Θανάσης Γεωργιάδης ‘Ωδές’
«Προπαγανδίζω τον ήλιο ως εξομολόγηση, αφηγούμαι συνεχίζοντας την ιστορία της σελήνης και των άστρων»
Θανάσης Γεωργιάδης, ‘Ωδή δέκατη πέμπτη/Του Στέργιου Ψευτογκά’
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
Η ποιητική συλλογή του Ημαθιώτη ποιητή Θανάση Γεωργιάδη, που φέρει τον τίτλο ‘Ωδές’, αποτελείται από 16 ωδές που όλες μαζί συνθέτουν ένα ενιαίο σύνολο το οποίο και δια-περνάται από ατομικές μνήμες μίας εποχής αίματος, από τις εμπρόθετες αρχαίες οιμωγές που εγγράφουν δυνατότητες άρθρωσης μίας ‘θεατροποιημένης’ κίνησης που προτάσσει εαυτούς δίχως το βάρος της αφθονίας, από την ίδια ευρύτητα μίας ιστορίας δημιουργίας.
Με έναν ποιητικό λόγο λυρικό όσο και ρεαλιστικό, δι-ιστορικό και εντατικό, όπως και οι προεκτάσεις της ιστορίας-ιστορικότητας, ο ποιητής φέρει τα ‘σπέρματα’ μίας κείμενης απόκρισης για αυτό που συνιστά την έννοια της ‘χώρας’, συγκροτεί μία πολυ-επίπεδη ποιητική γλώσσα που τροφοδοτείται από μία παρουσία που δεν επι-ζητεί παρά την αξιο-θεμελίωση στο πέραν του ‘καθήκοντος’, ήτοι στην επωδυνότητα που δύναται να εκ-βάλλει από την επίγνωση της ιστορίας, παραθέτει ονόματα (επωνυμίες) που το κάθε ένα κινείται στην οριακότητα μεταξύ ‘πόλης’-χώρας και εξορίας από την χωρά που παραγάγει δυναμικούς συμβολισμούς, στο σημείο όπου οι όροι της δοτικής εξομολόγησης δίχως άμφια διευρύνονται, προσιδιάζοντας σε έναν εαυτό που απερίσταλτα προσφέρει το δικό του ‘είναι’:
«Εγώ, ο Αθανάσιος Γεωργιάδης, έρχομαι απ’ τον μαύρο πόντο η μάνα μου γέννησε πέρ’ απ’ τον μαύρο πόντο ναύκληρος ποντισμένου καραβιού και του προσώπου μου κλειστά τα φύλλα τα μάτια μου λευκό το μέταλλο της Σίδης. Έρχομαι, με τον απήγανο σείοντας την αυλαία του βορρά, με τον βορρά αποκλείοντας τ’ αηδόνια».[1]
Ο ποιητής-υποκείμενο γεννάται στο μέσον της ‘καταιγίδας’, αξιώνει τους ”μαύρους πόντους” που ενέχουν τις δια-ρρήξεις και τις κενώσεις της αιμάσσουσας ‘ανεστιότητας’ εντός ιστορίας, εκ-βάλλει από μία θηλυκή ‘μήτρα’ που γαλουχείται στις μεταπτώσεις του καιρού, αφήνοντας το «εγώ»[2] να ‘συλλάβει’ την μαρτυρίας μίας γενεαλογίας για την οποία ‘εσήμανε η ώρα’: «Εγώ, ο Αθανάσιος Γεωργιάδης»[3], ποιητής της διαστολής ενός χώρου που δύναται να συμπεριλάβει υποκείμενα υπό την επωνυμία του θανάτου, χρησμοδοτήσεις και παροντικές προϋποθέσεις χρησμοδότησης: προϋποθέσεις ‘κατέχειν’.
Το πρόθημα «εγώ» όπως εκφράζεται, συναρθρώνει την πληθυντικότητα του χρόνου, τίθεται ενώπιον και της μητρικής ιστορίας που καθίσταται ιστορία ‘πόνου’, ‘γεννά’ τον ποιητή δίχως όνομα, λέξη και γλώσσα που ‘αλλοιώνεται’ όχι με σωτηριολογικά διακυβεύματα, αλλά με εκφάνσεις εμπιστοσύνης σε αυτό που ακούγεται ‘υπόγεια’.
Το ποιητικό πράττειν, ‘ωδή’ και λειτουργία αναγνώρισης, ενσωματώνει τις δυνατότητες της γλώσσας, νοηματοδοτεί χάσματα τα οποία δομούν το ‘αμάλγαμα ‘Ελλάδα’[4] που κινείται, αναμετράται με την αγωνία της λέξης που ‘προδίδει’ τον ‘εαυτό’ της, εντός μίας νυχτωδίας που δύναται να μετασχηματίσει το ‘μύθευμα’ σε ‘ανίερο’ συμβάν που αναφέρει περισσότερα από αυτά που υπονοεί, τείνοντας προς τα χαρακτηριστικά μίας επάλληλης και Χεγκελιανής διαλεκτικής: «Αυτή τη νύχτα βλέπουμε, όταν κοιτάζουμε τον άνθρωπο στα μάτια- σε μια νύχτα που γίνεται τρομαχτική. Είναι η νύχτα του κόσμου που στέκει ενώπιον μας. Η δύναμη να βγάζουμε από αυτή τη νύχτα τις εικόνες, ή να τις αφήνουμε να πέφτουν μέσα της, (αυτή είναι) το αυτοτίθεσθαι, η εσωτερική συνείδηση, το πράττειν, το σχίσιμο».[5]
Η ιδιαίτερη και Χεγκελιανή «νύχτα του κόσμου που στέκει ενώπιον μας»[6], κοινωνιο-οντολογία ανα-κατασκευής του ανθρώπινου πράττειν, συν-διαλέγεται με την ποίηση των παρορμήσεων, με τον ποιητή Θανάση Γεωργιάδη με τον ποιητή Θανάση Γεωργιάδη να εκ-βάλλει από την ποίηση τους μονοσήμαντους ορισμούς, ή αλλιώς να «βγάζει από αυτή τη νύχτα τις εικόνες», εννοιολογώντας και παράλληλα προσδιορίζοντας μία ποιητικότητα χωρική και συμβαντική (ίδιο συμβάν), ‘δυναμολογική’ και γειωμένη στην περιεχομενικότητας της ιστορίας από την οποία και αντλεί περιεχόμενο: ιστορία[7] του τόπου[8], ιστορία της Ημαθίας (Μακεδονίας) που ισορροπεί μεταξύ αρχαίων εγγραφών και προσφυγικών μνημών[9], ιστορίας μίας χώρας που επανεπινοεί διαρκώς την στρατηγική της ‘θέση’: ‘μήτρα’ και ‘τελεολογία’.
Διαμέσου των ιστορικών και δι-ιστορικών χασμάτων που συναρθρώνουν τις ατομικές-ποιητικές δεσπόζουσες με μία εκτατική εκ-φορά φίλων που ‘επιτελούν’ ιστορία ή την ιστορία, με την ιστορία και ωσάν ‘πανάκεια’, η ποιητική γραφή νοηματοδοτεί τις συναρμογές του θανάτου, του παράλληλου και ‘ανένταχτου’, του βιωμένου και ‘θυσιαστικού’, της ενικότητας του ως ‘τραύμα’ και επί της γλώσσας, της πληθυντικής του καθημερινοποίησης, βαθυ-δομικά ενεγραφόμενης: «Θάνατος είναι η capsula bursa pastoris στα άναντα στα κάταντα στα πάραντα, επειδή πολλά τα βουνά και απειρόκαλα και μεστά, στοιχειωμένα με το πουρνάρι και τη δρόσο (το βουνό φεγγάρι, το βουνό ήλιος). Θάνατος είναι ο αυχαλέος Νεόκοσμος, η ανάλαφρη αϋτμή, η αφύλαγη αφροξυλιά, οι αυτοδάϊκτοι Θηβαίοι».[10]
Ο θάνατος και η θανατική ‘δοκιμάζονται’ εντός ποίησης, προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά ‘μη-απόδοσης’, φωνής που μονολογεί με και δίχως νόστο, μία Καστοριαδική «αλύσωση»[11] που στερείται όχι νοήματος, αλλά «ονόματος», με τον ποιητή να προσθέτει πέραν του συμπεράσματος: «Ο θάνατος δεν έχει όνομα και μετείκασμα»[12], παρά την ιδιο-νομοτέλεια της άρσης, στο κρισιακό σημείο όπου ο θάνατος δύναται να αναγνωριστεί με την φιλοσοφική τροπικότητα του Jacques Derrida, συνιστώντας ”το τέλος του μοναδικού κόσμου».[13]
Στις πολλαπλές δυνατότητες της γλώσσας[14] και δη της ποιητικής γλώσσας εντάσσονται οι ‘Ωδές’ μίας και πολλών εποχών, οι ‘Ωδές’ της επίμονης ‘δημιουργίας και ‘ανα-δημιουργίας’, των νοητικών μεταβάσεων, της και πολιτικής εστίασης[15], με την ποιητική «αυτο-αναφορά να παραμένει πάντα ένα κάλεσμα (Anspruch) προς το άλλο, ακόμα και στο άλλο, το απρόσιτο εντός του. Δεν αναστέλλει σε τίποτα την αναφορά στο μη ιδιοποιήσιμο»[16], όπως επισημάνει o Jacques Derrida.
H κάθε ‘ωδή’ αναπαριστά το ανολοκλήρωτο ως βιο-κίνηση και διαλεκτική, ‘ενσαρκώνει’ το ποιητικά ρυθμικό το οποίο και δια-περνάται από τις αναζητήσεις μίας πατρίδας που πρωτίστως ‘δια-μοιράζει’ τα κομμάτια της, «σαν σκευωρία που υπάρχει εντός μας διαρκώς ή έρχεται απόξω νοτισμένη-ένας ανθόκηπος νοτισμένος το πρωί».[17]
Το ποίημα υπό τους όρους της ορίζουσα χώρου και ‘αμαρτωλού’ χρόνου, λειτουργεί με βάση αυτό που ο Heidegger προσδιορίζει ως «ημερομηνιακό ενδεχόμενο»[18] (Datierbarkeit), πεδίο εγγραφής και επανεγγραφής ‘σπειροειδούς’ γλώσσας που προβαίνει σε κύκλους γύρω από την ιστορία. Και όπως γράφει η ποιήτρια Μαρία Μαραγκουδάκη: «Έστω ότι…» Το σχήμα της αλήθειας ρευστό σαν τις επιθυμίες. Ενίοτε παραπλανητικό και απροσδιόριστο».[19] Η ποίηση του Θανάση Γεωργιάδη ενσκήπτει στο μέσον μίας εμφαντικής ‘διαφάνειας’.
Η ποίηση του Θανάση Γεωργιάδη αναδεικνύει τις διαστάσεις κινήσεων και ενός ‘μεταμορφισμού’ που δύναται να ‘παρασύρει τα πάντα’, εννοιολογεί και περιλαμβάνει ατελεύτητες συνθέσεις που φέρουν τον τόπο[20] για να τον υπερβούν, προβαίνοντας σε μία εμπρόθετη ονοματοδοσία: το εκστατικό καθίσταται το νέο ρεαλιστικό. «Μαυρίζει πάλι η Βέροια, θ’ ανοίξει την καστρόπορτα ο Χατζηκαταβίας το χώμα θα την ξεράσει στην εκκλησία του Χριστού βουρκόλακας θα σέρνεται νύχτα στις ρύμες. Αλλάζουν οι καιροί κι οι τόποι αλλάζουν».[21]
Εντός της περιεχομενικότητας της ποίησης προστρέχουν οι τελετουργικές απολήξεις ενός γίγνεσθαι, ιστορικού, που τροφοδοτείται, από την ίδια μεταβολή. «Η τρικυμία- μέχρι πέρα στο Σαντό, ο γαλαξίας»[22], όπως γράφει ο Ιάπωνας ποιητής Ματσούο Μπασό. Ο ποιητικός του λόγος δεν ‘καταθέτει τα όπλα’.
_____
[1] Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδης Θανάσης, ‘Ωδή πρώτη’, Ποιητική Συλλογή ‘Ωδές’, Εκδόσεις Σύγχρονοι Ορίζοντες, Αθήνα, 2007, σελ. 9.
[2] Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδης Θανάσης, ‘Ωδή πρώτη…ό.π.
[3] Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδης Θανάσης, ‘Ωδή πρώτη…ό.π. Το περιώνυμο «εγώ», σπαράσσεται από τις ίδιες ποιητικές εντάσεις, παραμένει επι-γενόμενο την ίδια στιγμή, ομνύει στην περατότητα του: βιό-κοσμος προς βιό-κοσμο, προς την «πείνα» για την μοναδική λέξη.
[4] Η Ελλάδα, στο εντός και στο πέραν, αποτελεί, στα συμφραζόμενα του ποιήματος, συμβολικό πεδίο αξίωσης και μετωνυμίας-μεταφοράς: ‘τόπος λύπης’ και ‘λεηλάτησης’, ‘επι-κοινωνίας’ με την ‘απώλεια’ της στο χρόνο, «σώμα» δίχως «χέρια».
[5] Αναφέρεται στο: Καστοριάδης Κορνήλιος, ‘Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας’, Μετάφραση: Σπαντιδάκη Γιούλη, Χαλικιάς Σωτήρης & Σπαντιδάκης Κώστας, Επιμέλεια Μετάφρασης: Σπαντιδάκης Κώστας, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1978, σελ. 190.
[6] Στο ίδιο, σελ. 190.
[7] «Η Ιστορία είναι αδύνατη και αδιανόητη έξω από την παραγωγική ή δημιουργική φαντασία, έξω από αυτό που ονομάσαμε ριζικό φαντασιακό, όπως αυτό εκδηλώνεται ταυτόχρονα και αδιάρρηκτα στο ιστορικό πράττειν, και στη συγκρότηση, πριν από κάθε ρητή ορθολογικότητα, ενός σύμπαντος σημασιών». Βλέπε σχετικά, Καστοριάδης Κορνήλιος, ‘Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας…ό.π., σελ. 217.
[8] Η «λεηλατημένη» χώρα του Θανάση Γεωργιάδη, ‘επι-κοινωνεί’ με του «κάκτου» τη χώρα, την ποιητική θέσμιση της γης-προωθημένης όψης, του Τόμας Έλιοτ.
[9] «Εγώ, ο Αθανάσιος Γεωργιάδης, γιος χωρικών και χωρικός, έρχομαι δεξί φτερό αποθαμένου αγγέλου μετά τα νοητά που οι λέξεις πλεονάζουν, παρά τα πράγματα, όταν πλεονάζουν, έρχομαι στην πλουτισμένη φτώχεια ο ενδεής, το υποκείμενο μιας άλλης τέχνης (γνωρίζω τα διαιρετικά, και αφαιρούν στοιχεία)· από τα ύψη στα νερά το πρόσωπο μου και των γηλόφων την ανωνυμία παίρνοντας, το δέρας που δεν απογίνεται, φθορά συν μάρμαρο γαλβανισμένο, έρχεται πάλι κι έφτασα πριν να το στέρξουν. Είμαι η αποκάλυψη προ του προφήτη. Είμαι το φως πριν από τη φωτιά αξεχώριστα. Είμαι η φωτιά μετά τον ζόφο· το δακρυσμένο κελάηδημα του αηδονιού. Είμαι το τελευταίο σπίτι». Το «εγώ», πάντα πρόθημα, προσιδιάζει στην ιστορία όπου και ανήκει δραστικά, προφέρει και προσφέρει την ‘ορίζουσα’ ενός γίγνεσθαι και μίας ‘από-κάλυψης’ που επι-γεννάται στο ‘Είμαι’, στο δεν ‘κοιτώ’ παρά ‘τρέφομαι’: «Είμαι η αποκάλυψη προ του προφήτη». Η ποιητική γλώσσα ‘ασκείται’ στα χαρακτηριστικά μίας γενεαλογίας που καταυγάζει ίδια ποίηση ‘από-καλυπτική’: «γιος χωρικών και χωρικός», ένα ‘εγώ’ θυσία των μορφών για την μορφή, συμπύκνωση προέλευσης: ‘Είμαι αυτό που έγινα’. Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδης Θανάσης, ‘Ωδή πρώτη…ό.π., σελ. 12.
[10] Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδης Θανάσης, ‘Ωδή ενδέκατη/Θρηνητική στον Αλέξη Τραϊανό…ό.π., σελ. 72.
[11] Βλέπε σχετικά, Καστοριάδης Κορνήλιος, ‘Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας…ό.π.
[12] Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδης Θανάσης, ‘Ωδή ενδέκατη/Θρηνητική στον Αλέξη Τραϊανό…ό.π., σελ. 75. Ο θάνατος δια-περνά, εντατικοποιεί τις λειτουργίες του κόσμου/γίγνεσθαι, εκείνη την στιγμή, συνιστώντας και συνθέτοντας το ‘είναι’, το ιστορικό του ‘είναι’ που διατρέχει την ενδέκατη ‘Ωδή’. «Θάνατος είναι ο κεκρύφαλος των Ωκεανίδων κι οι κατιφέδες της απλής κυρίας, η περισπωμένη της ομορφιάς στην οδό βιομηχανικών ονείρων, η μαντίγια της Κάρμεν, η αμβλεία γωνία των σκελών της Δανάης, η φαινομηρίδα Κλεομβρότη, το νεκρό Σούνιο και οι κούροι του». Ό,τι σημαίνεται δεικτικά διαμεσολαβεί λειτουργίες θανάτου, φυσικού και συμβολικού, εντατικού και βιο-πολιτικού, ερωτικού και μοναδικού στην εμμένεια του, σωματικού και ελληνικού.
[13] Βλέπε σχετικά, Derrida Jacques, ‘Κριοί. Διάλογος ατέρμων. Μεταξύ δύο απείρων, το ποίημα’, Πρόλογος-Μετάφραση: Αγκυρανοπούλου Χρυσούλα, Επίμετρο: Βέλτσος Γιώργος, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2008, σελ. 26.
[14] «Διότι μια ουσιαστική ιδιότητα της γλώσσας ως συστήματος είναι να μην εξαντλείται στη συγχρονική της κατάσταση, να μην είναι ποτέ αναγώγιμη σε μια κλειστή ολότητα παγίων, καθορισμένων, διαθέσιμων σημασιών, αλλά να περιλαμβάνει πάντα ένα κατ’ εξοχήν και συνεχώς επικείμενο επί πλέον, να είναι πάντοτε συγχρονικά ανοικτή σε μια μεταμόρφωση των σημασιών», τονίζει με ενάργεια ο Κορνήλιος Καστοριάδης, θέτοντας τους όρους του ‘αυτο-θεσμιζόμενου πράττειν’ της γλώσσας, την δυνατότητα εγγραφής πολλαπλών «σημασιών» που δύνανται να ‘μεταμορφώσουν’ την ίδια την γλώσσα σε εγγενή λογική του κοινωνιο-ανθρώπινου ‘είναι’, συναρθρώνοντας το και τα ‘παράγωγα’ με την ‘κεκτημένη φαντασία’. Στο ίδιο πεδίο, η γλώσσα συνιστά «έρειση», επιτέλεση του παραστασιακού προσιτά και ‘απρόσιτα’, μορφή που ‘δοκιμάζει’ το καθημερινά οντολογικό. Βλέπε σχετικά τις ενδιαφέρουσες κοινωνιο-γλωσσικές παρατηρήσεις του Κορνήλιου Καστοριάδη στο έργο του με τίτλο ‘ Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας…ό.π., σελ. 313. Η γλώσσα («γλώσσα είναι οι λέξεις», γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος), δεν συναντά τον ‘απόλυτο’ Νόμο, παρά καθίσταται ‘δυνατή’ στην και στις ‘μητρικές’ τις προοπτικές, στη σπειροειδή χρήση που διασταυρώνοντας διασταυρώνεται η ίδια, εκεί όπου, υπό το πρίσμα μίας Καστοριαδικής οπτικής, που είναι παράλληλα κοινωνιο-γλωσσολογική, κοινωνιο-οντολογική και δι-ιστορική, με μία χροιά έκθετη, και με μία ανάκληση-μεταφορά μίας σεξουαλικοποιημένης ‘επί-γνωσης’ που δύναται να ‘επιστρέψει’ σε μία ‘άσκησης μοναδικότητας, η «γλώσσα μέσα από την καθολική της εκπόρνευση μπορεί πάντα να ξαναβρεί μια άσπιλη παρθενία».
[15] Με έναν ‘φορτισμένο’ λόγο, ο ποιητής ‘καυτηριάζει’ και ‘καταγγέλλει’, ‘εδαφοποιεί’ προκείμενες ‘εργατικότητας’, προσομοιάζοντας στην άρθρωση ‘εικόνων δαιμονολογίας’, στην ανα-πλαισίωση ενός συστηματοποιημένου κοινωνικού-πολιτικού ‘κακού’ (ιδιαίτερος ποιητικός αταβισμός) που επελαύνει στη «χρυσοφόρα» γη, ως ‘αιτία της πτώσης και των δεινών’: «Παρέλαυναν έπειτα χαρτοκλέφτες στην Αθήνα ούτε μία φορά Ελλάδα, διαρρήκτες απατεώνες τραπεζίτες τοκογλύφοι συνοδεία που από πηγή σε γη χρυσοφόρα πορευόταν, φονιάδες μ’ ανίερα χέρια από το αίμα του φτωχού, ειδικοί φοροεισπράκτορες ανέντιμοι με την ατιμία του εργοδότη». Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδης Θανάσης, ‘Ωδή έκτη…ό.π., σελ. 48. Ο πολιτικός λόγος ενσωματώνει όψεις της θεωρίας της εξάρτησης με την απόδοση ενός καθαυτό αρνητικού σημαίνοντος («απατεώνες») σε ιδιότητες όπως οι «τραπεζίτες» που καθίστανται και «τοκογλύφοι», (όροι της ιδιότητας που φέρει την εγγενή εμμένεια της: «απατεωνιά»), τις εκφάνσεις ενός εξιδανικευμένου ‘λαού’ που πάντα, την κρίσιμη στιγμή ‘προδίδεται’ με την ‘θυματοποίηση’ του «φτωχού» που του «πίνουν του αίμα φονιάδες».
[16] Βλέπε σχετικά, Derrida Jacques, ‘Κριοί. Διάλογος ατέρμων. Μεταξύ δύο απείρων, το ποίημα…ό.π., 39.
[17] Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδης Θανάσης, ‘Ωδή δέκατη έκτη/Του Ορφέα…ό.π., σελ. 94-95.
[18] Αναφέρεται στο: Derrida Jacques, ‘Κριοί. Διάλογος ατέρμων. Μεταξύ δύο απείρων, το ποίημα…ό.π., σελ. 52. Η Χαϊντεγερριανή αναλυτική εννοιολογεί το γίγνεσθαι ως ενδεχομενικότητα ‘χρόνου πάνω στο χρόνο’, οικειοποιείται τις όψεις της άρθρωσης μίας πορείας που ομνύει στην ενδεχομενικότητα της πορείας υπό το πρίσμα της τελετουργικής κατίσχυσης: η ανθρωπινότητα και το ‘μηδέν’.
[19] Βλέπε σχετικά, Πατρώνης Τάσος, ‘Μαθηματικά & Ποιητική του Κοινωνικού Χωροχρόνου: έξι + μία διαφορετικές γραφές με λειτουργικά κοινά σημεία’, Περιοδικό ‘Οδός Πανός’, τχ.180, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2018, σελ. 74.
[20] Στο ποιητικό ‘ενεργείν’ του Θανάση Γεωργιάδη, ο ‘τόπος’ προβάλλει ως «σκιαγράφημα κίνηση και σκιαγράφημα αντίληψης», όπως τονίζει ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Βλέπε σχετικά, Καστοριάδης Κορνήλιος, ‘Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας…ό.π., σελ. 212.
[21] Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδης Θανάσης, ‘Ωδή Πέμπτη…ό.π., σελ. 37.
[22] Βλέπε σχετικά, Μπασό Ματσούο & Ίσσα Μπαγιάσι, ‘Ο κόσμος της πάχνης’, ‘Σαραντατρία χαϊκού’, Απόδοση: Καψάλης Διονύσης, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2008, σελ. 15.
0 Σχόλια