
«Καρδίτσα – Χανιά – Θεσσαλονίκη»
Πηνελόπη Στ. Ανδρεάδη / Μαρία Γ. Μπούχλη / Γιώργος Λ. Οικονόμου
γράφει η Όλγα Καλύβα
Στη γραμμή του ορίζοντα σε ένα συρματόσχοινο αποδημητικό σφιχτογαντζωμένα τα ποιήματα τούτα ευθυγραμμίζονται με τις μαύρες τους φτερούγες κλειστές μα τους στίχους τους αιωρούμενους στη συννεφιά της ψυχής και έχοντας προσδοκία κοινή ατενίζουν μια ιδιαίτερα προαποφασισμένη διαδρομή, την ποιητική διαδρομή «Καρδίτσα-Χανιά-Θεσσαλονίκη», την οποία τόσο εύστοχα και με μοναδική σύνδεση σύμπλευσης διένυσαν οι εξαιρετικοί ποιητές: Πηνελόπη Ανδρεάδη, Μαρία Μπούχλη και Γιώργος Οικονόμου.
Είναι οι «Ιστοί και τα ιστία» της κ. Ανδρεάδη που κυκλοτερώς κεντούν την «Πέτρα από βελούδο» της κ. Μπούχλη και χτίζουν το μονοπάτι «Πειραιάς-Θεσσαλονίκη» του ποιητή Οικονόμου ͘ είναι ποιητικές εμπνεύσεις των τριών συνοδοιπόρων, οι οποίες μας συντροφεύουν σε ένα ξεχωριστό ποιητικό δρομολόγιο, ένα δρομολόγιο πνεύματος και ψυχής, προκειμένου να ανταμωθούμε μέσα από τα ποιήματά τους σε έναν τόπο τόσο αλαργινό μα και τόσο σιμά μας…
Καταρχάς, η κ. Ανδρεάδη με την αφιέρωσή της «Για ό,τι με παγίδεψε κι ό,τι με ταξίδεψε» προϊδεάζει τον αναγνώστη για μια ποιητική περιπλάνηση γιομάτη από την ένταση και τη διαύγεια κατακλυσμιαίων συναισθημάτων που αβίαστα της προκαλούν: Ο έρωτας «μ’ όλα τ’ αγκάθια κι όλη του την Άνοιξη» που όλα τα στέρεα τα σαρώνει κι όλα τα δεδομένα τα αντιστρέφει, μην επιτρέποντας επ’ ουδενί το «νικήθηκα» κι απαγορεύοντας σθεναρά τις ήττες που την κερνάει τη στιγμή που ακόμη «κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο θ’ ανθίσει καταμεσής στο χιόνι» στον τριανταφυλλένιο κήπο της αρχής και του τέλους του κόσμου της. Κι η αγάπη; «Ένα παιδί είναι η αγάπη που όταν βουβαίνεται ξέρουμε πως το ψήνει ο πυρετός» δηλώνει η ποιήτρια βεβαία για την αγνότητα, την αθώα επικινδυνότητα του συναισθήματος καθώς και για το άμετρο της υπέρτατης δύναμης του, ώσπου καταφθάνουν οι απουσίες. «Οι απουσίες δεν έχουν χέρια, δεν έχουν στόμα, μήτε μάτια». Είναι απουσίες ακίνητες, άγονες κι έρημες που στο επώδυνο κι αδυσώπητο της αλήθειας τους γεννιέται θαυματουργικό το πρόθυμο ψεύδος, μια απατηλή στο νου συντροφιά. Είναι απουσίες βαριές που σιγομουρμουρίζουν στην ακοίμητη μάνα στεναγμούς και σταλάζουν καημούς μες στο αιώνιο σκοτάδι τους. Μα «Μια βροχούλα φθινοπωρινή», σαν τσακίζει τα κόκκαλα, θωρεί να «έρχονται τα απογεύματα οι καινούργιοι φίλοι. Σε κοιτούν με μάτια καθαρά», μια παρηγοριά και μια δύναμη και «λάμπει η ζωή ξανά, σα νιότη». Κι ο αναγνώστης σαν την ποιήτρια κι αυτός σωπαίνει, καθώς στη δαχτυλική του νυχτερινή καταμέτρηση δε γίνεται να μην απολέσει το μέτρημα στο «Πόσα…» και στο «Πόσες…». Και κάπως έτσι μας ρωτάει ευθαρσώς η ποιήτρια: «Ξέρετε, ρε σεις, τι είναι η ποίηση;». Καλείστε, λοιπόν, να ανακαλύψτε την απάντησή της μα και την πληθώρα των συναισθημάτων της μέσα στα ποιήματά της.
«Ονόμασέ με!… Συλλάβισέ με, με χάδια και φιλιά, σημάδεψέ με, με τα λόγια σου…, για να τ’ ακούσω να κυλάνε μέσα μου σαν δροσερό νερό με δυόσμο» παρότρυνση εμφαντική απευθύνει, ακολούθως, η κ. Μπούχλη στον αγαπημένο της, στον έρωτα, στον αναγνώστη με λαχτάρα βαθιά κι επιθυμία δυνατή. Κι αίφνης σιωπή… Ένας οδυνηρός απορηματικός μονόλογος της ποιήτριας για την απρόσμενη συναισθηματική εναλλαγή που τη φυλακίζει και την κατακυριεύει: «Πώς ξαφνικά έγινε τέτοια σιωπή μέσα μου που άσπρο κελί μοιάζει η ύπαρξή μου!». Κι ύστερα; Κατόπιν, ρίζωσε εντός της η προδότρια, η καταραμένη «εκείνη η αγριοσυκιά που ξέρει να οσμίζεται την εγκατάλειψη». Την εγκατάλειψη εκείνη που επικινδύνως κι αενάως το συνήθειο της σε αιχμαλωτίζει, σε καταρρακώνει. Καιρός να αφουγκραστούμε την έμπειρη και ίσως και βιωματική αμεσότητα της ποιήτριας: «Ποτέ μην κοιμηθείς στον ίσκιο της κι όταν ραγίζεις, να επισκευάζεσαι νωρίς». Ειδάλλως, θα ομοιάσουμε «τα παραθύρια των παλιών σπιτιών», που «γνωρίζουνε από καημό και θρήνο», που σφαλίζουν μεν εντός τους θύμησες πολύτιμες απ’ τον καιρό της άνοιξης του καθενός μας, «φοβούνται του βοριά το φύσημα» δε «και στο χαστούκισμά του κλαίνε απαρηγόρητα», γυρεύοντας προ του τέλους τη γλυκιά θωπεία των ανθρώπων. Άλλωστε, εάν αργοπορήσουμε έστω και λιγάκι, ο φόβος μιας αλληλουχίας κενού, η επανάληψη μιας υποκριτικής στάσης κι ένας έρωτας χαμένος, που «μόνο στον άνθρωπο έλαχε η τύχη και το ανάθεμα» θα μας καταδικάζει, όπως και την ποιήτρια, σε ένα φόβο μεγαλύτερο: στην «…εκούσια προσαρμογή στη μονοτονία». Τούτο το φόβο, όμως, τον θρυμματίζει η ποιήτριά μας με μια βελουδένια πέτρα του τόπου της, παραγκωνίζοντας το αλλότριό του και κρατώντας «σα φυλαχτό μια θυμαρίσια ρίζα, λαβωμένος προσκυνητής που νοιώθει τον καημό ενός αποχωρισμού χωρίς τέλος» και με την ευχή: «Ας ήταν από πέτρα κι η καρδιά!».
«Μη σας ξεγελά», ωστόσο, «μια υπογραφή, ένα γνωστό ή άγνωστο όνομα. Θέλει πολλούς για να γραφτεί το ποίημα», διατρανώνει ο ποιητής Οικονόμου, διαβαίνοντας τη ζωή «γεμάτος ταξίδια μακρινά και μάχες νικηφόρες». Κρατεί ρεαλιστικές εικόνες στην ποιητική του φαρέτρα, βιωματικές αναφορές είν’ τα βέλη του και με τη δυναμική του πνεύματός του μεταφέρει τον αναγνώστη στα δύσκολα της ζωής, καθότι «και πού να βρεις γωνιά η νύχτα να περάσει». Βιωματικά μα κι άφοβα συλλαμβάνει ακόμη και τη γνωριμία του με το θάνατο, καθώς φανερώνει ότι «τον ξέρω καλά τον θάνατο. Όχι λίγες φορές αντικριστήκαμε. Και με γλυκοκοιτούσε, Θε μου και με γλυκοκοιτούσε…». Συνάμα, απεικονίζει μέσω καθημερινών ανθρώπινων δραστηριοτήτων την εναγώνια πάλη για τη ζωή, διότι για τον ποιητή ο κάθε βιοπαλαιστής, ο κάθε απλός άνθρωπος πορεύεται «όσα δόντια κι αν του ’ριξε η ζωή» με ένα χαμόγελο άσβεστο. Μέσα από ζωντανές κι ολοκάθαρες εικόνες και με τη συγκεκριμενοποίηση σκηνών περιγράφει την αναγνώριση και το ανεπίστρεπτο της απώλειας, δε διστάζει να δηλώσει ότι είναι παρών στη συγγραφή ενός ποιήματος που απορρέει από «ένα παιδί που σήμερα δεν θέλει να πάει σχολείο» και θεωρεί πως «κι αν είμαστε ακόμα ζωντανοί, το χρωστάμε σ’ έναν άγγελο που σαν αστέρι μέσα στη νύχτα έπεσε και μας ανάγκασε να στρέψουμε τα μάτια μας στον ουρανό». Ακόμη, εξυμνεί και ενστερνίζεται την ανόθευτη φιλία, τον αγνό έρωτα και την αληθινή αγάπη, εφόσον εναγκαλίζεται στο πέρας της ποιητικής τους συλλογής το Υ.Γ.1 της κ. Ν. Βραδή, η οποία εντέχνως παρομοιάζει το αγαπημένο της πρόσωπο με τριαντάφυλλο από κήπο ξένο, λέγοντάς του πως «η μυρωδιά κι ομορφιά σου το ίδιο σαγηνευτική. Κάτι με τραβούσε κάθε φορά και έκοβα ένα δίχως να νιώθω ότι ματώνω απ΄ τα αγκάθια σου», μα και αποδέχεται βαθέως και με προθυμία το ρεαλιστικό Υ.Γ.2 του κ. Χρ. Χαραλαμπίδη, τον οποίο τον χαροποιεί ιδιαίτερα το γεγονός πως κάθε φορά που ελπίζει σε έναν έρωτα βρίσκει ξανά τον εαυτό του, το χαμένο ή και υποτιμημένο, το βασανισμένο ή και παραγκωνισμένο, τον εγκαταλελειμμένο ή και αγνοημένο και ακούγοντας πως τον αποκαλούν «φτωχό» διαπιστώνει ότι δεν είναι «στη λάθος μεριά» και τότε χαμογελάει! Με ένα τέτοιο μειδίαμα γλυκό κι αληθινό, άδολο και γνήσιο και με μια «καλημέρα» τόσο απλή μα και τόσο γενναιόδωρη στους άλλους ποιητές, σε «…όλους όσους δεν γνώρισα ακόμα πόσους πριν, πόσους μετά…» ο εκλεκτός ποιητής Οικονόμου υπηρετεί ορμώμενος από την ευλογημένη γωνιά των ποιητών, στην οποία δικαίως και ανήκει, και την προσωπική ποιητική του τέχνη ͘ αναρωτιέται, λοιπόν, και ρωτά τον κάθε αναγνώστη: «Πώς νομίζεις γράφεται ένα ποίημα;».
Καταληκτικά, τα ποιήματα και των τριών αυτών δημιουργών, είναι ποιήματα που απαρτίζουνε μια εξαιρετική ποιητική συλλογή, ποιήματα που ‘‘μιλούν με την ελπίδα πως ο ουρανός ακούει’’, ποιήματα που καλούνται να αφουγκραστούν και να γευτούν με ανοιχτό νου και καθαρή καρδιά και οι αναγνώστες!
0 Σχόλια