Καθόσουν στη πνιγηρή εκείνη
αίθουσα αναμονής της εφορίας
με το χαρτί προτεραιότητας στο χέρι
που βγήκε απ’ το μηχάνημα
που το κουμπί του πάτησες
Άλλαξες όμως.
Άλλαξες πολύ.
Δεν είσαι εκείνος πια
που όταν σε τούτη τη σπηλιά
των κρατικών εσόδων μπήκες,
έβλεπα στα μάτια σου
μια σταγόνα αγέρωχης υφής
να λάμπει στη κόγχη των ματιών σου
Τώρα μου φαίνεσαι σκυφτός
εκεί στο άβολο, από παλιούς ιδρώτες
ποτισμένο κάθισμα.
Αποφεύγεις γύρω σου να δεις
λες και φοβάσαι ν’ αντικρίσεις
ταπεινωμένα σαν το δικό σου βλέμματα
να κοιτούν διαρκώς το νούμερο
προτεραιότητας, που το κρατούν στο χέρι,
λες κι είναι το κλειδί
του ίδιου του σπιτιού τους
Κάθε τόσο μια φωνή ακούγεται
να καλεί έναν από τους αριθμούς
να προσέλθει άμεσα χωρίς χρονοτριβή,
του εφόρου την κλειστή την θύρα
με σέβας να πάει να χτυπήσει.
Βλέπεις τον κάτοχο του αριθμού
να οδεύει προς τα εκεί
με βλέμμα μπερδεμένο
κι αναρωτιέσαι πως θα ‘σαι εσύ
όταν σε καλέσουν
ταπεινά να πας να κρούσεις
του άρχοντα την πόρτα.
Ήδη ξεκάθαρα γνωρίζεις
πως αν δεν συμμορφωθείς
με τις αποφάσεις υπουργών,
των ξένων ηγεμόνων, των δανειστών,
των οίκων αξιολόγησης, που σ’ έχουνε στο χέρι
τότε είναι το πλέον πιθανό
σαν βγεις από το άντρο
του έφορα, εκεί πίσω από την πόρτα,
να έχεις αφήσει στο ξύλινο
πολυτελές γραφείο του,
όλα τα κλειδιά του ίδιου του σπιτιού σου.
Μα τι έπαθες; Τι σ’ έπιασε στα ξαφνικά;
Γιατί σηκώθηκες και αρχίζεις
τριγύρω να σκορπάς
τα έγραφα που στο ντοσιέ σου έχεις;
Γιατί πετάς στον κάλαθο αχρήστων
της σειράς προτεραιότητας
το μικρό χαρτάκι;
Τι τρόπος είναι αυτός να φεύγεις
από την αίθουσα λες και σε γιορτή
ακάλεστος σκοπεύεις να χορέψεις;
Κι όταν σε ρώτησα εκεί έξω στο διάδρομο
τι ήταν τα μπερδεμένα που είπες και μ’ αράδιασες;
«Ας το πάρουνε το σπίτι» φώναξες ,
«τ΄αμάξι το παμπάλαιο, τα πέντε ελαιόδεντρα
εκεί στην άκρη του χωριού,
ας πάρουν και τα ρούχα μου και τα παλιά παπούτσια,
μα ότι και να κάνουνε δε θα μπορέσουνε ποτέ
να κατασχέσουν την ψυχή, ούτε να κλείσουν φυλακή
την αγκαλιά που άνοιξα για κείνους π’ αγαπώ
και αυτούς που μ΄ αγαπούνε.»
Υ.Γ
Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε με στυλό στο πίσω μέρος εντύπου αίτησης δημόσιας υπηρεσίας.
Κώστα ευχαριστώ που το έφερες εδώ! Να σαι καλά φίλε μου!
Εσύ ευχαριστείς Χριστόφορε; Εγώ πρέπει να σε ευχαριστήσω!
Υπέροχο!!!!!!!!!!!!!!!
Chrisar69 ευχαριστώ πολύ!
“μα ότι και να κάνουνε δε θα μπορέσουνε ποτέ
να κατασχέσουν την ψυχή”
Μια ψυχή δυνατή, αγέρωχη, ασυμβίβαστη!
Εξαιρετικό, Χριστόφορέ μου!
Τι να κατασχέσουν από τη ρωμαλέα ψυχή σου;
Σε ευγνωμονούμε για τα γραπτά σου Χριστόφορε!