Καθώς το φως της αυγής πάλευε με το σκοτάδι της νύχτας, ακούστηκε ένας θόρυβος, στην αρχή σιγανά, σχεδόν υπόκωφα και μετά πιο έντονα, κάτι σαν μούγκρισμα και πονεμένο ουρλιαχτό, ταράζοντας την ηρεμία που απλωνόταν πάνω από το νησί. Κι όσο περνούσε η ώρα, όλο και περισσότερο δυνάμωνε, κάνοντας την παρουσία του ολοένα και πιο αισθητή.
Το βουητό του ανέμου μαζί κι εκείνο της θάλασσας.
Το μικρό σπιτάκι που στεκόταν πάνω από τα βράχια, κυκλώθηκε από την ορμή του αέρα, που παρέσυρε στο διάβα του το κάθε τι, σαν να θελε να ξεκαθαρίσει πιθανόν κάποιους παλιούς, ανεξόφλητους λογαριασμούς. Αλύπητα, με μίσος θαρρείς, έσπασε τα κλαδιά και σκόρπισε στο έδαφος τα μπουμπούκια της λεμονιάς που δέσποζε στον κήπο αρχόντισσα, αναποδογύρισε τα παρτέρια με τις κόκκινες και ροζ τριανταφυλλιές, ξερίζωσε με μανία τις λευκές γαρδένιες, τις μάδησε και παρέσυρε τα άνθη τους ως κάτω στη θάλασσα.
Ο ουρανός είχε γεμίσει μαύρα, μολυβένια σύννεφα κι ανάμεσα τους πρόβαλε αχνά ένα φεγγάρι κατακόκκινο σαν αίμα.
Μυρίζει θάνατο, σκέφτηκαν πολλοί.
Τα κύματα, ενισχυμένα απ’ τον άνεμο, αγρίευαν, φούσκωναν και χτυπούσαν με δύναμη τα βράχια, φτάνοντας μέχρι την αυλή του μικρού σπιτιού. Αν ήταν μπορετό, σίγουρα θα το γκρέμιζαν συθέμελα, παρασύροντας το ίδιο κι ό,τι έκρυβε μέσα του στο βυθό της θάλασσας.
Τα στοιχειά της φύσης σίγουρα είχανε σμίξει απόψε για να φέρουν κακό και χαλασμό, χαλασμό και κακό.
Η πρώτη ηλιαχτίδα που ξεπρόβαλε δειλά δειλά, κοίταξε γύρω της όλο λύπη. Χάιδεψε με στοργή τα τσακισμένα, ματωμένα και διαμελισμένα άνθη. Μερικά θλιβερά λείψανά τους διακρίνονταν να ταξιδεύουν στην επιφάνεια του νερού, ενώ ένα μικρό, λευκό μπουμπούκι από την άλλοτε θαλερή γαρδένια κι ένα κόκκινο μπουμπούκι από την τριανταφυλλιά πλάι της είχαν απομείνει ξεχασμένα και μισοθαμμένα στην άμμο…
_
γράφει η γράφει η Σμαραγδή Μητροπούλου
Απλά υποκλίνομαι!