Φίλε Γιώργο,
Ήταν το τελευταίο γράμμα που έλαβα από σένα. Γραφή δεν υπήρχε. Κενό γράμμα. Γιατί μέσα στο φάκελο αντί για επιστολή κρυβόταν ένα πολύ παράξενο βιβλίο. Ούτε καν τον επιτηδευμένο τίτλο του δεν μπορώ να θυμηθώ. Σα να μου το’ στειλε εκδοτικός οίκος άλλης διάστασης!
Όμως λέξη από σένα. Σα να σηματοδοτούσες κάτι. Το συνήθιζες αυτό. Απέφευγες τα λόγια τελευταίως και υπαινισσόσουν σιωπώντας. Πώς τα κατάφερνες, πάντα σε θαύμαζα σ’ αυτό!
Αφού κοίταξα καλά το φάκελο αναγνώρισα το γραφικό σου χαρακτήρα κι ας μην είχες αναφορά σε αποστολέα. Ήσουν ο Γιώργος. Τράβαγες τα ιώτα ίσα κάτω γραμμή. Και τα ρω σα νερό.
Και ήταν Ιούνιος. Καλός καιρός.
Κάθισα σχεδόν ευλαβικά και ξεφύλλιζα το καθ’ όλα περίεργο βιβλίο. Δεν μπορούσες με τίποτα να το κατατάξεις ούτε στην ποίηση μα ούτε και στην πεζογραφία. Βέβαια πιο πολύ σε πεζό έφερνε αλλά αν συνέχιζες να το διαβάζεις με το σκεπτικό αυτό, σου προέκυπτε το κείμενο ποιητικό…
Δεν έδωσα και ιδιαίτερη σημασία. Μια δυο μέρες πέρασαν και κατέθεσα τα όπλα. Το βιβλίο παραπέμφθηκε στις καλένδες κι εσύ, ο παράξενος παλιόφιλος, για μια ακόμη φορά επιβεβαίωνες την χωρίς λέξεις στάση σου. Η αλήθεια είναι ότι και ‘γω πριν από κάνα μήνα σου έστειλα το βιβλίο που έγραψα, μια συλλογή ποιημάτων, έτσι χωρίς αφιερώσεις και τερτίπια, χωρίς προλόγους και συναισθηματισμούς γιατί ήξερα πόσο τα αντιπαθούσες όλα αυτά. Και καλά έκανες που δε μου έγραψες ούτε κουβέντα γι’ αυτά. Τα γήινα είχαν αρχίσει να μην σ’ απασχολούν, το κατάλαβα σήμερα.
Γιώργο. Ύστερα απ’ αυτό ξαναχαθήκαμε. Κανένα μέηλ στέλναμε πού και πού από αυτά τα αδιάφορα των άλλων τα απωθημένα- προωθημένα, με αστεία κι ανέκδοτα. Με κοινωνκές προεκτάσεις για περίεργες καταστάσεις. Όχι εαυτούς μέσα. Τίποτε προσωπικό.
Και μετά το κινητό μου μπλόκαρε στις διακοπές. Σα να ήρθε ένα αόρατο χέρι και πάτησε ένα κουμπί. Λειτουργία πτήσης, λέει. Δε σκαμπάζω και πολλά. Αφού λέει πτήση και δεν πετάμε, κάτι δεν πάει καλά. Συνεπώς κάπως έτσι η επικοινωνία απ’ όλους χάθηκε.
Μα δεν άργησα να πάρω ένα χαμπέρι αυτή τη φορά από σταθερού τηλεφώνου. Ο Γιώργος, λέει, έφυγε, την ώρα που ονειρευόταν. Ξαφνικά. Στον ύπνο. Εσύ; Αλήθεια είναι;
Μου λένε τώρα και με παρηγορούν ότι θα τα λέμε πού και πού σε κανένα όνειρο. Πώς δηλαδή; Ζήσαμε σε πολύ περίεργη εποχή και σε ακόμα πιο αλλόκοτη περίοδο. Με άπειρες προοπτικές συνεννόησης: την εξής καμία. Και τώρα δαγκώνομαι, σκέφτομαι που πριν από τρεις δεκαετίες πόσα τα δεκάδες γράμματα που ανταλλάσαμε, ήταν τόσο ευφάνταστα και δροσερά και λέω, πάει γεράσαμε, ορίστε, μας καλούν απ’ τα ενδότερα πολύ νωρίτερα να υπηρετήσουμε τη μητέρα γη ξαπλωμένοι.
Θέλω πολύ να κλάψω, τα καταφέρνω, δε λέω, μερικές φορές με μεγάλη επιτυχία, τώρα αυτή τη στιγμή που σου γράφω αυτό το γράμμα που ποτέ δε θα λάβεις έχουν γεννηθεί δυο ρυάκια. Ένα για τους ζώντες κι ένα άλλο για τους απόντες, χωρίς γυρισμό. Ανθρώπινο το μάταιο, σαν αυτό εδώ το γράμμα που λέω να το βάλω μέσα σε ένα φάκελο και να σου το φέρω εκεί που είσαι. Αλλά, πάλι όχι, άσ’ το για την άλλη ζωή. Εκεί που θα τολμήσω να λέω τα πράματα με τ’ όνομά τους. Υπάρχουν λέξεις, διάολε, για το κάθε τι.
Φίλε, σ’ αγαπώ.
Ο φίλος σου Δημήτρης
στεκούμενος πάνω από τη γη,
περήφανος να σ’ εκπροσωπώ.
Ενταύθα. (Πού να ψάχνεις δρόμους στα σύννεφα;)
Υ.Γ1.Έψαξα πολύ για το τι θα ταίριαζε για γραμματόσημο, είπα πως τα λουλούδια είναι μάλλον για να τα ευχαριστιούνται οι ζώντες και σκέφτηκα αντίς για γραμματόσημο, να μπορούσαν κάποιοι να διάβαζαν αυτά που γράφω για σένα και να σε μακάριζαν.
Υ.Γ.2 Το βιβλίο λέω ν’ αργήσω να το διαβάσω, έτσι για να σου μεταφέρω τις εντυπώσεις μου πιο σπαρταριστές, γιατί ξέρεις δα πόσο φοβητσιάρης είμαι με το χάροντα, παλικάρι μου…
Υ.Γ.3 Ρε μπαγάσα, μου την έφερες. Δεν πρόλαβα να σε δω να χάνεις τα ωραία κυματιστά μαλλιά σου και να σε κοροϊδεύω για την πιθανή σου μπάκα λόγω χάμπουργκερ. Την άλλη φορά δε θα μου τη γλιτώσεις…
Υ.Γ.4 Και για να δεις τι μοντέρνος είμαι, δε θα σβήσω ποτέ το email σου. Περιμένω ακόμα ο αδαής, μπας και μου΄χεις τίποτα στήσει μεταθανάτια.
Στο Γιώργο που έφυγε στον ύπνο του το καλοκαίρι σε δροσερό όνειρο τυλιγμένος.
_
γράφει ο Δημήτρης Τούλιος
Δε χωράνε συλλυπητήριες ευχές για το φίλο σου. Μα θέλω να σου πω πως ο τρόπος που παρουσίασες το δέσιμό σας…με έκανε να πονέσω. Δεν έχω κάτι άλλο να πω. Νιώθω πως δε χωράει και πως θα λερώσει τούτα τα λόγια που διάβασα και ξαναδιάβασα από τότε που τα έπιασα στα χέρια μου.
Πολύ συγκινητικό. Ο ξαφνικός θάνατος πονά … Τα υστερόγραφα ένα και ένα, και το καλύτερο όλων το τελευταίο.