Η στάχτη του σκορπίστηκε στο Αιγαίον Πέλαγος,
διότι ήθελε να μην υπάρχει τίποτα απ’ αυτόν,
να υπάρχουν μόνο τα έργα του.
Ο νόστος ήταν πάντοτε ελληνικός…
Προς τα έξω εδειχνε ευτυχισμένος,
όμως η θάλασσα τού έδειχνε τον δρόμο:
μόνος, να κολυμπά στο Αιγαίον Πέλαγος,
στη θάλασσα, τη μητέρα του κόσμου.
Δεν ήταν το σκισμένο πάθος,
ήταν που σ’ αυτό είχε βάλει την ψυχή του μέσα,
και γι’ αυτό προδόθηκε…,
Δεν ήταν οι εχθροί του που τον πίκραναν·
ήταν ο ήλιος και η καταγάλανη θάλασσα που λαχταρά,
που ορισμένοι τού την στέρησαν,
έστω μια θάλασσα μικρή,
για ένα καλοκαίρι…
(κι όμως) ήσουν εσύ…,
που τα θαλάσσια βράχια αντηχούν τον παφλασμό σου,
και ηχώ αντιλαλεί μες στις θαλάσσιες σπηλιές του Αιγαίου Πελάγους,
γλυπτά παγκόσμια και αθάνατα,
που επανέρχονται, ανά τους αιώνες.
Μητέρα, θάλασσα…,
ελληνικά γυμνά τοπία.
Και η φωνή του μεγάλη:
«θέλω να ζήσω!»,
φώναξε και στράφηκε προς τον ελληνικό ήλιο του Αιγαίου:
«κι εγώ δεν είχα ήλιο…»,
στους συννεφιασμένους ουρανούς των βροχερών μεγαλουπόλεων.
«Κι εγώ δεν είχα ήλιο…»,
κι ήταν υπέροχο και συγκινητικό,
να μη μείνει τίποτε απ’ αυτόν.
Μόνο τα όνειρά του να αντηχούν ανά τους αιώνες,
στους κόκκινους ορίζοντες του Αιγαίου Πελάγους,
κάτω από τον ανελέητο Κυκλαδίτικο ήλιο,
τη χαμένη ευτυχία να γευτεί, ανά τους αιώνες, όντως ζων.
Και η αιώνια κραυγή σου για ευτυχία, ελληνικό ήλιο και θαλασσινά μελτέμια.
Προς τη μητέρα του κόσμου: τη θάλασσα.
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια