Θωμάς Κοροβίνης
«Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!»
«Ποιος χρόνος είναι αυτός, λοιπόν, άθικτος… ούδ’ οικητό και πως, αφού μας περιβάλλει, τόσο άδειος είναι και άξενος»
Βύρων Λεοντάρης, ‘Εκ περάτων’
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
–
Το 2021, είναι η χρονιά όπου συμπληρώνονται 200 χρόνια από την εκδήλωση της επανάστασης του 1821 (1821-2021),[1] 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ),[2] και, για να διευρύνουμε κατά την εικόνα, 200 χρόνια από τον θάνατο στο νησί Αγία Ελένη, του Κορσικανού στρατηγού και αυτοκράτορα των Γάλλων, Ναπολέοντα Βοναπάρτη (1821-2021). Ως προς το πρώτο χρονικό και ιστορικό ορόσημο, ήδη πραγματοποιείται μία σειρά εκδηλώσεων για το επαναστατικό συμβάν, ενώ έπονται και άλλες που απλώνονται χρονικά εντός του 2021.[3]
Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρούμε πως το μικρού μεγέθους αλλά πυκνό σε νοήματα, βιβλίο του συγγραφέα αλλά και μουσικού Θωμά Κοροβίνη που φέρει τον τίτλο ‘ «Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!»,[4] αποκτά μία επιπλέον επικαιρική διάσταση, λογοτεχνική και ιστορική, ιδίως εάν το εντάξουμε εντός της φετινής χρονιάς όπου και εορτάζονται τα διακόσια χρόνια από την εκδήλωση μίας επανάστασης που δεν υπήρξε γραμμική στην εξέλιξη της και στα χαρακτηριστικά της.
Με έναν ιδιαίτερο αφηγηματικό τρόπο, ο Θωμάς Κοροβίνης προβαίνει στην δραστική επανεπινόηση της πορείας του αγωνιστή της επανάστασης του 1821 Οδυσσέα Ανδρούτσου,[5] εγχείρημα που συμπεριλαμβάνει και την εμπλοκή του ιδίου[6] με την επανάσταση (επαναστατική διαδικασία) εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως το διήγημα κινείται μεταξύ ιστορίας[7] και μυθοπλασίας, εκκινώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ανάλυση μας.
Όμως, θα επιλέξουμε μία διαφορετική εν προκειμένω προσέγγιση, τονίζοντας πως το διήγημα συνιστά ‘προϊόν’ ιστορικής μυθοπλασίας. Ιστορικής διότι, ο συγγραφέας του ‘ «Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!», προχώρησε σε μία ενδελεχή μελέτη του βιβλιογραφικού υλικού που έχει σχέση με την εν συνόλω πορεία ζωής του Οδυσσέα Ανδρούτσου,[8] θέτοντας έτσι τις βάσεις για την συγκρότηση και παράλληλα την εξέλιξη της εξομολογητικής αφήγησης[9] που, την τελευταία κρίσιμη στιγμή, εμπεριέχει την ‘πικρία’[10] του προσώπου η οποία και ‘απελευθερώνεται’ ενώπιον του αναγνώστη, με την όλη ιστορική προσέγγιση να εστιάζει σε σημεία-κλειδιά για την για την ζωή, την διαμόρφωση της προσωπικότητας και την εμπλοκή στην επανάσταση[11] του στρατιωτικού από την Ιθάκη.
Και μυθοπλασίας, γιατί, με το ιστορικό υπόβαθρο να λειτουργεί ως αφηγηματικό ‘χαλί,’ ο Θωμάς Κοροβίνης, δημιουργεί ή αλλιώς, πλάθει ελεύθερα (και με ‘σεβασμό όπως στο υλικό που έχει συγκεντρώσει),[12] την τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου στις φυλακές της Ακρόπολης[13] όπου και κρατείται, νοηματοδοτώντας εμπρόθετα, αφενός μεν την προσωπικότητα ενός αγωνιστή που βιώνει ακέραια την ‘αδικία’ (πιο πάνω έγινε λόγος και για την ‘πικρία’), και, αφετέρου δε, την ίδια την επανάσταση και την συνθετότητα ή και την ποικιλία που την χαρακτηρίζει.
Όπως ο τίτλος του έργου δηλοί, επρόκειτο για την περιγραφή της τελευταίας ώρας στην φυλακή του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο οποίος έχει συλληφθεί και ‘καταδικασθεί’ με συνοπτικές διαδικασίες με την κατηγορία της ‘προδοσίας.’
Η αφήγηση του Θωμά Κοροβίνη, ο οποίος και χρησιμοποιεί μία γλώσσα «μεικτή»,[14] όπως τονίζει ο ίδιος, που περιλαμβάνει δάνειους όρους από τα Ιταλικά, τα Τουρκικά και τα Αρβανίτικα, καθώς και σειρά ιδιωματισμών[15] με τρόπο που ‘επιχρωματίζει’ το κείμενο με παιγνιώδη διάθεση,[16] εναλλάσσει μεταξύ επώδυνου παρόντος και ακόμη και ενός διαφορετικού και πολύ καλύτερου (‘ευφρόσυνου’ παρελθόντος),[17] προσδιορίζει δραστικά το στοιχείο της ‘τραγικότητας.’
Της ‘τραγικότητας’ εκείνης που δίχως να πίπτει στον ‘μελοδραματισμό’ ή στην συγ-κίνηση, καθίσταται ευδιάκριτη με διττό τρόπο: Από την μία πλευρά, εκδηλώνεται στον τρόπο με τον οποίο ο Οδυσσέας συνειδητά γνωρίζει πως πλησιάζει η ώρα του θανάτου του από τους άλλοτε ευεργετηθέντες από τον ίδιο, μέσα στην φυλακή, και από την άλλη, προσδιορίζεται και συνάμα μεγεθύνεται όταν οι αναφορές του ιδίου εστιάζουν στο πρόσωπο του άλλοτε συμπολεμιστή και αδελφικού του φίλου, Ιωάννη (Γιάννη) Γκούρα.[18]
Και δίπλα στην αίσθηση μίας ‘τραγικότητας’ που αιωρείται όσο ο Οδυσσέας Ανδρούτσος παραθέτει στιγμές του κοινού του βίου, σε χαρές και σε λύπες, σε μάχες εναντίον των Οθωμανών και μη, την ‘ανιδιοτέλεια’ που του προσέφερε και το ‘δηλητήριο’ (έως θανάτου) που εισέπραξε (‘πικρό αντί-δωρο’), καταλήγουμε στο συμπέρασμα ό,τι για τον ίδιο ο Γιάννης Γκούρας, κύρια αυτός ως ‘άλλοτε αδελφός’ δύναται να ‘ενσαρκώσει’ αυτή την ιδιότυπη έγκληση του τίτλου του διηγήματος: ‘Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!’, εκεί όπου ο τίτλος δεικνύει το υποκείμενο που δεν φέρει την ‘μπέσα’ που επιζητείται διαρκώς[19]για να αρθεί η ‘αδικία,’ όσο την ‘ασύγγνωστη πανουργία’: Ήτοι, τον Γιάννη Γκούρα.
Γύρω από την έννοια της κατά τον Οδυσσέα ‘μπέσας,’ αρθρώνεται η βαθιά, εξομολογητική αφήγηση, με τον λόγο άλλοτε να ρέει αβίαστα και άλλοτε να σταθμίσει προσεκτικά πρόσωπα και συμπεριφορές, άλλοτε να απλώνει χείρα φιλίας και άλλοτε να επιτίθεται, προσιδιάζοντας προς την κατεύθυνση μίας ιδιαίτερης συμπύκνωσης.
Και τι δύναται να σημάνει κάτι τέτοιο; Δύναται να σημάνει πως ο λόγος πρωταρχικά συγκρατεί στιγμές που λειτουργούν ως ορόσημα ή ως οδοδείκτες (και βοηθούν και τον αναγνώστη να κατατοπισθεί σχετικά), που έχουν να κάνουν με την μαθητεία του Ανδρούτσου στην αυλή του Αλή Πασά στα Ιωάννινα, με στιγμές από την ενηλικίωση του, το πότε και το πως ζώστηκε τα όπλα και ενεπλάκη στην επανάσταση του 1821, με την σχέση του με τον Γκούρα και άλλους πολεμιστές, με τον ενεργό ρόλο που διαδραμάτισε στην ήττα των Οθωμανών στο Χάνι της Γραβιάς.[20] Χωρίς από αυτή την ευρύτερη αφήγηση-ροή να εκ-λείπει η στοχοποίηση του από τους αντιπάλους του και δη τους ‘ζηλόφθονες’ αντιπάλους του.[21]
Ως προς αυτό, θα σημειώσουμε πως φήμες, αναπαραγόμενες υπόνοιες και ψίθυροι για την υποτιθέμενη συνεργασία του με τους Οθωμανούς, δόμησαν ένα υπόστρωμα δυσπιστίας για το πρόσωπο του Ανδρούτσου, που οδήγησε στην σύλληψη, προφυλάκιση και ‘αυτόκλητη’ καταδίκη του σε θάνατο. Πιάνουμε το νήμα από πιο πάνω: ‘Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!’ (ο Οδυσσέας φωνάζει), με την έκφραση να σημασιοδοτεί όχι το ‘έλεος’ που ζητά ο Ανδρούτσος, αλλά, αντιθέτως, την ‘τιμή,’ την ‘μπέσα’ μεταξύ πολεμιστών και συναγωνιστών, ‘μπέσα’[22] που ως εκ τούτου απορρέει από έναν ιδιαίτερο περί ηθικής κώδικα, που μεταξύ πολεμιστών,[23] προτάσσει, την αμοιβαία αποφυγή πισώπλατων ‘χτυπημάτων.’
Εάν το ‘ολίγη μπέσα’ λειτουργεί ως άξονας πάνω στον οποίο αρθρώνεται η αφήγηση, τότε θα επισημάνουμε πως, συνιστά και το έναυσμα για να αποκαλυφθούν περαιτέρω οι απόψεις του Ανδρούτσου για τους προεστούς και τους Φαναριώτες, τους ‘άκαπνους’ (στη γλώσσα) του, πολιτικούς, που χωρίς να έχουν βιώσει την ‘διακινδύνευση’ εν καιρώ μάχης, το εν-σώματο και ψυχολογικό τραύμα, και με ‘υποχείριο’ (η αντίληψη του είναι ιεραρχική), πρόθυμους στρατιωτικούς, επεδίωξαν να υπονομεύσουν εν τοις πράγμασι την επανάσταση και τις κατακτήσεις της. Με πρόταγμα, την κατοχή και νομή της εξουσίας.
Τα τιμάρια και συμβολικά, την ‘αίγλη.’ Η λογοτεχνική μέθοδος που υιοθετεί ο Θωμάς Κοροβίνης, αμφισβητεί εμπράκτως ηρωοποιητικές και εξιδανικευτικές-επιφανειακές προσλήψεις και δη επίσημες και θεσμικές προσλήψεις της επανάστασης και των κυριότερων πρωταγωνιστών της, προσλήψεις που αναπαριστούν τους ‘αγωνιστές του 21,’ ωσάν ‘ημίθεους,’ ‘άδολους’ (βλέπε και τα ‘Απομνημονεύματα’ του στρατηγού Μακρογιάννη),[24] που ρίχτηκαν με ζήλο στον αγώνα για την απελευθέρωση και κατ’ επέκταση, την συγκρότηση εθνικού κράτους. Υπό αυτό το πρίσμα, ο ίδιος ο Οδυσσέας Ανδρούτσος πραγματώνει τον αστερισμό και την δυναμική των αντιφάσεων, όντας ιδιαίτερη ψηφίδα του ευρύτερου ‘μωσαϊκού’ των αγωνιστών και της επανάστασης, φέροντας λόγο επ’ αυτής.
Με τον ίδιο να κινείται μεταξύ στράτευσης στην επανάσταση και ιδανικών ‘απελευθέρωσης από τον Τούρκο,’ και προσωπικής ιδιοτέλειας που αφορά τον προσπορισμό οφέλους και κέρδους[25] πριν και μετά από μάχες. Μεταξύ στρατιωτικής ικανότητας, όπως εκφράσθηκε στο Χάνι της Γραβιάς, με την συγκεκριμένη μάχη να συνδράμει στην εμπέδωση της επαναστατικής διαδικασίας, δημιουργώντας χώρο, και διαπραγματευτικών ελιγμών που δεν απέφευγε την απευθείας διαπραγμάτευση με την Οθωμανική πλευρά,[26] όταν αυτό κρινόταν απαραίτητο (απελευθέρωση συμπολεμιστών).
Μεταξύ άσκησης στρατιωτικής βίας στο πεδίο της μάχης και της εφαρμογής τακτικών εκδίκησης και προσωπικής φόνευσης για μία σειρά από λόγους. Μεταξύ συμμετοχής στην υπό διαμόρφωση εθνική συνείδηση (οι ‘Γραικορωμιοί’), και στην εξέλιξη της, στην εμβάπτιση στα νάματα μίας ρευστής ‘κοινότητας,’ και ανάδυσης μίας μορφής κοσμοπολιτισμού, με τον Ανδρούτσο να ομιλεί τέσσερις γλώσσες και να επικαλείται με θετικό τρόπο, την μαθητεία του στο ‘Πασαλίκι’ του Αλή στα Γιάννενα.
Αυτός ο ‘αστερισμός’ αντιφάσεων στο ίδιο πρόσωπο, διαδραμάτισε ρόλο στην διαμόρφωση του χαρακτήρα του και αφορά και άλλους αγωνιστές. Γνωστούς και λιγότερο γνωστούς. Όμως, πέραν αυτού, πέραν δηλαδή μίας κοινωνιο-τυπολογικής κατηγοριοποίησης, ο λόγος του Θωμά Κοροβίνη που είναι επεξεργασμένος ώστε να καθιστά δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ επινοητή και αφηγητή, προσεγγίζει τον πρωταγωνιστή ως ‘προϊόν’ της ταραγμένης εποχής του και της ιστορικής περιόδου του 2021, εντάσσοντας τον, με τις επιθυμίες και τα πάθη του, τους έρωτες και τις φιλίες του, τα συμφέροντα και την αντιπαράθεση, στον καταστατικό ‘πυρήνα’ του 2021.
Της επανάστασης που διαμέσου διαφορετικών υπόβαθρων, αξιών και επιδιώξεων (ιστορικό-πολιτική ετερογένεια), των διαφορετικών ρυθμών και της συμπερίληψης της στο περιφερειακό-ευρωπαϊκό γίγνεσθαι μίας σχηματοποιημένης μετα-Ναπολεόντειας Ευρώπης, ανέδειξε και ‘δούλευε’ τον βασικό και κοινό στόχο: Την συγκρότηση ενός ‘κράτους των Ελλήνων,’ όπως προσδιοριζόταν το ‘ελληνικό.’
Μέχρι την τελευταία ώρα και την στιγμή όπου προαισθάνεται τον θάνατο του και δη τον βίαιο θάνατο του, ο αφηγητής, που προτιμά τον τίτλο του στρατιωτικού, αυτο-προσδιορίζεται ως άλλο ένα ‘παλικάρι της «καμένης του πατρίδας»[27] που προστίθεται στη χορεία του ‘άδικου’ θανάτου (βλέπε και δημοτικό τραγούδι).
Του θανάτου που είναι ‘άδικος’ και ακόμη πιο σκληρός διότι προέρχεται από ‘χέρι αδελφών’ (νύξη για τον Εμφύλιο πόλεμο;): «Με ζύγωσαν σιμάκοντα, χνότο με χνότο, γραμμένο είναι να πάγω από χέρι αδερφών, άδικα ολότελα κι εγώ, σαν κι άλλα, πόσα, παλικάρια σου, καμένη μου πατρίδα.” Μέσω της γραφής του Θωμά Κοροβίνη, ο Ανδρούτσος ομιλεί, προσλαμβάνει και ανα-σκευάζει, με έναν Πλατωνικό τρόπο, δηλαδή «εν πόνω» και «εν πόθω».[28]
Δύναται να διακρίνουμε μία υπόρρητη σύγκλιση μεταξύ των τελευταίων στιγμών και των τελευταίων φράσεων του Οδυσσέα Ανδρούτσου, με τον λόγο που καταθέτει ο Δημήτρης Δημητριάδης στο έργο του με τίτλο ‘Πεθαίνω σαν χώρα.’ Η σύγκλιση επιτυγχάνεται πάνω στο πεδίο της επιδιωκόμενης μεταβολής του κόσμου και της κατάληξης αυτής της επιδίωξης. «Γιατί να κρυφτώ. Τώρα που ξέρω. Ηττήθηκα. Αυτή είναι η σωστή λέξη. Όχι χαμένος. Δεν είναι η σωστή λέξη χαμένος. Ηττημένος»,[29] γράφει ο Δημητριάδης.
Από το βάθος της ιστορίας, ακούγεται η φωνή ωσάν ‘συνείδηση του φαντάσματος’ του Οδυσσέα Ανδρούτσου: «Φεύγω με το πικρό παράπονο ότι δεν εμπόρεσα να εκδικήσω τας καταδρομάς μου! Να τοι!».[30] «Όχι χαμένος» (γιατί η επανάσταση συνεχίζεται) και αυτός, αλλά πικραμένος, αδικημένος, ηττημένος. Ο Ανδρούτσος πλάθεται, όχι εκ του μηδενός, ως υποκείμενο με πάθη και προκείμενες, χωρίς τα μοτίβα ενός ιδιότυπου ‘περφεξιονισμού’ (‘τελειότητας’).
_____
[1] Η επιτροπή ‘Ελλάδα 2021,’ που έχει συγκροτηθεί από το προηγούμενο έτος, είναι αυτή που, επίσημα, διαθέτει το γενικό πρόσταγμα των εκδηλώσεων που ήδη λαμβάνουν χώρα, δίχως όμως κάτι τέτοιο να σημαίνει πως δεν υπάρχουν και άλλοι φορείς που συμμετέχουν με τον τρόπο τους στον ‘εορτασμό’ της συμπλήρωσης διακοσίων ετών από την επανάσταση του 1821, πράττοντας με όρους επιστημολογικούς και με όρους ανα-στοχασμού για το σήμαινε η επανάσταση όπως και για το ποιες ήταν οι προεκτάσεις της. Επιστημονικά συνέδρια για το 1821, με πρωτοβουλία θεσμικών φορέων και ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, έχουν ήδη προγραμματιστεί. Ένα ενδιαφέρον, σε θεωρητικό επίπεδο, συνέδριο είναι αυτό που διοργανώνει ο Δήμος Μουζακίου στην περιφερειακή ενότητα Καρδίτσας και η Ένωση Πολιτιστικών Συλλόγων του νομού, με θέμα ‘Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και η εποχή του.’ Το συνέδριο που θα πραγματοποιηθεί τον Μάϊο του 2020, τελεί υπό την αιγίδα της Βουλής των Ελλήνων και της Εκκλησίας της Ελλάδος, στοχεύοντας, μέσω του ειδικού (Γεώργιος Καραϊσκάκης), να προσεγγίσει το γενικό, ήγουν την επανάσταση του 1821, κάτι που επιχειρεί με τον δικό του τρόπο και ο Θωμάς Κοροβίνης σε ένα διήγημα που δεν θυμίζει παραμυθία.
[2] Για την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1981, βλέπε σχετικά, Ιωακειμίδης Παναγιώτης, ‘Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης. Προβλήματα και λύσεις. Παθογένειες και προκλήσεις,’ Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2020., όπου και μία αναλυτική προσέγγιση των συνδηλώσεων που προσέλαβε η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Για μία πιο στοχευμένη ανάλυση, βλέπε του ιδίου, ‘Ελλάδα-Ευρωπαϊκή Ένωση. Τρία λάθη και πέντε μύθοι,’ Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2018. Επίσης, για το ίδιο θέμα, βλέπε και, Verney S., ‘To be or not to be within the European Community: The party debate and democratic consolidation in Greece,’ στο: Pridhman G., (επιμ.), ‘Securing Democracy: Political parties and Democratic consolidation in Southern Europe,’ London, Routledge, 1990. Και, Carrabot Ph., (επιμ.), ‘Greece and Europe in the Modern Period: Aspects of a troubled relationship,’ London, Centre for Hellenic Studies, King’s College, 19888.
[3] Η βιβλιογραφία για την επανάσταση του 1821 και το περιεχόμενο της είναι ευρεία και πλούσια, με νέες και εξειδικευμένες εκδόσεις να προστίθενται και εν όψει του εορτασμού των 200 ετών από το ξέσπασμα της. Εδώ απαριθμούμε μόνο κάποιες εκδόσεις που είναι ενδεικτικές των διπλωματικών κατευθύνσεων και της γεωγραφικής κατανομής της. Έτσι, βλέπε και, Πρεβελάκης Ε., Καλλιατάκη Μερτικοπούλου Κ., ‘Η Ήπειρος, ο Αλή Πασάς και η Ελληνική Επανάσταση. Προξενικές εκθέσεις του William Meyer από την Πρέβεζα, 1819-2821, Τόμος Α., 1822, Τόμος Β., Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, 1996. Ρόζος Ε., ‘Οι νησιώτες του Αιγαίου στον Αγώνα. Θέση και κατάσταση των νησιωτών του Αιγαίου τις παραμονές του 1821. Η συμβολή και οι θυσίες τους στον Αγώνα,’ Αθήνα, 1971. Ιωαννίδου-Μπιτσιάδου Γ., ‘Η Ρωσική διπλωματία στη δεύτερη φάση της ελληνικής επαναστάσεως (από τα τέλη του 1825 μέχρι το 1830),’ Βαλκανικά Σύμμεικτα, 1989. Από την πλέον πρόσφατη παραγωγή, μνεία αξίζει να γίνει στο πόνημα του Γιάννη Μηλιού, Μαρξικών απολήξεων, που φέρει τον τίτλο ‘1821. Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα,’ Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2020. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται η συνθετική μελέτη των Πασχάλη Κιτρομηλίδη και Κωνσταντίνου Τσουκαλά, ‘The Greek Revolution. A critical dictionary,’ που θα κυκλοφορήσει συμβολικά στις 25 Μαρτίου.
[4] Βλέπε σχετικά, Κοροβίνης Θωμάς, ‘ «Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου,’ Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2019. Ένα από τα πλεονεκτήματα του βιβλίου του Θωμά Κοροβίνη, που έχει ασκηθεί στην μικρή φόρμα, είναι το γεγονός πως η αφήγηση ή αλλιώς, ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει να δώσει τον λόγο στον πρωταγωνιστή του, δεν είναι επιτηδευμένος και υποκριτικός. Απεναντίας, ενίοτε καθίσταται ενώ είναι άμεσος, θέτοντας ως σημείο αναφοράς την παραδοχή: ‘Επιθυμώ να μιλήσω,’ και για τον επικείμενο θάνατο, αλλά κύρια, για την ζωή μου. Η αρχή της αφήγηση είναι χαρακτηριστική των προθέσεων του Κοροβίνη: «Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε, ολίγη μπέσα! Μου έταξαν θα με περάσουν από δίκην και με παράδωσαν τούτου του Γκούρα. Κατ’ αρχήν μ’ είχαν ελεύτερο δίχως να φανερώνουν τα σχέδια τους τα πανούργα. Εκείνος ο Κωλέττης τον έβανε ως Κυβερνητικός. Ο άκαπνος χειροτονηθείς Υπουργός Πολέμου! Κυβερνήται έγιναν, όμως είναι κακόβουλοι». Ουσιαστικά, εντός αφήγησης, ο Ανδρούτσος δεν παύει να δεικνύει την συμπαιγνία και τους πρωτεργάτες της.
[5] Στην προφορική αφήγηση που εξελίσσεται δραστικά, την θέση του σημαίνοντος επέχει η μνήμη, διαμέσου της οποίας, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αναγνωρίζει και ονομάζει πρόσωπα και καταστάσεις, ανα-συγκροτεί την εικόνα οικείων και για τον ίδιο, αγαπημένων προσώπων όπως η σύζυγος του ‘Καψολένη,’ διεκδικώντας, πάντα με άξονα την μνήμη (αφήγηση μνημονικού τύπου), να καταλάβει μία θέση στις αντιλήψεις και στις θεωρήσεις των νεότερων γενεών. Δύναται να εντοπίσουμε ένα ιδιαίτερο στοιχείο του διηγήματος: Το ό,τι δηλαδή, ο Θωμάς Κοροβίνης δομεί αφήγηση του με τέτοιον τρόπο ώστε κάποιες φορές ο αναγνώστης να σχηματίζει την εντύπωση ό,τι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος τοποθετείται ενώπιον των νεότερων γενεών και της ιστορίας, με στόχο την αποκατάσταση της ‘αδικίας’ που υφίσταται, και συνακόλουθα, την αποκατάσταση του ονόματος του από τις ‘έωλες κατηγορίες’ περί συνεργασίας με τον ‘εχθρό’ και περί ‘παράνομου πλουτισμού.’ Περαιτέρω, Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η απεύθυνση στις νεότερες και μεταγένεστερες γενιές λαμβάνει χώρα με τους επι-γενόμενους όρους της γνώσης και της διαμόρφωσης γνώσης για το ‘ποιον’ του (ο επαναστάτης και ‘ανδρείος’ Ανδρούτσος), ενώ η απεύθυνση στην ιστορία είναι αυτή που επι-τελείται με όρους της ‘δίκαιης κρίσης’ για τον ρόλο και για την πορεία του, αυτή την ‘δίκαιη κρίση’ που του ‘στέρησαν’ οι ‘αντίπαλοι’ του. Ενώπιον των αναγνωστών, μεγαλύτερη αξία έχει το όνομα, και ενώπιον της ιστορίας, η αποτίναξη των κατηγοριών ώστε να αναδειχθεί εναργώς η δράση του.
[6] Ιδιαίτερη θέση στην ρέουσα αφήγηση δύναται να καταλάβει η εξιστόρηση της μάχης στο Χάνι της Γραβιάς. Μάλιστα, σε αυτό το σημείο, παρατίθεται και ο σύντομος και κοφτός διάλογος του Οδυσσέα Ανδρούτσου με τον απεσταλμένο του Ομέρ Βρυώνη, διάλογος που πραγματοποιείται στην Τουρκική γλώσσα και παρεμβάλλεται αρμονικά εντός της ελληνικής που είναι η γλώσσα της εξομολόγησης του Ανδρούτσου. Αυτή η γλωσσική συνάρθρωση, δείγμα και της πρόθεσης του συγγραφέα να καταστήσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο πρόσωπο που μεταπηδά με χαρακτηριστική άνεση από την μητρική σε άλλες ομιλούσες γλώσσες, διαμορφώνει το υπόβαθρο ώστε να ξεδιπλωθούν τα επιμέρους χαρακτηριστικά της μάχης, η διάρκεια της, η νίκη και οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτή επετεύχθη. Και εάν τονίζεται η σημαντικότητα της στρατιωτικής επιτυχίας του Ανδρούτσου και των μαχητών της ομάδας του, αυτή δεν χρησιμοποιείται ούτε ως μοναδικό τεκμήριο αθώωσης, αλλά ούτε και ως λόγος αποφυλάκισης. Παρά ως λόγος υπόμνησης. Μέσω του πρωταγωνιστή του ‘ολίγη μπέσα,’ ο Θωμάς Κοροβίνης, ανασύρει στην επιφάνεια τις βαθύτερες διεργασίες που συντελούνταν στον τότε ελλαδικό χώρο ως ουσιώδες τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που εκφράζονταν μέσα από την γλώσσα και τις γλώσσες. Διαφορετικά ειπωμένο, η πολυγλωσσία (ή αλλιώς, ετερογλωσσία), Ανδρούτσου εκφράζει την ύπαρξη διαφόρων εθνοτήτων και ομάδων εντός του γεωγραφικού χώρου που καλύπτει η σημερινή Ελλάδα, εκεί όπου ο συγγραφέας του έργου καθίσταται ολίγον τι Μπαχτινικός, προσεγγίζοντας την έννοια της «ετερογλωσσίας». Ο Μιχαήλ Μπαχτίν γράφει πως η ετερογλωσσία «αντιπροσωπεύει τη συνύπαρξη κοινωνικοϊδεολογικών αντιφάσεων ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, ανάμεσα σε διαφορετικές εποχές του παρελθόντος, ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικοϊδεολογικές ομάδες του παρόντος, ανάμεσα σε τάσεις, σχολές, κύκλους κλπ. που παίρνουν σωματική μορφή. Αυτές οι γλώσσες της ετερογλωσσίας αλληλοτέμνονται ποικιλοτρόπως, σχηματίζοντας νέες κοινωνικές τυποποιητικές γλώσσες». Σε μία ‘κοινωνικά τυποιητικά γλώσσα,’ ομνύει ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, όντας αντιπροσωπευτικό δείγμα μίας ετερογλωσσίας που μπορούμε να πούμε, πως ενυπήρχε και όταν εκκίνησε η διαδικασία της ελληνικής ‘εθνο-γένεσης.’ Βλέπε σχετικά, Κοροβίνης Θωμάς, ‘«Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου…ό.π., σελ. 58-59. Και, Μπαχτίν Μιχαήλ, ‘Τhe Dialogic Imagination,’ στο: ‘The Bakhtin Reader, Arnold, 1994.
[7] Στην σύντομη παράθεση του ιστορικού της Μάχης της Γραβιάς, παρατηρούμε τον παραλληλισμό του Οδυσσέα Ανδρούτσου με τον Ομηρικό ‘Οδυσσέα,’ παραλληλισμός που συντελείται πάνω στο έδαφος της ‘πονηριάς,’ της πανουργίας και της παραπλάνησης του ‘εχθρού.’ Με επίκεντρο το όνομα και ό,τι αυτό φέρει μαζί του, ο ‘Οδυσσέας’ της επανάστασης, καθιστά τον ‘μύθο’ πραγματικό επί του πεδίο. «Από τερτίπια ο Οδυσσεύς άλλο τίποτα. Μηχανεύομαι κόλπα λογής, είναι τα μυαλά μου στριφογυριστά, ανακάτωνα επιτηδείως ψέματα πολλά, να κατευθύνω τα πράγματα προς όφελος των σχεδίων μου». Βλέπε σχετικά, Κοροβίνης Θωμάς, ‘«Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου…ό.π., σελ., 60.
[8] Η βιβλιογραφία παρατίθεται αναλυτικά στο τέλος του διηγήματος, με την έκδοση να συνοδεύουν και κάποιες απεικονίσεις του Οδυσσέα Ανδρούτσου από τους Νίκο Εγγονόπουλο και Θεόφιλο Χατζημιχάλη.
[9] Ως προς τα διακυβεύματα της επανάστασης, ο Ανδρούτσος (ο Κοροβίνης), ξεχωρίζει το μοτίβο της ‘ελευθερίας’ ως μείζονος προϋπόθεσης ‘εθνο-γένεσης,’ με την γνωστή κλήση του ‘Ελευθερία ή Θάνατος,’ να διαπερνά τον λόγο του. Και ταυτόχρονα με την κλήση του ‘Ελευθερία ή Θάνατος,’ παράγεται η διερώτηση: «Τον θάνατο τον έχουμε. Την Ελευθερία όμως;» Το ‘Ελευθερία ή Θάνατος,’ υπεισέρχεται σε αρκετές εκ των επαναστάσεων, εθνικο-απελευθερωτικής χροιάς (βλέπε Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής/Νότια Αμερική), που ξέσπασαν στην ‘αυγή’ της νεωτερικότητας. Και το ενδιαφέρον είναι πως ο ενδεχόμενος θάνατος στη μάχη («τον θάνατο τον έχουμε»), δεν σημασιοδοτεί και την κτήση της ελευθερίας, συνεπεία των παραμέτρων που αναφέρονται: ‘Διχόνοια,’ αλληλο-σπάραγμα, συμφέροντα. Βλέπε σχετικά, Κοροβίνης Θωμάς, ‘«Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου…ό.π., σελ., 49.
[10] Η πίκρα του πολεμιστή του 1821, τροφοδοτείται από την διχόνοια που παρατηρείται μεταξύ των Ελλήνων, έτσι όπως αναπαράγεται και εν τω μέσω του επαναστατικού εγχειρήματος, όντας μάλιστα για τον ίδιο, εγγενές χαρακτηριστικό της φυλής (ας θυμηθούμε τον Σολωμικό ‘Ύμνο εις την Ελευθερίαν’). Είναι η ‘διχόνοια’ που θέτει προσκόμματα στην συνέχιση και επιτυχημένη εξέλιξη της επανάστασης, που εμποδίζει την νηφάλια και ρεαλιστική αποτίμηση της κατάστασης, και, ακόμη πιο σημαντικό, στρέφει την μία παράταξη εναντίον της άλλης: Και αυτό ακριβώς είναι ό,τι ‘πληρώνει’ ο Ανδρούτσος, ο οποίος, περισσότερο αφήνει τα συναισθήματα του να εκδηλωθούν άτακτα και όχι εύτακτα. Συναισθήματα όπως η ‘πίκρα,’ η ‘αδικία,’ η ‘οργή’ και ο ‘θυμός,’ και, τελευταίο άλλα όχι έσχατο, η προσδοκία για το μέλλον. Εδώ ο Κοροβίνης δεν απόσχει από την και θεωρητική παράδοση που θέλει την ανάπτυξη της εσωτερικής διχόνοιας και τις έριδες (όξυνση αντιθέσεων-αντιφάσεων), ως μία εκ των αιτίων που ‘βραχυκύκλωσαν’ την επανάσταση μετά τις στρατιωτικές επιτυχίες των πρώτων ετών και την ορμή που αυτές της προσέδωσαν, συμβάλλοντας στην εκ νέου διεθνοποίηση της.
[11] Για την σταδιακή διαμόρφωση του ελληνικού κράτους μετά από την επανάσταση, βλέπε σχετικά, Διβάνη Λένα, ‘Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947) (Απόπειρα πατριδογνωσίας),’ Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2000.
[12] Επιθυμώντας να εμβαθύνουμε περισσότερο στα του διηγήματος, θα υπογραμμίσουμε πως η αφηγηματική τεχνική του συγγραφέα του, προσομοιάζει και σε μία «ανάγνωση μες στην ανάγνωση», για να παραπέμψουμε στην Μαρία Αθανασοπούλου και στην κατατοπιστική μελέτη της για το έργο του Θανάση Βαλτινού, η οποία και χρησιμεύει ως μοχλός για να ‘υφανθεί’ ο πολυ-πρισματικός ιστός της αφήγησης, με τα πρωτεία περί του λόγου για την επανάσταση να δίδονται στον Οδυσσέα Ανδρούτσο όπως θέλει ο συγγραφέας (μυθοπλασία). Όμως, ο Ανδρούτσος δεν λειτουργεί ως το απλό προσωπείο του Κοροβίνη (ούτε και ως υποβολέας του), αλλά ως διακριτό πρόσωπο που αυτονομείται κατά το δοκούν, για να προχωρήσει, ακόμη και θραυσματικά, αλλά δίχως ‘πανικό’ στον λόγο, την ιστορία του και έτσι, ένα κομμάτι από την ιστορία της επανάστασης. Βλέπε σχετικά, Αθανασοπούλου Μαρία, ‘Η πρωτοπόρος γραφή ενός πολύπτυχου αναγνώσματος. Θανάσης Βαλτινός, Επείγουσα ανάγκη ελέου, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2015, σελ. 127,’ Περιοδικό ‘Νέα Εστία,’ Τόμος 178ος, Τεύχος 1869, Ιούνιος 2016, σελ. 629. Και, για την ίδια τεχνική, βλέπε σχετικά, Τσίρκας Στρατής, ‘Αριάγνη,’ Φιλολογική Επιμέλεια-Σημειώσεις-Σχόλια: Προκοπάκη Χρύσα, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2005.
[13] Πιο πάνω, έγινε λόγος για την λειτουργία της μνήμης ως του βασικού στοιχείου με το οποίο ο Ανδρούτσος βοηθιέται να ξετυλίξει την ‘δική του’ αφήγηση ζωής. Όσον αφορά όμως, την παροντική παραμονή του σε ένα απομονωμένο κελί, ο Επτανήσιος πολεμιστής χρησιμοποιεί τα μάτια (ιδιότυπος ‘οπτικο-κεντρισμός’), για να ανα-συστήσει τον χώρο της φυλακής ρεαλιστικά, που είναι και παραμένει, αναντίστοιχος της προσφοράς του, των αγώνων του, και του ‘κινδύνου’ που βίωσε.
[14] Βλέπε σχετικά, Κοροβίνης Θωμάς, ‘ Πρόλογος,’ στο: «Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου…ό.π., σελ., 12.
[15] Λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια για την αθυροστομία του στρατιωτικού Γεώργιου Καραϊσκάκη, κάτι που όμως επι-τελείται αποσπασματικά, χωρίς να επιχειρείται μία ανάλυση των λεπτών σημάνσεων της προφορικότητας αυτής.
[16] Στο μέσον της διήγησης και όχι μόνο, παρεμβάλλονται στιχάκια που μορφολογικά υπενθυμίζουν δημοτικά τραγούδια, τα οποία και δύναται να κατηγοριοποιήσουμε σε στιχάκια του αγώνα, της κλεφτουριάς, του παράπονου, του έρωτα και του ερωτικού καημού. Εντός αυτών, δύναται να εντοπίσουμε και την βιωματική σχέση του Θωμά Κοροβίνη με το τραγούδι και την μουσική εν γένει. «Μωρέ βουνί, κακό βουνί, πουτάνα Καταβόθρα, που έσωσες την κλεφτουριά, τους μαύρους Ανδρουτσαίους… Που ‘ταν μπαϊράκι στα βουνά και φλάμπουρο στους κάμπους». Βλέπε σχετικά, Κοροβίνης Θωμάς, ‘«Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου…ό.π., σελ., 83.
[17] Ο ίδιος όμως, δεν αφήνεται να κατακλυσθεί από νοσταλγία, διότι ακριβώς επιδιώκει να αναδείξει τους λόγους αυτού που γνωρίζει πως επίκεται ως ‘ανταμοιβή’ των ‘συμφεροντολόγων’: Του θανάτου του.
[18] Ο Γκούρας, σε ένα δεύτερο επίπεδο, πραγματώνει το αρνητικό ‘πρόσωπο’ της επανάστασης και των συμμετεχόντων σε αυτήν, με την ‘προδοσία’ του να ενδύεται τον μανδύα μίας εν γένει θρησκευτικότητας ή αλλιώς, του θρησκευτικού λόγου, εκεί όπου ο ίδιος μετονομάζεται σε «Ισκαριώτη», σε ‘προδότη’ για ‘τριάκοντα αργύρια,’ σε ‘προδότη’ της ‘φιλίας’ και της αδελφικής φιλίας που υπήρξε σφυρηλατημένη στα πεδία των μαχών. Να και ένας άλλος ορισμός του ‘μπράτιμου’: Ο ‘μπράτιμος’ είναι αυτός που δεν τηρεί την φιλία ως αξία που παρήχθη επί της μάχης. Στο απόσπασμα που θα παραθέσουμε, ο αρνητισμός και η ‘δαιμονοποίηση’ είναι κάτι παραπάνω από έκδηλες. «Γκούρα Ισκαριώτη, κατηραμένε όφιε στον κόρφο μου, δι’ αυτά τα δηλητήρια όπου μ’ επότισες θα τύπτεσαι ισοβίως, και θα γεράσης με μαραμένη την ψυχήν σου κολασμένος». Βλέπε σχετικά, Κοροβίνης Θωμάς, ‘«Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου…ό.π., σελ., 93.
[19] Είναι χαρακτηριστικό πως οι αρκετά συχνές αναφορές στο τουφέκι του Οδυσσέα Ανδρούτσου, στην ‘Ασήμω’ του, λειτουργούν ως ανα-νοηματοδότηση του εαυτού του, του ‘πολεμικού εαυτού του,’ με την ‘Ασήμω’ να ανάγεται στο ύψος και της δυνάμει ‘ερωτικής’ σχέσης, αλλά επίσης, και στο ύψος της ‘πιστής συντρόφου,’ της μοναδικής και ‘πολύτιμης,’ αναντικατάστατης ωσάν ‘μαχητής.’
[20] Η ‘τελευταία ώρα’ του εντός φυλακής, είναι ώρα περισυλλογής και παραδοχής, στο εγκάρσιο σημείο όπου η αντι-κληρικαλιστική στάση του Οδυσσέα Ανδρούτσου, για την οποία μας πληροφορεί ο Θωμάς Κοροβίνης, δεν αμβλύνεται, αλλά μετεξελίσσεται σε μία τελευταία επιθυμία του, που έχει να κάνει με την εξομολόγηση του σε κάποιον ιερέα. Προσωπικά, ανοιχτά και αδιαμεσολάβητα. Ενώπιον του ιερέα και του Θεού. Για την συγχώρεση για το ‘άδικα χυμένο’ αίμα. Για την οργή και για την δική του αντίληψη περί ‘πατρίδας.’ «Εκδικούμενος δίκαια συγχωρεμένος να ‘μαι, διότι εις το βρασμόν της οργής μου έκαμα παραπτώματα και προς τον Θεόν πταίσματα πολλά άδικα, σφαγιασμούς και χρήσιν βίας». Βλέπε σχετικά, Κοροβίνης Θωμάς, ‘«Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου…ό.π., σελ., 95. Στρεφόμενοι στην ανάλυση του Κοσμά Ψυχοπαίδη, θα πούμε πως η αντι-κληρικαλιστική στάση του Οδυσσέα Ανδρούτσου εφορμά από την εναντίωση του στην «ουσιολογική, παραδοσιακή εκκλησιαστική διδασκαλίας». Βλέπε και, Ψυχοπαίδης Κοσμάς, ‘Κανόνες και αντινομίες στην πολιτική,’ Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 1999, σελ. 219.
[21] Πιάνοντας το νήμα από την υποσημείωση νούμερο ’20,’ αξίζει να σημειωθεί πως ο Οδυσσέας, ζητά την για τον ίδιο, επιθυμητή «θεοδικία», κατά την έκφραση του Σάββα Μιχαήλ. Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Tormento, tormentare, αναβρύζω, Qualita ή Ο Σολωμός και το κακό,’ στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Homo Poeticus,’ Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2006, σελ. 83.
[22] Στο μοτίβο της ‘τιμής’ που όταν διαρρηγνύεται μεταβάλλεται επί τα χείρω έως καταρρέει ο αξιακός κόσμος (ή βιό-κοσμος) του προσώπου, αποδίδει προτεραιότητα και ο Δημοσθένης Παπαμάρκος στη συλλογή διηγημάτων του που φέρουν τον τίτλο ‘Γκιακ’ και ιδίως στο πρώτο διήγημα της συλλογής. Η φόνευση του Αντώνη ο οποίος με την σειρά του φόνευσε την αδελφή του πρωταγωνιστή, λαμβάνει στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, δηλαδή εν καιρώ πολέμου, με τον ‘πόλεμο’ να μετατοπίζεται στην σχέση των δύο, εκεί όπου ο Αντώνης φονεύεται βασανιστικά, με επίδικο την ‘δικαίωση’ του ονόματος και της μνήμης της αδελφής, την αποκατάσταση της ‘τιμής’ του ιδίου και της οικογένειας, και την διατήρηση του αίματος και του σώματος σε ξένο τόπο ως ένδειξη ‘τιμωρίας’ για το μέγεθος του φόνου. Με δόσεις αρχαίας τραγωδίας, ο νεκρός είναι ο ‘άκλαυτος’ και ‘άγνωστος’ νεκρός. Βλέπε σχετικά, Παπαμάρκος Δημοσθένης, ‘Ντο τ’ α πρες Κοτσίδετε,’ Συλλογή Διηγημάτων ‘Γκιακ,’ Εκδόσεις Αντίποδες, Αθήνα, 2016, σελ. 9-22.
[23] Με θετικές αποχρώσεις ‘ζωγραφίζει’ ο Ανδρούτσος γνωστούς πρωταγωνιστές της επανάστασης του 1821, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο Αθανάσιος Διάκος (κυρίως οι δύο τελευταίοι), ο οποίος, ‘θυσιάσθηκε μαρτυρικά.’ Με νοηματικό ιστό αυτή την αναφορά, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, πλέκει μία αλληλουχία αντιστίξεων-αντιθέσεων: Οι ‘άκαπνοι’ πολιτικοί εναντίον των ‘μπαρουτοκαπνισμένων’ αγωνιστών, οι ‘ραδιούργοι’ δημογέροντες εναντίον των αγωνιστών που δεν είναι αθώοι του αίματος ούτε αφελείς και ρομαντικοί, αλλά πολεμούν και για έναν βασικό στόχο. Οι ‘συνωμότες’ Φαναριώτες και οι καθ’ έξην συκοφάντες, εναντίον εκείνων των πολέμαρχων που ρίσκαραν και ρισκάρουν τα ‘πάντα,’ δίχως να γνωρίζουν πως κινούνται οι πολιτικοί και οι άρχοντες. Το διακριτό ‘νήμα’ ανα-καλείται: «Ελευθερία έχουμε»; Βλέπε σχετικά, Κοροβίνης Θωμάς, ‘«Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου…ό.π. Με πολύπλοκο τρόπο, προβάλλει η διαλεκτική της επανάστασης.
[24] Αυτή η εξιδανικευτικής χροιάς, φιλοτέχνηση του προφίλ των αγωνιστών του 1821, αναπαράγεται του εκπαιδευτικού συστήματος και αντλεί από μεταγενέστερες της επανάστασης αφηγήσεις, όπως και από τις αναπαραστάσεις ρευμάτων του φιλελληνισμού, που διέκριναν έναν ‘αγνό’ και ‘άδολο’ ρομαντισμό. Τα ‘Απομνημονεύματα’ του στρατηγού Μακρυγιάννη, με τον τρόπο που έγιναν αντιληπτά και εισήλθαν στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, προσέθεσαν σε αυτή την θεώρηση περί αγωνιστών που ενέσκηψαν ωσάν από ‘παρθενογένεση,’ εκτός εποχής. Με διαστάσεις ιστορικής επιστήμης, θα πούμε πως μιλώ και αναλύω την επανάσταση σημαίνει πως αντιτάσσομαι στην ‘μυθοποίηση’ της, στο σκέπασμα της από το πέπλο της ‘συνέχειας.’ Ευρύτερα, η κινηματογραφική ταινία ‘Παπαφλέσσας,’ με τον Δημήτρη Παπαμαμιχαήλ στο ρόλο του Παπαφλέσσα, δεν εκπίπτει στο πλαίσιο καρικατούρας, αλλά δεν αποφεύγει την στατική έως μηχανιστική πρόσληψη της ιστορίας.
[25] Το «φίλαρχον και φιλόπλουτον πνεύμα το οποίο κυριαρχεί εις τος πλείονας των αρχηγών στρατιωτικών εκ των πρώτων συλλογών εις Επίδαυρον και Άστρος», επαναπροσδιορίζει ο Οδυσσέας Ανδρούτσος που δεν εξαιρεί τον εαυτό του. Βλέπε σχετικά, Κοροβίνης Θωμάς, ‘«Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου…ό.π., σελ. 71.
[26] Η παρουσία του στο πλευρό του Αλή Πασά, σημαίνεται θετικά, ενώ λαμβάνει χώρα και ο ομο-ερωτισμός υπό την μορφή ερωτικών σχέσεων με νεαρούς Τούρκους ως απότοκο Οθωμανικής επιρροής και κληρονομιάς. Λίγο πριν από το τέλος του διηγήματος, ο Ανδρούτσος, επανεφεύρει ως κάτι που ‘εκ-λείπει’ και ως τελευταία εικόνα, τις εν-σώματες ερωτικές του επαφές με την σύζυγο του. Η επίκληση του ονόματος της συνιστά ένα ύστατο εγχείρημα παραδοχής: Τίποτα πια δεν είναι το ίδιο για εμάς.
[27] Βλέπε σχετικά, Κοροβίνης Θωμάς, ‘«Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου…ό.π., σελ., σελ. 99. Στο ακροτελεύτιο κομμάτι της αφήγησης, ο προφυλακισμένος αγωνιστής, αφήνει να διαφανεί το κοινωνικό στοιχείο ως λόγο εμπλοκής στην επανάσταση, το οποίο και διαπλέκεται με το ελευθεριακό-εθνικό, αποκτώντας μία διττή σήμανση, περιλαμβάνοντας τόσο την Οθωμανική διοίκηση και τον Οθωμανικό (φεουδαλικό) τρόπο παραγωγής, όσο και τους δημογέροντες ως κοινωνικο-πολιτικό μπλοκ εκμετάλλευσης των «δουλοπάροικων», που δύναται να μην είναι μόνο Ρωμιοί. «Για τούτο επολέμησα τον αγώνα τον καλό, για τους Γραικορωμιούς, τους δουλοπάροικους, να σπάσουν πια τις αλυσίδες!».
[28] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Homo Poeticus…ό.π., σελ. 29.
[29] Βλέπε σχετικά, Δημητριάδης Δημήτρης, ‘Πεθαίνω σαν χώρα,’ Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2003, σελ. 15-16.
[30] Βλέπε σχετικά, Κοροβίνης Θωμάς, ‘«Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου…ό.π., σελ., σελ. 99. Η περί συνείδησης προσέγγιση του Ανδρούτσου, ανα-συγκροτούμενη εν καιρώ επανάστασης, δεν συγκλίνει με την περί συνείδησης θεώρηση του Rousseau.
0 Σχόλια