Μια παρότρυνση της στιγμής, η προσπάθεια να γεμίσει τις ώρες με κάτι ουσιαστικά ανούσιο την οδήγησαν στην παλιά ξεχασμένη σοφίτα του πατρικού της. Είχε καιρό να ανέβει κάποιος, η σκόνη μαρτυρούσε την έλλειψη ανθρώπινης παρουσίας, η ακαταστασία τη βιαστική φυγή και την επιθυμία να ξεχαστεί το περιεχόμενό της.
Κοίταξε τριγύρω. Παλιά έπιπλα σαν κομμάτια από παλιές φωτογραφίες, διακοσμητικά φερμένα από όλα τα σημεία του ορίζοντα, δώρα του παππού από τα ταξίδια του στον κόσμο. Πιο πέρα μια παλιά βιβλιοθήκη, βιβλία χωρίς ευδιάκριτα εξώφυλλα, καλυμμένα από το ίδιο πέπλο της αδιαφορίας, της εγκατάλειψης.
Σε μια γωνιά το παλιό μπαούλο της γιαγιάς, σφραγισμένο, απομονωμένο, ίσως για να ξεχαστεί κι αυτό. Τι μυστικά μπορούσε να κρύβει, αόρατα στο γυμνό μάτι, απομακρυσμένα, καταχωνιασμένα, καταδικασμένα στη λήθη… Πλησίασε, το άνοιξε προσεκτικά διώχνοντας με το χέρι της τη σκόνη που φυλάκιζε την κλειδαριά.
Τίποτα το τρομακτικό και απόκρυφο δεν ήταν εκεί μέσα… παλιές φωτογραφίες, παλιές καρτποστάλ και γράμματα με παραλήπτη τη γιαγιά της. Βιβλία και τετράδια, με το δικό της όνομα επάνω, μάρτυρες από τα σχολικά της χρόνια, εργασίες ενός παιδιού αφοσιωμένου στη μάθηση. Τους έριξε μια ματιά, για να θυμηθεί, για να αναπολήσει την παιδική της ξεγνοιασιά.
Κάτω κάτω, ένα τετράδιο χωρίς ετικέτα. Το άνοιξε, το ξεφύλλισε, ένα λεύκωμα με ζωγραφιές δικές της και τραγούδια. Κοίταξε προσεκτικά τις ζωγραφιές, σύμβολα της αγάπης της για τα χρώματα και τις εικόνες. Αγαπημένα τραγούδια, γραμμένα εξ ακοής με τον έντονα παιδικό χαρακτήρα, τα μεγάλα στρόγγυλα- πολλές φορές άτεχνα- γράμματα που σε τίποτα δεν θύμιζαν το τώρα. Έφτασε στις τελευταίες σελίδες με λαχτάρα, με την ανυπομονησία να ανακαλύψει κάτι από το παιδί που ξέχασε ότι υπήρξε με το πέρασμα των χρόνων. Τελευταίες σημειώσεις… ένα κείμενο άγνωστο…
«Κάθισε πλάι μου, αγάπη μου, αφουγκράσου την καρδιά μου. Χαμογέλα γιατί η ευτυχία σου είναι το σύμβολο του μέλλοντός μας. Να είσαι χαρούμενος γιατί οι λαμπερές ημέρες αγαλλιάζουν μαζί μας.
ΑΓΑΠΑ ΜΕ!
Η ψυχή μου μού μιλάει για κάποιες αμφιβολίες στην καρδιά σου, αλλά οι αμφιβολίες στην αγάπη είναι αμαρτία.
Μην είσαι λυπημένος αγάπη μου. Το πάθος που ανοίγει τα μάτια μας και σκλαβώνει τις ψυχές μας μπορεί να μας δώσει την ευλογία της υπομονής.
Άκουσα την ψυχή σου να φωνάζει κι ήρθα. Ήρθα να σε παρηγορήσω. Άνοιξε την καρδιά σου σε εμένα, εγώ θα τη γεμίσω με φως. Ρώτα με, θα σου δείξω το δρόμο.
Παρηγορήσου με την αργοπορία μας, γιατί πήραμε έναν όρκο και μπήκαμε στο ιερό του πάθους. Γιατί η αγάπη μας θα μας δώσει τη δύναμη στις δυσκολίες. Γιατί στο όνομα της αγάπης μπορούμε να υπερβούμε τα εμπόδια της φτώχιας και της ατυχίας και του χωρισμού. Θα πολεμήσω αυτές τις δυσκολίες μέχρι να νικήσω και να θέσω μέσα στα χέρια σου τη δύναμη που θα μας βοηθήσει να ολοκληρώσουμε το ταξίδι της ζωής μας.
Αγαπημένε μου,
Η μεγαλύτερη από τις αλήθειες του κόσμου που ξεπερνάει τη φύση μας δεν μπορεί να μεταδοθεί από το ένα πλάσμα στο άλλο με τον ανθρώπινο λόγο. Αυτή η αλήθεια επιλέγει τη σιωπή για να περάσει στις ανθρώπινες ψυχές. Ξέρω πως η σιωπή της νύχτας είναι ο καλύτερος αγγελιοφόρος ανάμεσα στις καρδιές μας. Αυτή μεταφέρει το μήνυμα της αγάπης και ψάλλει τους ύμνους της. Όπως ακριβώς ο Θεός αιχμαλώτισε την ψυχή στο σώμα μας, με τον ίδιο τρόπο το πάθος με φυλάκισε στις λέξεις και στο λόγο.
Λένε, αγαπημένε μου, ότι το πάθος είναι μία φλόγα που καίει την καρδιά μας.
Στην πρώτη μας συνάντηση, αισθάνθηκα ότι σε γνώριζα από πάντα κι όταν χωρίσαμε αισθάνθηκα ότι τίποτα δεν ήταν αρκετό για να μας κρατήσει χώρια.
Σε μια στιγμή σαν αυτή, η Φύση αποκαλύπτει την αιώνια δικαιοσύνη της σε εκείνους που αισθάνονται χαμένοι, που θεωρούν τους εαυτούς τους καθημαγμένους.
Αγαπημένε μου,
Μπορώ να σχηματίσω τη ζωή σύμφωνα με τους κανόνες του μεγαλείου και της ομορφιάς, μία ζωή που άρχισε με την πρώτη μας συνάντηση και που θα διαρκέσει για πάντα.
Γιατί γνωρίζω πως μέσα σου, μπορείς να μετατρέψεις τη δύναμη που ο Θεός έδωσε σαν δώρο σε εμένα σε μεγάλες πράξεις όπως ακριβώς ο ήλιος που εμφυσάει τη ζωή στα εύοσμα λουλούδια στους αγρούς.
Με αυτόν τον ίδιο τρόπο, η αγάπη μου για εσένα θα κρατήσει για πάντα.
Συγχώρεσέ με, αγαπημένε μου, που σου μιλώ χωρίς να ακολουθώ κανόνες αλλά είσαι το άλλο μου μισό, το όμορφο μισό μου, αυτό που εξακολουθούσα να λαχταρώ από όταν βρεθήκαμε μπροστά στα μυστικά εδάφη του Κυρίου μας.
Συγχώρεσέ με…
Η ΑΓΑΠΗ – που είναι ο Θεός – θα ακούσει τους στεναγμούς μας και θα δει τα δάκρυά μας σαν το θυμίαμα που καίει στο ιερό και θα μας ανταμείψει όπως αξίζει να ανταμειφθούμε.
Αντίο, αγαπημένε μου. Πρέπει να φύγω πριν δύσει το φεγγάρι, το φεγγάρι που θα μου δείξει το δρόμο.
Αντίο, αγαπημένε μου…»
Ένιωσε περίεργα. Το ύφος, ο ρυθμός του, οι λέξεις, όλα ανεπαίσθητα της θύμιζαν κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Θα ήταν κάποιος γνωστός συγγραφέας, κάτι που είχε διαβάσει κι είχε αντιγράψει για να το θυμάται. Πήρε το τετράδιο μαζί της, έκλεισε το μπαούλο και κατέβηκε κάτω.
Μία γρήγορη αναζήτηση στο ίντερνετ θα της αποκάλυπτε σίγουρα τον άγνωστο συγγραφέα. Έβαλε φράσεις από το κείμενο… η μηχανή αναζήτησης όμως αρνιόταν πεισματικά να δώσει ένα τέλος στην απορία που πεισματικά είχε σφηνωθεί στο μυαλό της. Μετά από αμέτρητες προσπάθειες, η έκδηλη απογοήτευσή της την έκανε να αναρωτηθεί αν άξιζε τον κόπο. Έπαιξε νευρικά με το στυλό που κρατούσε στο χέρι της, προσπαθώντας να βρει άλλη λύση στο πρόβλημα. Αυτό το άψυχο στυλό κάθισε νωχελικά πάνω στο προτελευταίο λευκό φύλλο χαρτιού που υπήρχε στο τετράδιο μετά από εκείνες τις τελευταίες λέξεις, σαν να την προσκαλούσε να τις γεμίσει, να ολοκληρώσει.
Οι εικόνες, οι ζωγραφιές, τα τραγούδια άρχισαν να την πλημμυρίζουν κι άφησε ελεύθερο το νου να ιχνηλατήσει την πορεία του χεριού της…
«Μου φαίνονται τόσο περίεργα γραμμένα όλα αυτά, μου θυμίζουν ένα κορίτσι που γνώριζα κάποτε. Κι εκείνο έγραφε, διψούσε να βάλει τις σκέψεις του σε λέξεις, όχι για να τις φυλακίσει αλλά για να τους δώσει αξία στα ανθρώπινα μάτια, να γίνουν αντιληπτές από τους άλλους, αυτούς που νοιάζονταν να την ακούσουν. Αυτό το κορίτσι δεν ξανάγραψε, δεν βρήκε προορισμό για τις όμορφες σκέψεις του, έχασε την πορεία του.
Το ξέρεις ότι φταις εσύ γι’ αυτό; Δεν ήταν ότι δεν βρήκε ανταπόκριση στις ευγενικές εικόνες που περνούσαν από το νου της, εσύ της στέρησες το δικαίωμα να ονειρεύεται. Έβαλες τον εαυτό σου πάνω από εκείνη κι άφησες τα πάθη σου να σε κυριεύσουν. Η ανόητη επιθυμία σου να αντιταχθείς σε αυτούς που σε πλήγωναν σε έστρεψε στην άρνηση και στο πείσμα, παραμερίζοντας την αγνή ψυχή και τις αξίες της.
Έγινες έρμαιο ξένων επιθυμιών κι υποτάχθηκες στη δική σου αδυναμία και στην ανασφάλειά σου, παρασύροντας κι εκείνη μαζί σου. Μπορούσες να αντιταχθείς στον ψυχικό εξαναγκασμό που η ίδια επέβαλλες στον εαυτό σου και να σηκώσεις το ανάστημά σου για να διεκδικήσεις όλα αυτά που μάλλον αυτονόητα ήταν. Όχι όμως, αρνήθηκες ρητά και κατηγορηματικά το δικαίωμά σου στη ζωή, βουλιάζοντας όλο και πιο βαθιά στο τέλμα των μαύρων σκέψεών σου, μολύνοντας ταυτόχρονα κι αυτήν την ευγενική ψυχή, λερώνοντάς την με τα δικά σου ψεγάδια.
Δεν έπαψες να κατηγορείς όλους αυτούς που σε περιτριγύριζαν για το ανδρείκελο που είχες καταντήσει. Πότε όμως, πες μου, εσύ είπες όχι και τους πέταξες από πάνω σου; Πότε ενήργησες με μόνο σου κριτήριο το τι δικαιούταν αυτό το μικρό παιδί;
Το ξέρω αυτό το παιδί, τώρα νιώθω πως το ξέρω καλά. Γιατί αγωνίστηκε με νύχια και με δόντια να αποτινάξει το ζυγό σου, προσπάθησε να σε θυμιατίσει και με το δικό του τρόπο βρήκε το Καθαρτήριό του. Μέσα από τις πράξεις του εξιλεώθηκε κι εξαγνίστηκε ακολουθώντας τον αντίθετο από το δικό σου δρόμο. Εσύ όμως εκεί, δεν απομακρύνθηκες, δεν σεβάστηκες την επιθυμία του να ξεχωρίσει, να διαβεί το δικό του μονοπάτι, έμεινες σαν σκιά να στοιχειώνεις την ψυχή του.
Με κίνδυνο να χάσει ότι πιο πολύτιμο απέκτησε όταν απομακρύνθηκε από εσένα, πέρασε στην εξομολόγηση, μαρτύρησε την αλήθεια, όχι για να σε κατηγορήσει αλλά για να μπορεί να κοιτάξει κατάματα τη ζωή του. Ξέρω όμως τώρα γιατί είσαι ακόμα εκεί, έχεις ένα ανεκπλήρωτο χρέος… να ζητήσεις συγγνώμη από αυτό το παιδί, να το ελευθερώσεις, να εξαφανιστείς για πάντα, να το αφήσεις να πορευτεί μόνο του …»
Οι κενές σελίδες τελείωσαν και απέμεινε να κοιτάζει αυτά που είχε γράψει. Δεν υπήρχε πλέον καμία απορία. Πήρε από το συρτάρι ένα καινούριο τετράδιο και βάλθηκε να αντιγράψει αυτό το ανώνυμο γράμμα, με χέρι σταθερό και πειθήνιο στη θέλησή της. Μόλις τελείωσε, κοίταξε το παλιό τετράδιο, το πήρε, ανέβηκε ξανά στην σοφίτα. Άνοιξε το μπαούλο και το έθαψε βαθιά μέσα με γρήγορες κι αποφασιστικές κινήσεις. Η πόρτα της σοφίτας έκλεισε για τελευταία φορά.
Κοίταξε το καινούριο αυτό τετράδιο. Είδε μπροστά της να απλώνονται μίλια από λεπτές γραμμές που περίμεναν το δικό της στυλό να τα διανύσει, να τα γεμίσει, να καλύψει την απόσταση που της στέρησε ο χρόνος, ο ίδιος της ο εαυτός.
«Αγαπημένε μου.. συγχώρεσε το αντίο μου, συγχώρεσε την απουσία μου… ήταν μία στάση που έπρεπε να κάνω, μέχρι να ξαναβρώ το χάρτη μου, μέχρι να καταφέρω να διακρίνω τη μορφή σου…»
_
γράφει η Βαλεντίνα Σάντα
0 Σχόλια