Ήταν μια συνηθισμένη νύχτα όπως όλες. Εκείνος καθόταν και έβλεπε τηλεόραση, εκείνη ήταν έξω στη γωνιά που πήγαινε πάντα όταν ήθελε να σκεφτεί. Κοιτούσε τον ουρανό και ονειρεύονταν το μέλλον της έλεγε. Είχε περάσει πολλή ώρα που ήταν έξω. «Τι κάνει τόση ώρα μόνη της;» είπε και σηκώθηκε από τον καναπέ που καθόταν για ώρα, για να βγει έξω στο μπαλκόνι να την βρει.
«Γιατί είσαι έξω τόση ώρα; Δεν κρύωσες;»
«Ο αέρας μου δίνει την ελευθερία που χρειάζομαι, μου καθαρίζει το μυαλό, τις σκέψεις.»
Την πλησίασε την αγκάλιασε, την φίλησε στον λαιμό απαλά και τις ψιθύρισε στο αυτί:
«Σ’αγαπώ όσο τα άστρα αγαπούν τη νύχτα.»
Εκείνη χαμογέλασε, γύρισε μπροστά του και τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Δεν θέλω να σε χάσω» του είπε με ένα βλέμμα γεμάτο θλίψη.
«Να κάνουμε μια συμφωνία, αν σου πω κάποτε να χωρίσουμε, θέλω να μου δώσεις μια σφαλιάρα να συνέλθω γιατί σίγουρα δεν θα είμαι στα καλά μου για να θέλω να φύγω.»
«Σύμφωνοι τότε, αλλά πρόσεχε γιατί το χέρι μου είναι βαρετό.»
Άρχισαν να γελάνε και τότε ένα αστέρι έπεσε στον ορίζοντα του ουρανού.
«Κάνε ευχή, κάνε ευχή!» του είπε με μια χαρά.
«Δεν χρειάζεται, η ευχή μου έχει πραγματοποιηθεί από την μέρα που ήρθες στη ζωή μου.»
Τότε την έπιασε πάνω του και ξάπλωσαν μαζί στο κρεβάτι τους αγκαλιά και καθώς περνούσε η ώρα αυτή τον κοίταζε συνέχεια στα μάτια και του είπε:
«Θα με αγαπάς ακόμα όταν ξημερώσει;»
«Θα σε αγαπάω κάθε ξημέρωμα και πιο πολύ μικρή μου.»
Κοιμήθηκαν αγκαλιά και τα όνειρα τους ενώθηκαν μέσα στην νύχτα, μέχρι που το πρωί τους βρήκε έτοιμους για το μέλλον, ελπίζοντας πως ο χρόνος θα τους φερθεί καλά.
_
γράφει ο Νικόλας Χαραλάμπους
0 Σχόλια