ΑΥΤΑΡ ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΙΕΜΕΝΟΣ ΚΑΙ
ΚΑΠΝΟΝ ΑΠΟΘΡΩΣΚΟΝΤΑ
ΝΟΗΣΑΙ ΗΣ ΓΑΙΗΣ, ΘΑΝΕΕΙΝ ΙΜΕΙΡΕΤΑΙ…
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Τον δίδαξα τον Όμηρo χρόνια πολλά
(δάσκαλος γαρ) «και καπνόν αποθρώσκοντα…»
Ανέλυσα, επίσης, χρόνια πολλά, τις μακρινές Ιθάκες του Καβάφη.
Μέχρι που σε αντίκρυσα, όμηρε λαθραίε βίε.
Με το πυρπολημένο βλέμμα του νεανικού σου ίμερου.
Ν’ ατενίζεις το αραγμένο καράβι στο γυμνό σου λιμάνι
της αβάπτιστης ώρας…
Πού είναι η γη σου; Ποια η πατρίδα σου, λαθραίε βίε;
Σε βλέπω, με τον καπνό απ’ τα καμμένα σου όνειρα
άνω θρώσκοντα, άνθρωπε
χωρίς όνομα, χωρίς Ιθάκη, χωρίς εστία…
«Αύριο, όλο αύριο», κλαίγανε τα μαυρισμένα σου μάτια,
«Τώρα, ποτέ». Κι αυτό το αύριο ποτές δεν ξημερώνει.
Το καράβι σαλπάρει και πάλι αδειανό
απ’ το μαύρο σαρκίο σου. Το σάλτο σου πάνω απ’ το κιγκλίδωμα
δεν φτάνει ως τον ουρανό, λαθραίε μου βίε.
Δεν φτάνει ως εκεί που χάνεται o καπνός απ’ το φουγάρο του πλοίου.
Δεν έχει γη της επαγγελίας για σε,
της καταγγελίας μονάχα, μιας αγγελίας στα αζήτητα.
Έχω αράξει κι εγώ, όμηρε λαθραίε μου βίε,
εγώ, των Ομήρειων Παθών ο διδάσκαλος.
Δεν έχω κρύπτη αθέατη και σπηλιά να σε κρύψω.
Σε ποια νησίδα ψυχής να σε πάω;
Σε ποια νεφέλη ουρανού;
Της θνητής μου της φύσης μ’ απόμεινε κλήρος
μια λωρίδα πατρώας μου γης να ταφεί το νεκρό όνειρό μου.
Καίει μέσα μας -στη θυμέλη ελπίδας-
η φωτιά της Αγάπης, λαθραίε μου βίε.
«Νόστιμον ήμαρ» για μας:
Μια ουράνια -αλληλέγγυα- αγκάλη. Μια εστία ψυχών.
Αχ, και να σήκωνε άγκυρα ο ουρανός!…
Το πιστεύεις, λαθραίε μου βίε. Ναι, το πιστεύεις.
Όχι, δεν είναι θανάτου καπνός αυτό που ψηλά ανεβαίνει…
Είναι ο ουράνιος θόλος -στο γήινο μαύρο σου βλέμμα-
που σήκωσε άγκυρα…Σταυρωμένος στη σκλάβα μου ζήση
δεν θα πάψω ποτέ να κραυγάζω, λαθραίε μου βίε,
Και όμως, κινείται! Και όμως, κινείται!
Α’ Έπαινος 5ου Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού 2011
Φιλολογικού και λογοτεχνικού ομίλου Αγρινίου
«Κωνσταντίνος Χατζόπουλος»
_
γράφει ο Παναγιώτης Κουμπούρας
Συγχαρητήρια Παναγιητη!!
Εξαιρετικό!!!
Συγχαρητήρια Παναγιώτη!!!