Έφτασα στο τέρμα. Άφησα χαραμάδες και τρύπωσε η θλίψη, ως τα μύχιά μου. Δε με νοιάζει αν είναι μέρα, ή νύχτα. Χειμώνας, ή καλοκαίρι. Είχα όνειρα, πολλά όνειρα. Πού πήγαν τα όνειρά μου; Είχα χαμόγελο κι ένα τραγούδι έτοιμο στων χειλιών μου τις άκρες. Ποιος, και τι ζωγράφισε ανάποδα την καμπύλη του χαμόγελου στο πρόσωπό μου; Γιατί έμεινα μουγγή σαν ψάρι; Είχα ελπίδες, πολλές ελπίδες. Γιατί κρεμάστηκαν σαν κορδέλες σε δέντρων κλαδιά κι είναι έρμαια του Βοριά, πια; Είχα φωτιά στο βλέμμα κι ένα παραμύθι έτοιμο να ζω μέσα. Ποιος, και τι μου ‘σβησε τη φλόγα απ’ τα μάτια; Γιατί το ‘σκασα απ’ των παραμυθιών τη χώρα;
Θέλω πίσω τη χαρά μου, την ελπίδα, τα όνειρα και το χαμόγελό μου. Θέλω να καίγεται το βλέμμα μου, ξανά· να τραγουδήσω πάλι. Θέλω το πιο όμορφο παραμύθι να το κατοικήσω, θέλω να ξέρω αν είναι καλοκαιριού αποχαύνωση ή οργασμός χειμώνα αυτό που ζω. Θέλω, θέλω, θέλω… και μπορώ!
_
γράφει η Θώμη Μπαλτσαβιά
0 Σχόλια