Παππού μου, γεια σου.
Ο Τζουνέιντ είμαι. Ήθελα καιρό να σου γράψω, αλλά δεν ήξερα πώς να στείλω το γράμμα. Τώρα βρήκα έναν καλό κύριο, Μπάμπη τον λένε, που ήρθε μια μέρα στον καταυλισμό κι έφερε σοκολάτες στα παιδιά και μου υποσχέθηκε ότι θα στο στείλει αυτός. Είμαστε Αθήνα τώρα, στο Ελληνικό, σ’ ένα μεγάλο, κρύο κτίριο. Ευτυχώς μας έφεραν κουβέρτες και ζεστά ρούχα και τώρα είναι κάπως καλύτερα. Με προσέχει κάποια κυρία, η Μπάνα, εμένα κι άλλα δύο αγόρια, απ’ τη Δαμασκό είναι κι αυτή, είναι πολύ καλή. Μένουμε όλοι μαζί σε μια μεγάλη σκηνή. Μου είπαν ότι η μαμά κι ο μπαμπάς πρέπει να πήγαν σε άλλη χώρα. Τους είδα τελευταία φορά στη θάλασσα, όταν πηγαίναμε Κρήτη. Ήταν απαίσια, παππού. Μας χτύπησε ένα άλλο πλοίο, σαν μεγάλος σεισμός ήταν, τρομάξαμε τόσο, το πλοίο έγειρε, μπαίνανε νερά και πέσαμε όλοι στη θάλασσα να σωθούμε. Όλοι ούρλιαζαν, παππού, ούρλιαζα κι εγώ, πίστευα ότι θα πνιγούμε. Μετά το πλοίο μας βυθίστηκε. Δεν ξέρω τι έγινε το άλλο. Μάλλον έφυγε. Παγώσαμε όλοι. Μου κόπηκε η ανάσα, παππού. Ευτυχώς είχα σωσίβιο, γιατί, ξέρεις, δεν ξέρω μπάνιο. Πολύ αργότερα, μας φάνηκαν χρόνια, παππού, μας μάζεψε κάποιος με μια βάρκα. Ο μπαμπάς και η μαμά κολυμπούσαν μαζί μου. Κρατιόταν και οι δύο από ένα σωσίβιο, αλλά μετά τους έχασα. Τρέμαμε απ’ το κρύο, παππού, νόμιζα ότι θα σπάσουν τα δόντια μου. Ο μπαμπάς μας έλεγε ότι μπροστά μας ήταν ένα καφενείο και αν κολυμπούσαμε προς τα κει λίγο ακόμα και θα φτάναμε. Είχε ζεστό καφέ και κουλούρια, έλεγε. Εγώ δεν το έβλεπα, αλλά ο μπαμπάς τα ξέρει όλα καλύτερα από μένα και έτσι περίμενα. Μετά δε θυμάμαι τίποτα, παππού. Ξύπνησα σ’ ένα δωμάτιο με πολλούς βρεγμένους ανθρώπους, που τρέμανε και κλαίγανε. Έκλαιγα κι εγώ. Ήθελα να βρω τη μαμά και τον μπαμπά, γύρναγα γύρω γύρω στο δωμάτιο, αλλά τίποτα. Μετά ένας κύριος μου είπε ότι τους γονείς μου πρέπει να τους πήγαν σε άλλο κτίριο και με ρώτησε πώς τους λένε για να ψάξουν να τους βρούνε. Όταν φύγαμε για Αθήνα δεν τους είχαν βρει ακόμα. Ένας άλλος κύριος μου είπε να μην κλαίω και ότι θα ’ρθουν να με βρουν αυτοί όταν μπορέσουν. Μου λείπουν, παππού. Μου λείπεις κι εσύ και το σπίτι μας. Να μου προσέχεις το ποδήλατο. Δεν πρόλαβα να κάνω πολλές βόλτες, αλλά όταν γυρίσω θα πηγαίνω παντού μ’ αυτό, στη θεία, στους φίλους μου, στο σχολείο, στ’ αγγλικά, παντού. Σ’ αφήνω τώρα.
Σ’ αγαπώ, παππού.
Τζουνέιντ.
–
Παππού μου, γεια σου.
Ο Τζουνέιντ είμαι. Ο κύριος Μπάμπης μου είπε ότι θα στείλει κι αυτό το γράμμα μου. Θέλει όμως κι εγώ να τον βοηθήσω, να πάω ένα μικρό δεματάκι σ’ ένα σπίτι εδώ κοντά. Θα μου πει πού όταν έρθει να πάρει το γράμμα μου το απόγευμα, που θα λείπει η Μπάνα. Δε θέλει να της λέμε τίποτα, για να μην τα πει στο ταχυδρομείο που δουλεύει. Πονάει το πόδι του και δεν μπορεί να τα παραδώσει όλα αυτός. Αν το μάθουν στη δουλειά θα τον διώξουν, μου είπε. Εμένα μια χαρά μου φαίνεται το πόδι του πάντως. Σήμερα γνώρισα ένα παιδί στην ηλικία μου, Έλληνα, τον Σπύρο. Ήρθε με την οικογένειά του να μας δει. Καθίσαμε μαζί τους στο πάτωμα, και τα τρία αγόρια, η Μπάνα, ο Σπύρος, η μαμά του κι ο μπαμπάς του και μιλάγαμε στ’ αγγλικά. Δεν καταλάβαινα πολλά, αλλά φαινόταν πολύ καλοί άνθρωποι. Ο Σπύρος δε μίλαγε πολύ και περπάταγε λίγο στραβά και το χέρι του ήταν παράξενο, στραβό κι αυτό. Στο τέλος με πήραν και με πήγανε σ’ ένα καφενείο εκεί κοντά και με κεράσανε σοκολατένιο κέικ. Ήτανε πεντανόστιμο. Μου είπαν ότι δε μοιάζω με Σύριο, με το λευκό μου δέρμα και τα μπλε μου μάτια. Ο Σπύρος μου κράταγε το χέρι συνέχεια. Μου είπαν ότι θα ξανάρθουν να με δουν μια άλλη μέρα. Αυτή τη φορά θα παραγγείλω κανταΐφι. Σ’ αφήνω τώρα, παππού μου.
Σ’ αγαπώ πολύ,
Τζουνέιντ.
–
Παππού μου, γεια σου.
Ο Τζουνέιντ είμαι. Δεν έχω λάβει νέα σου και ανησυχώ. Είσαι καλά; Τρίτο γράμμα που θα σου στείλει ο κύριος Μπάμπης. Μετά θα με πάει κάπου με το αυτοκίνητό του για να παραδώσω ένα δέμα. Πρέπει να τον βοηθάω, όπως αυτός βοηθάει εμένα. Ο Σπύρος έρχεται συχνά τώρα με τους γονείς του. Προχθές με πήραν σπίτι τους. Τεράστιο, χάνεσαι, με κήπο και πισίνα και πολλά δέντρα, πορτοκαλιές, λεμονιές, τα πάντα. Τυχερός ο Σπύρος. Καθίσαμε σ’ ένα τεράστιο, μαρμάρινο τραπέζι έξω στον κήπο και ο μπαμπάς του, ο κύριος Κώστας, κάπνιζε κάτι χοντρά σαν λουκάνικα πούρα που μύριζαν κανέλα. Καλά, παππού, θα τρελαινόσουν αν ήσουν εκεί. Ήθελα πολύ να πάρω ένα να σ’ το στείλω. Σίγουρα θα έχει πολλά, δε θα του λείψει ένα, είπα, και όταν μπήκε στο σπίτι κι έμεινα μόνος με τον Σπύρο, άρπαξα ένα και το ’βαλα στην τσέπη μου. Θα στο στείλω μέσα στο φάκελο απ’ αυτό το γράμμα. Ο Σπύρος μου είπε ότι θέλουν να μείνω μαζί τους, να του κάνω παρέα. Για πάντα. Ώσπου να ’ρθει η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου, του είπα και αυτός κούνησε το κεφάλι του και σκούπισε τα μάτια του με το στραβό του χέρι. Θέλω πολύ να μείνω εκεί. Το ψυγείο τους είναι γεμάτο φαγητά, και φρούτα και γλυκά. Μου ’τρεχαν τα σάλια όταν το άνοιξε ο κύριος Κώστας για να πάρει μια μπύρα. Εσύ έχεις μάθει τίποτα για τη μαμά και τον μπαμπά; Πότε θα έρθουν να με πάρουν; Θα ’ρθουν, έτσι δεν είναι; Πρέπει να φύγω τώρα. Ο κύριος Μπάμπης μου κάνει νόημα απ’ τον δρόμο. Περιμένω και τα δικά σου νέα. Γιατί δε μου γράφεις;
Σ’ αγαπώ πολύ, παππού.
Τζουνέιντ.
–
Παππού μου, γεια σου.
Ο Τζουνέιντ είμαι. Παππού, ο κύριος Μπάμπης είπε ότι τα δικά σου γράμματα θα έρθουν όλα μαζεμένα, γιατί τα κρατάνε στα κεντρικά εδώ, για ασφάλεια. Δεν καταλαβαίνω, αλλά θα περιμένω. Παππού, ξέχασα να βάλω το πούρο μέσα στο φάκελο την προηγούμενη φορά και τρίφτηκε, έγινε ψίχουλα. Συγγνώμη, παππού. Θα σου πάρω άλλο όταν μπορέσω. Σήμερα είδα τα πρώτα χελιδόνια. Έκαναν κύκλο γύρω απ’ το κτίριο, ήρθαν στην είσοδο και προσπάθησαν να κάνουν φωλιά σε μια γωνιά κάτω απ’ τη σκεπή, αλλά ο φύλακας, ο κύριος Παντελής τα ’διωξε με τη σκούπα. Όχι άλλοι πρόσφυγες, είπε. Πήγα πάλι στο σπίτι του Σπύρου. Μου μαγείρεψαν μαντί, τ’ αγαπημένο μου, ακριβώς όπως το έκανε η μαμά, ξέρεις, με ραβιόλια και κρέας και γιαούρτι και για γλυκό ραβανί με παγωτό λεμόνι. Φοβερό! Καμία σχέση με το συσσίτιο στο Ελληνικό. Ήταν τα γενέθλιά μου, ξέρεις, 9 Μαρτίου και θέλανε να το γιορτάσουμε μαζί. Είναι τόσο καλοί άνθρωποι. Με κάνανε να κλάψω από χαρά. Ο Σπύρος είχε πονοκέφαλο εκείνη τη μέρα και δε βγήκαμε στον κήπο, αλλά όταν ένιωσε καλύτερα παίξαμε ένα επιτραπέζιο με φιδάκια και περάσαμε καλά. Είναι πολύ καλό παιδί και όταν φεύγω κλαίει. Σ’ αφήνω τώρα, παππού. Βλέπω τ’ αυτοκίνητο του κυρίου Μπάμπη.
Σ’ αγαπώ πολύ,
Τζουνέιντ.
–
Παππού,
Έχω άσχημα νέα. Ο Σπύρος έχει δέκα μέρες να φανεί. Δεν ξέρω τι έγινε. Ελπίζω να είναι καλά. Πριν δύο εβδομάδες πήγα πάλι σπίτι τους και όταν δεν έβλεπαν σου πήρα επιτέλους το πούρο. Θα σου αρέσει πολύ, το ξέρω. Έχει πολλά ο κύριος Κώστας, δε θα του λείψει, είμαι σίγουρος. Θα στο βάλω μέσα στο φάκελο. Ανυπομονώ να ξαναδώ τον Σπύρο και την οικογένειά του. Είναι τόσο καλοί άνθρωποι. Περάσαμε από ένα σφαγείο την περασμένη εβδομάδα με τον κύριο Μπάμπη και έπρεπε να ακούσεις τα γουρούνια, παππού. Σκούζανε σαν να τα δέρνανε. Έκλαψα, παππού. Θυμήθηκα τον ξάδερφό μου, το Νιζάρ, όταν τον βρήκαμε ξαπλωμένο στην πλατεία, μετά από αυτά τα αέρια που ρίξανε στην πόλη. Θυμάσαι; Δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει. Ήταν φριχτό, παππού, Μόνο κραυγές έβγαζε. Είπα στον κύριο Μπάμπη να μην ξαναπεράσουμε από εκεί και μου είπε ότι θα πρέπει να παραδώσω δύο δέματα αυτή τη φορά, αν θέλω να πάμε απ’ τον άλλο δρόμο. Κανένα πρόβλημα, του είπα. Και περισσότερα να μου ’δινε να παραδώσω, δε θα με πείραζε. Κανονικά θα ’πρεπε να μου δίνει και χρήματα που τον βοηθάω. Τόσα χρήματα του δίνουνε όλοι αυτοί που τους πάω τα δέματα. Τι τα κάνει τόσα λεφτά; Περιμένω να διαβάσω τα δικά σου νέα, παππού.
Σ’ αγαπώ πολύ,
Τζουνέιντ.
–
Παππού, γεια σου.
Ο Τζουνέιντ είμαι. Δεν ξέρω πότε θα στο στείλω αυτό το γράμμα, γιατί ο κύριος Μπάμπης έχει καιρό να φανεί. Χτες ρώτησα τον κύριο Παντελή να μου πει γιατί δεν ξανάρθε ο Σπύρος και μου είπε ότι οι γονείς του δε θέλουν το παιδί τους να κάνει παρέα με κακοποιούς. «Τυχερός είσαι που δε σε μπαγλαρώσανε» είπε. «Αν δεν ήταν αυτοί…» και κούναγε το κεφάλι του. «Αλλά τι περιμένεις από μουσουλμάνους.» Τι εννοεί; Μάλλον θα κατάλαβαν ότι πήρα τα πούρα. Όταν τους δω, θα τους ζητήσω συγγνώμη, θα τους υποσχεθώ ότι όταν βρω χρήματα θα τους αγοράσω καινούρια πούρα, καλύτερα. Θα ζητήσω λεφτά απ’ τον κύριο Μπάμπη. Θα του πω να μου δώσει περισσότερα δέματα να παραδώσω, και θα ζητήσω αμοιβή. Δεν θα του λείψουν. Έχει πολλά αυτός; Θα τους δείξω ότι είμαι κι εγώ καλός σαν κι αυτούς, ότι μπορώ κι εγώ να βρω χρήματα. Θα τους δείξω εγώ.
Σ’ αγαπώ πολύ, παππού.
_
γράφει η Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου
0 Σχόλια