Όλα ξεκινούν ένα αναποφάσιστο βράδυ. Καιρός άστατος: Ισχνές ψιχάλες βροχής σε ένα άτακτο «σταρτ-στοπ» και ένα αλλήθωρο φεγγάρι, με το ένα μάτι κρυμμένο πίσω από σύννεφα και το άλλο λοξά στραμμένο προς τα γήινα, σε μία συνθήκη χλευαστικής επιτήρησης. Είναι φθινόπωρο, μάλλον. Αλλά θα μπορούσε να είναι και το τέλος του θέρους. Αμφίθυμη ακόμη και η εποχή, επισημαίνει επιδέξια πως «Τίποτα δεν αποκλείεται». Σε λίγα λεπτά από τώρα η δήθεν-βροχή πρόκειται να κοπάσει, προσφέροντας μία άψογη ευκαιρία για ανακωχή.
Εάν την αρπάξει, ο ψηλός νεαρός με τα τεράστια μελαγχολικά μάτια, θα βγει από το σπίτι του, θα κατέβει τα 36 σκαλιά που τον χωρίζουν από την κεντρική λεωφόρο και θα μπει σε ένα κίτρινο τρόλεϊ της γραμμής: «Κέντρο». Θα κατέβει στην προτελευταία στάση, θα σπρώξει έναν ηλικιωμένο, θα βρίσει έναν βαριεστημένο και θα κάνει χώρο σε μία έγκυο. Θα νιώσει, τελικώς, πως έκανε μια καλή πράξη και σήμερα.
Αναποφάσιστα θα μπει στο πρώτο τυχάρπαστο ανθοπωλείο και θα αγοράσει ένα ματσάκι φρέζιες. Γαλάζιος φιόγκος και ανακυκλώσιμο χαρτί, στο χρώμα της νοσταλγίας. Θα κρύψει το ματσάκι μέσα στην ασφάλεια της ζακέτας του, θα μεγαλώσει τα βήματά του και έπειτα θα κοντοσταθεί, δύο ακριβώς οικοδομικούς αριθμούς πριν το 53. Μέσα από το τζάμι θα διαβλέψει έναν ζαχαροπλάστη που ζυμώνει αποβραδίς κουλουράκια κανέλας, σταφιδόψωμα και λέμον-πάις. Η μνήμη του, ακόρεστη και ονειροπόλα, θα τον ταξιδέψει τότε αβίαστα σε εποχές παντελώς παιδικές: Το ηδονικό σκίσιμο χαρτιού, όταν πρόκειται να ανοίξεις το πρώτο χριστουγεννιάτικο δώρο σου∙ γεύση σοκολάτας, καλά κρυμμένη μέσα σε ροζ κουφέτα μιας κάποιας βάφτισης∙ τα κολλώδη πειστήρια που αφήνει το λιπ-γκλος φράουλας, ενόσω μάχονται οι γλώσσες, τα χείλη και δυο ζευγάρια εφηβικά σιδεράκια δοντιών, που διψούν για «κάτι παραπάνω» από ένα αθώο άγγιγμα πάνω απ’ τα ρούχα.
Παραδομένος απόλυτα στο εσώτερον αυτό δέος που γεννούν οι αυτάρεσκες αναμνήσεις, ο ψηλός νεαρός με τα τεράστια μελαγχολικά μάτια θα κάνει μερικές ακόμα αβέβαιες, γενναίες δρασκελιές και θα χτυπήσει τελικά μία, και έπειτα μία ακόμη φορά το κουδούνι της πολυκατοικίας με τον αριθμό 53. Τα κλάσματα των δευτερολέπτων που θα μεσολαβήσουν, θα διαρκέσουν όσο μια ολόκληρη περιστροφή της γης γύρω από τον ήλιο, τον εαυτό της και ολόκληρο τον γαλαξία. Και έπειτα όλα θα καταρρεύσουν μέσα σε μία ρευστή, κρεμώδη, παλλόμενη αίσθηση μέθεξης, σαν εκείνη απαντήσει στο κάλεσμα του κουδουνιού, και σαν του επιτρέψει, λίγο αργότερα, να ανέβει με τα πόδια – γονυπετής σχεδόν- και τους τρεις ατελείωτους ορόφους, μέχρι το κατώφλι που χωρίζει τη «ζωή πριν» και τη «ζωή μετά».
Πολύ πιθανά θα κάνουν πολλές φορές έρωτα το βράδυ εκείνο και τα πολλά βράδια που πρόκειται να ακολουθήσουν. Κάποια από αυτές τις νύχτες της αποχαύνωσης, μάλλον με καθάριο ουρανό κι αισθήματα σε απόλυτη συναστρία, εκείνη θα συλλάβει τον καρπό, που μυστικά κυοφορούσαν μέσα τους οι πλανεύτρες φρέζιες όλον ετούτο τον καιρό. Μοσχοβολιά, λευκά σεντόνια και ένα «αχ» από τα στήθια μέχρι τα επουράνια.
Και ύστερα θα μαλώσουν, θα συμφιλιωθούν, μπορεί κάποτε να χωρίσουν, μπορεί ακόμη και να συμπλεύσουν μέχρι το τέλος του ανθρώπινου χρόνου, και πέρα, ίσως, και από αυτόν, μέσα στην αγκαλιά του άχρονου, θεϊκού σύμπαντος∙ δυο ψυχές σε απόλυτη ταύτιση, αερικά πλάι στο αλλήθωρο φεγγάρι, που άλλοτε χλευάζει, άλλοτε επιτηρεί, μα πάντοτε συν-κινεί. Όμως όλα αυτά πρόκειται να κριθούν ένα βροχερό απόγευμα με ψιλόβροχο, την τελευταία μέρα του θέρους. Αμφίθυμη ακόμη και η εποχή, σαν να επισημαίνει εσκεμμένα πως «Τα πάντα, διάολε, είναι πιθανά!».
Σε λίγα λεπτά από τώρα η δήθεν-βροχή πρόκειται να κοπάσει, προσφέροντας μία άψογη ευκαιρία για ανακωχή. Ένας ψηλός νεαρός με τεράστια μάτια κοντοστέκεται αμφίθυμος μπροστά στην πόρτα του.
Θα μπορούσε να βγει στο δρόμο, να κατέβει τα 36 σκαλιά που τον χωρίζουν από την κεντρική λεωφόρο και να πάρει το πρώτο διερχόμενο τρόλεϊ ή ακόμη και ένα ταξί. Θα μπορούσε, επιπλέον, να της αγοράσει ένα ματσάκι φρέζιες (γνωρίζει τη λεπτή, ντελικάτη ταραχή που γεννά το άρωμά τους, ικανή για μεγάλες μετάνοιες, πιθανή για τρομερές μεταστροφές). Τα πάντα τη στιγμή ετούτη φαντάζουν αβέβαια. Και δυνατά. Ένα μεγάλο άλμα πίστης, μία βουτιά στο κενό, παρέα με το αλλήθωρο βλεφάρισμα του φεγγαριού, έτσι όπως μάς εμπαίζει μισο-φασκιωμένο, πίσω από το πέπλο ενός άλικου σύννεφου. Ο νέος με τα τεράστια μάτια κοντοστέκεται: Πολύ μεγάλη αποκοτιά. Φαντάζεται τους τρομερούς «άλλους», όλους εκείνους τους αναρίθμητους επίδοξους μνηστήρες, όλα εκείνα τα αστάθμητα εμπόδια, όλα εκείνα τα «μη». Θάνατος! Ζόφος! Αδύνατον!
Σε μιαν άλλη γειτονιά, έξι, περίπου, χιλιόμετρα μακριά, μια ξανθιά κοπελίτσα κλείνει τα πατζούρια, βάζει στη θέση του το μάνταλο της πόρτας και φορά μια λευκή λινή νυχτικιά. Τα μαλλιά της μυρίζουν μέντα. Αχ, πόσο θα ήθελε να τα μυρίσει εκείνος…. Να χαθεί μέσα στις μπούκλες της και να διαβλέψει την απόκρυφη ετούτη σχολαστικότητα, με την οποία κάθε μικρή λεπτομέρεια είναι τακτοποιημένη αποκλειστικά και μόνον για αυτόν.
Εάν δεν φανεί, αποφασίζει σιωπηρά -και αμετάκλητα-, θα πρέπει να προχωρήσει. Να δώσει το «πράσινο φως» σε εκείνον τον συμπαθητικό συνάδελφο που τόσο καιρό τώρα την φλερτάρει σθεναρά, να αρχίσει να βγαίνει συχνότερα, να πίνει λίγο περισσότερο, να κάνει ό,τι μπορεί για να λησμονήσει. Πολύ πιθανόν να γνωρίσει κάποιον άλλον, μέρες ή μήνες ή χρόνια μετά, να ταξιδέψουν στην επαρχία, να ενθουσιαστούν από τις απλές χαρές της φύσης, να ανοίξουν -ίσως- μαζί ένα μικρό μαγαζάκι με παγωτά, καραμέλες βουτύρου και μαλλί της γριάς. Ίσως, πάλι, να μείνει για κάποιον καιρό μόνη της, να ανασκουμπωθεί, να σοβαρέψει, να μεγαλώσει, να πάρει δύο ακόμη πτυχία∙ να ανα-πληρώσει, κοντολογίς, τον χαμένο χρόνο. Πού καιρός για μεγάλα αισθήματα; Και είναι, μάλλον, ιδιαίτερα πιθανό τα πράγματα να συμβούν κάπως έτσι. Πάνω-κάτω, δηλαδή.
Η κοπελίτσα τώρα ξεφυσά, αφήνει τη ρόμπα της στην πολυθρόνα και χώνεται κάτω από τα λευκά σεντόνια. Κλείνει τα βλέφαρα και επιτρέπει στον εαυτό της να σκεφτεί τον νεαρό με τα τεράστια μάτια για ακόμη μία -τελευταία- φορά.
Η πόλη τώρα σωπαίνει∙ κρατά την ανάσα της σφιχτά∙ συμπάσχει αδιόρατα σε αυτό το καθοριστικό δίλλημα. Το φεγγάρι -ακόμη και κείνο- ξεδιαλύνει με φούρια τα ενοχλητικά νεφελώματα∙ συνδράμει κατάφορα τις γενναίες αποφάσεις. Θεοί και άγιοι απλώνουν με φούρια πόδια και χέρια, μπας και γυρίσει ο τροχός και καθαρθεί το βράδυ ετούτο ένα ακόμη από τα αμέτρητα ανθρώπινα δράματα.
Ο νεαρός παρατηρεί πως η βροχή σταματά. Να το πάρει σαν σημάδι, άνεμο ούριο και οιωνό καλό; Πλησιάζει το χέρι του στο πόμολο της πόρτας. Η κοπελίτσα, έξι χιλιόμετρα μακρύτερα, ανοίγει τα μάτια της. Ένα παράξενο φουρφούρισμα κάτω απ΄τη λευκή νυχτικιά∙ σαν ένστικτο, σαν αίσθημα προφητικό. Ένας κεραυνός σχίζει αιφνιδιαστικά τον ουρανό∙ η έσχατη πρόκληση, κάτι σαν αναγκαιότητα για μια διόλου αυτονόητη υπέρβαση. Η λαβή στο χερούλι της πόρτας χαλαρώνει.
Η ιστορία τώρα σπάζει στα δυο, τα πάντα είναι πιθανά και αμοιβαία αποκλειόμενα. Ένα παιδί μπορεί να γεννηθεί, ή να μην γεννηθεί. Ένα μαγαζάκι με υπαίθριους πάγκους για σορμπέ και παγωτό χτίζεται και γκρεμίζεται, ξαναχτίζεται και ξαναγκρεμίζεται μέσα δευτερόλεπτα. Γνωστοί ανταμώνουν και χωρίζονται για πάντα. Την επόμενη μέρα ένας συνάδερφος μπορεί να κατακτήσει το κορίτσι που από καιρό ονειρεύεται. Μπορεί και να γυρίσει στο σπίτι ηττημένος∙ μία ακόμη απέλπιδα προσπάθεια. Μέσα στα επόμενα λεπτά ένας ανθοπώλης ενδέχεται να σφραγίσει το εμπόρευμά του -μανόλιες, αμάραντους και φρέζιες- πίσω από μεταλλικά κιγκλιδώματα. Αν, τελικά, του τύχει να πουλήσει ένα ματσάκι σήμερα, θα αποφασίσει να το αμπαλάρει με ανακυκλώσιμο πεπαλαιωμένο χαρτί και γαλάζια κορδέλα. Με τα λιγοστά του κέρδη θα κατευθυνθεί προς το σπίτι και στο δρόμο, εντελώς παρορμητικά, θα αγοράσει ένα λαχείο. Χωρίς να το γνωρίζει ακόμα, ο λαχνός του θα είναι ο πρώτος τυχερός. Με τα χρήματα αυτά θα αγοράσει ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα, μια βάρκα -«Παντοκράτειρα»- και ένα μικρό υπαίθριο περίπτερο για παγωτά και χυμούς «στο χέρι». Τα πάντα είναι πιθανά το βράδυ αυτό, με το σιγανό, αναποφάσιστο ψιλόβροχο και το φεγγάρι σε στάση αναμονής, κρυμμένο πίσω από νέφη, πάθη και ενδεχόμενα.
Λίγο μακρύτερα, ένας μεσόκοπος οδηγός τρόλεϊ θα σταματήσει για την καθιερωμένη αποβίβαση-επιβίβαση. Δεν θα τού περνάει ούτε φευγαλέα από το μυαλό πως μπορεί να γίνει σύντομα κοινωνός ενός μεγάλου μυστηρίου: Ενός έρωτα, ενός χωρισμού, μίας απρόβλεπτης στροφής της μοίρας. Το μόνο που θα γνωρίζει είναι πως το θέρος πέρασε και πως το φθινόπωρο αναμένεται άστατο. Το μόνο που θα αποζητά είναι να τελειώσει γρήγορα-γρήγορα τη βάρδια του και να γυρίσει σπίτι του, να βάλει ένα τσίπουρο, μία κονσέρβα τσίρους με κάπαρη, και να ανοίξει την τηλεόραση σε κάποιο καινούριο ριάλιτι. Σιχτιρίζει λοιπόν, εύλογα, για την απροσδόκητη κίνηση που συναντά στον δρόμο και παραβλέπει- αναμενόμενα- την κρυφή και μοιραία σκοπιμότητα, που ενέχει το βάρος της στιγμής ετούτης, που κυλά βασανιστικά αργά εις βάρος του, συνεργώντας κρύφια στις ευχές μια κοπελίτσας, στους πόθους ενός νεαρού με τεράστια μελαγχολικά μάτια και στα όνειρα ενός ταπεινού ανθοπώλη.
Και έτσι, ξαφνικά, όλο το σύμπαν αρχίζει να περιστρέφεται γύρω από μία λαβή, χαλαρά προσαρτημένη στο μεταλλικό πόμολο μιας ξύλινης πόρτας, που χρειάζεται επειγόντως λάδωμα.
_
γράφει η Μαριλένα Αβραάμ – Ρέπα
0 Σχόλια