταση εμπεριέχεται και στο «Ο Γιώρκος από το Μπαγκλαντές», έναν μετανάστη που αναγκάζεται να φύγει από το νησί, εγκαταλείποντας νωρίς τα όνειρά του.
Στις σελίδες ενσωματώνεται όμορφα η κυπριακή διάλεκτος, ακόμη και ποιήματα γραμμένα στην κυπριακή, εμπλουτίζοντας τη γλώσσα του συγγραφέα, ο οποίος άριστα χειρίζεται τη μετακίνησή του από την ελληνική στην κυπριακή όπου είναι αναγκαίο (π.χ. στο διήγημα «Χρόνια σαν τις σφαίρες» υπάρχουν ενσωματωμένα ποιήματα στην κυπριακή διάλεκτο).
Ένα άλλο θέμα που εντοπίζεται είναι αυτό του θανάτου. Ο συγγραφέας προβληματίζεται, ερευνά τον θάνατο και καταλήγει, μάλιστα, σε μερικές περιπτώσεις να αγγίζει τα όρια του ειρωνικού και σαρκαστικού λόγου. Ακολουθεί ενδεικτικό μέρος από το διήγημα «Η επόμενη μέρα», στο οποίο ο πρωταγωνιστής επισκέπτεται ένα «ειδικό γραφείο θανάτου»:
Να σας εξηγήσω. Εμείς κατασκευάζουμε τάφους με μια ουσιώδη διαφορά από τους συμβατικούς που γνωρίζετε. Στο σημείο του σταυρού ή του μαρμάρου, όπου, ως συνήθως, τοποθετείται η φωτογραφία του αποθανόντα, εμείς τοποθετούμε μια οθόνη η οποία έχει ενσωματωμένη μια κάρτα μνήμης. Σε αυτή την κάρτα μνήμης μπορούμε να αποθηκεύσουμε μια συλλογή φωτογραφιών του αποθανόντα, έτσι ώστε ο επισκέπτης να βλέπει στιγμές από τη ζωή του. Εάν επιθυμεί ο πελάτης, μπορούμε να δείχνουμε και μια ταινία από τη ζωή του, αφού ένας αισθητήρας κίνησης θα αναγνωρίζει ότι κάποιος στέκεται μπροστά στον τάφο, οπότε και θα αρχίζει η ταινία να προβάλλεται.
Διηγήματα σύντομα μα πρωτότυπα, όπως το πώς αρκετοί από εμάς υποβάλλουμε τον εαυτό μας σε «Μαντεψιές» για ανθρώπους άγνωστους που προσπερνάμε στον δρόμο. Θέματα που αγγίζουν ακόμα και το χάσμα γενεών με το «Εφηβικές καταστάσεις». Ακόμα κι ένα είδος διακειμενικότητας καθιστά το διήγημα «Η Μαργαρίτα απ’ το απέναντι βιβλίο» μοναδικό, με τον αφηγητή να συνομιλεί με μια ηρωίδα βιβλίου· μια ηρωίδα μοναχική, πληγωμένη, αλλά και σκληρή. Ο Πατίνιος συχνά διεισδύει στη γυναικεία ψυχοσύνθεση και το κάνει με απόλυτη επιτυχία. Επικαλούμαι το πρώτο διήγημα της συλλογής «Μυστικά γυναικών», το οποίο είναι ένα απ’ τα πιο ηχηρά του βιβλίου. Τέσσερις γυναίκες, τέσσερις διαφορετικές ιστορίες. Η Μαρία, η Δανάη, η Στέλλα κι η Ελένη είναι τέσσερις γυναίκες διαφορετικών ηλικιών και η καθεμιά έχει να αφηγηθεί τη δική της μοναδική ιστορία. O συγγραφέας πετυχαίνει στον βαθμό που είναι εφικτό να αφουγκραστεί και να αισθανθεί τα γυναικεία συναισθήματα, τις γυναικείας δυσκολίες, τον γυναικείο τρόπο σκέψης. Οι τέσσερις ιστορίες προβληματίζουν μα και συγκινούν. Παραθέτω ένα ενδεικτικό απόσπασμα:
Τριάντα μία Ιανουαρίου γέννησα στην κλινική. Τα έξοδα τα κάλυψαν οι γονείς που θα έπαιρναν το παιδί μου. Δεν ξέρω αν ήταν αγόρι ή κορίτσι, καθώς μου είπαν ότι θα ήταν καλύτερα να μην ξέρω. Συνέχισα τις σπουδές μου και την κολύμβηση. Έκλαιγα στα κρυφά, ενώ κολυμπούσα, και κανείς δεν το καταλάβαινε· νόμιζα πως η πισίνα ξεχείλιζε από το κλάμα μου. Επέστρεψα στην πατρίδα. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Μόνο που πριν μερικές εβδομάδες αναστατώθηκα πάλι όταν είδα στο facebook μια ανακοίνωση ενός Βρετανού υπηκόου που αναζητά τους βιολογικούς του γονείς ‒ με ψάχνει ο γιός μου…
Τη γυναικεία ψυχοσύνθεση επιχειρεί να προβάλει ο συγγραφέας και σε άλλα διηγήματα, ίσως σε μια πιο σκληρή οπτική, όπως στο διήγημα «Η κυρία που έπαιζε βιολοντσέλο» στο οποίο κυριαρχούν οι σκληρές και ρεαλιστικές περιγραφές, που ίσως να αγγίζουν σε ορισμένα σημεία τα όρια του νατουραλισμού:
Τοποθέτησε επίτηδες τη θηλιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, για να μην σπρωχτεί προς τα πίσω το κεφάλι κατά την ανύψωση και πιεστούν οι αυχενικοί σπόνδυλοι, επιφέροντας έναν πιο γρήγορο θάνατο. Πάτησε το κουμπί του τηλεχειριστηρίου εκ νέου και τον ανασήκωσε περίπου τριάντα εκατοστά πάνω από το δάπεδο. Ήθελε να τον κάνει να υποφέρει μ’ έναν θάνατο αργό και οδυνηρό, από ασφυξία.
Έντονες, εκτενείς και όμορφες περιγραφές, εικόνες φωτογραφικές, παραστατικοί και ζωντανοί διάλογοι, εξαίσια καλοχτισμένοι χαρακτήρες σε κάθε διήγημα, παρ’ όλο το σύντομο των σελίδων τους, συναισθήματα ανθρώπινα και κάθε είδους: συγκίνησης, χαράς, λύπης, απέχθειας, οργής, τρυφερότητας…
Τέλος, ένα κυρίαρχο θέμα διάχυτο στη συλλογή είναι η μοναξιά. Μοναξιά που κατακλύζει αρκετούς ήρωες, κάθε ηλικίας, κάθε επαγγέλματος, κάθε φύλου. Στέκομαι στη μοναξιά του συγγραφέα, στη μοναξιά της πένας. Ο αναγνώστης συγκινείται κι ευαισθητοποιείται απέναντι στους συγγραφείς με το διήγημα «Πλανόδιος συγγραφέας», αλλά και με το «Ο ήρωας της σιωπής», το οποίο είναι και το τελευταίο διήγημα της συλλογής. Κλείνω με λόγια του τελευταίου διηγήματος:
Το να γράφεις είναι μισή μοναξιά. Την άλλη μισή την κατέχει αυτός που διαβάζει. Το να γράφεις και να διαβάζεις δεν είναι μοναξιά. Δεν ξέρω τι είναι, αλλά σίγουρα είναι κάτι άλλο εκτός από μοναξιά. Είναι αυτή η σιωπή στις δύο όχθες και στη μέση το κείμενο που ρέει σαν ποτάμι. Ποιος να είναι άραγε ο ήρωας της σιωπής; Όπως στην πιο πάνω ιστορία θα μπορούσε να ήταν ο διευθυντής ή η δασκάλα ή τα παιδιά, ίσως ο ήρωα της σιωπής να είναι ο αφανής ήρωας που ενώνει αυτόν που γράφει και αυτόν που διαβάζει. Ίσως να είναι αυτός που συντροφεύει αυτόν που γράφει και διαβάζει και ενώνει τις δύο όχθες της μοναξιάς, για να τις κάνει αυτό το κάτι άλλο.
0 Σχόλια