Πολλές φορές έχει επισημανθεί ότι το μόνο υλικό της ποίησης είναι οι λέξεις. Εκείνες φωτίζουν ή χρωματίζουν το ποιητικό κάδρο, τα δικά τους πινέλα χαράσσουν το καναβάτσο και αναδύουν αρώματα που αγγίζουν την ψυχή του αναγνώστη. Αυτές γεννούν στοχασμούς και συναισθήματα γεφυρώνοντας τη λογική με την ψυχή, το δημιουργό με τον αναγνώστη.
Τη δυναμική αυτή των λέξεων να εκφράζουν προσωπικές ανησυχίες και να στολίζουν με πλούσιες εικόνες τις λευκές σελίδες, αναδεικνύει και η Ρένα Πετροπούλου-Κουντούρη με «τα νεαρά ποιήματα» (Γαβριηλίδης, 2013).
Η ποίηση της Πετροπούλου είναι υπαρξιακή. Το μοτίβο του χρόνου και του δίπολου μνήμη/λήθη εμφανίζεται (σε όλη της την ποίηση) είτε ως υπαρξιακή αναζήτηση είτε ως αναπολήσεις του παρελθόντος. Αναμνήσεις από το οικείο κοινωνικό περιβάλλον και τους γνώριμους χώρους -με ένα χρώμα υπαίθρου- βγαίνουν στην επιφάνεια άλλοτε θολές κι άλλες φορές εμποτισμένες στη ναφθαλίνη του καιρού.
Η επαφή με τα αντικείμενα -του παρόντος ή του παρελθόντος- ενισχύει τη μελαγχολία και επιτείνει το συναίσθημα της νοσταλγίας. Ο καθρέφτης γίνεται μέσο αυτογνωσίας· ως είδωλο ψυχής φανερώνει φόβους και αγωνίες· αποκαλύπτει την ηλικία και τη φθορά, φέρνει στην επιφάνεια το χρόνο και τις θολές μνήμες. Η ποίηση από την άλλη λειτουργεί ως ένας αυτοαναφορικός καθρέφτης της ψυχής· αναζητά στο είδωλο όσα την τρομάζουν. Στα γραπτά της κατοπτρίζεται το δικό της αόρατο/άφαντο είδωλο γερά περιχαρακωμένη πίσω απ’ τις μορφές.
Η πληθωρική εικαστική αισθητοποιεί τις αγωνίες της ποιήτριας. Οι εικόνες της είναι πάντα γεμάτες φως ισορροπώντας προς τη μελαγχολική διάθεση. Ήχος και κίνηση ζωντανεύουν τις λέξεις μέσα στον πολύχρωμο ποιητικό της καμβά. Οι στίχοι μοιάζουν με κουρτίνες που εγκυμονούν απ’ τον αέρα υπό τους ήχους της θλιβερής κουστωδίας των γηρατειών.
Ο εκφραστικός της πλούτος, παράλληλα, βρίσκει αντιστάθμισμα στην ελευθεροστιχία και το στιχουργικό ρυθμό διατηρώντας έτσι τη συναισθηματική ένταση των συνθέσεων ελεγχόμενη. Η έντονη χρήση περιγραφικών επιθέτων εξισορροπείται είτε με το θρυμματισμό του στίχου είτε με τη φυσική ροή τους σε τούτον προσφέροντας -συνειρμικά- χρώμα ή κίνηση. Η δε -πολύ συχνή- χρήση της υποτακτικής και αναφορικών προτάσεων προσδίδει μία αίσθηση παράδοσης και υποχρέωσης ενισχύοντας το ευρύτερο μελαγχολικό κλίμα των συνθέσεων. Ωστόσο, διατηρούν μία οικειότητα στη γλώσσα και μία -κατά το πλείστον- αίσθηση προφορικότητας η οποία υποβαστάζει τη συνεχή πρωτοενική διατύπωση.
Την απεριόριστη δύναμη της γλώσσας να ιχνογραφεί εικόνες με χρώμα, ήχο και κίνηση μέσα σε ένα πλαίσιο υπαρξιακών αναζητήσεων αναδεικνύει η ποιήτρια ακόμα και μέσα από μινιμαλιστικές συνθέσεις, όπως αυτές της συλλογής «Μινιατούρα» (poema, 2015).
Η συλλογή διακρίνεται από μία ευρηματική γλώσσα με έντονο το ρομαντικό στοιχείο· λυρικές πινελιές στολίζουν τις βραχυλογικές συνθέσεις της. Η ποιήτρια αξιοποιεί τη συνειρμική δύναμη των λέξεων και τις ανασυνθέτει μέσα σε ονοματικά σύνολα που αναδύουν λυρικές ευωδίες.
Μέσα από την ολιγόστιχη φόρμα και τις δυσκολίες που αυτή εμπεριέχει, η Πετροπούλου βρίσκει το χώρο να ξεδιπλώσει μία ρομαντική ποίηση εκθέτοντας υπαρξιακές αγωνίες για τον άνθρωπο, το θάνατο, τη μοναξιά και μιλώντας για τον έρωτα και την αγάπη. Η σύντομη φόρμα όμως ενισχύει τη δύναμη του εξαγόμενου συναισθήματος· η σχετική λιτότητα σε συνδυασμό με τον περιορισμένο αριθμό λέξεων επικεντρώνει μόνο στο αναγκαίο, αποπέμποντας το περιττό. Έτσι η ρομαντική διάθεση ισορροπεί με την ήπια μελαγχολία και υποτάσσεται στην ελεγχόμενη ένταση των συνθέσεων και στο στιχουργικό ρυθμό.
Η λυρική διάθεση της Πετροπούλου είναι πηγαία· διακρίνεται η ρομαντική νότα που παρατηρείται και στην ποίηση της περιφέρειας. Το φυσικό στοιχείο στη στιχουργική της φανερώνει μία ιδιαίτερη οικειότητα προς τη χλωρίδα· δεν είναι ένα εξωτερικής εισροής ποιητικό στοιχείο, αλλά μία εσωτερικευμένη σχέση με τη φύση.
Την ίδια στιγμή χρησιμοποιεί τις δυνατότητες που της παρέχει η απεικονιστική συνειρμική ισχύς των λέξεων συνθέτοντας ένα πλούσιο εικαστικά κάδρο γεμάτο φυσικές εικόνες και θολές κοινωνικές αναπαραστάσεις. Και η εικονοπλασία της αναδύεται με έναν τρόπο αυθόρμητο. Με παρομοιώσεις και μεταφορές στήνει ένα ανθισμένο ποιητικό περιβόλι στο οποίο εισβάλλει η ολιγόλεκτη αύρα των εσωτερικών αγωνιών της.
Την ίδια άλλωστε φυσιολατρική ποιητική εικαστική είχε παρουσιάσει και στα «χαϊκού μιας μέρας και μιας νύχτας» (Γαβριηλίδης, 2013). Και εκεί διακρίνουμε μέσα στην αυστηρά ολιγοσύλλαβη φόρμα να αναδύεται ένα έξοχο φυσικό άρωμα αποτυπώνοντας τη στιγμή και ταυτόχρονα να εκχέονται υπαρξιακές αγωνίες. Και σε εκείνη τη συλλογή -πάντα στους περιορισμούς της φόρμας και υπακούοντας κατ’ αρχήν στις φυσιολατρικές ιαπωνικές απαιτήσεις- η αγωνία για τον Άνθρωπο γειτνιάζει με εικόνες φύσης μέσα σε μία πολύχρωμη συλλογή.
Η ανθρωποκεντρική ποίηση της Πετροπούλου λειτουργεί ως αγωγός συναισθημάτων· αναζητά την ελάχιστη δυναμική των λέξεων για να εκφράσει ακριβώς την αίσθηση του φευγαλέου και του ευμετάβλητου του ανθρώπινου βίου· ξεγυμνώνει τα σύμβολα των αισθήσεων και των αισθημάτων μέσα από μία μινιμαλιστική διάθεση χωρίς περιορισμούς.
0 Σχόλια